Σε δίκη ενώπιον Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου κατηγορούμενοι για βιασμό, που έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού (ομαδικός βιασμός) παραπέμπονται με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, δύο ημεδαποί, κάτοικοι Ρόδου και Χανίων.
Η έρευνα για την υπόθεση ξεκίνησε σε ικανοποίηση αιτήματος δικαστικής συνδρομής των αρχών της Νορβηγίας για ομαδικό βιασμό μιας Νορβηγής τουρίστριας στη Ρόδο.
Σύμφωνα με την καταγγελία οι δύο ημεδαποί βίασαν από κοινού και διαδοχικά την τουρίστρια σε κατοικία στην Ρόδο, την 30η Ιουλίου 2017 και ήταν ιδιαιτέρως βίαιοι.
Τους αποδίδεται συγκεκριμένα ότι τις πρωινές ώρες μεταξύ 04.00′ – 6.30′ της 30ης Ιουλίου 2017, έχοντας προηγουμένως γνωρίσει σε νυχτερινό club την φερόμενη ως θύμα μετέβησαν μαζί της σε οικία στην περιοχή των Κρητικών και τέλεσαν παράλληλα και διαδοχικά εξώγαμη συνουσία με την ίδια αλλοδαπή, κάμπτοντας την αντίστασή της με τις υπέρτερες σωματικές τους δυνάμεις, ασκώντας επ’ αυτής σωματική βία, ήτοι χτυπώντας και ακινητοποιώντας την, καταφέροντάς της παράλληλα χτυπήματα, απειλώντας αυτήν άμεσα και σπουδαία για τη ζωή και τη σωματική της ακεραιότητα.
Επιπλέον φέρονται, ενώ η αλλοδαπή ευρίσκετο στην εγκληματική διάθεσή τους πέραν της εξώγαμης συνουσίας, εκμεταλλευόμενοι την εκμηδένιση της αντίστασής της σωματικά και ψυχικά εξαντλημένης να την εξανάγκασαν με συγκλίνουσα και παράλληλη δράση, να ανεχθεί ασελγείς πράξεις και από τους δύο.
Όπως έγραψε η “δημοκρατική”, η φερόμενη ως θύμα, μητέρα ενός ανήλικου παιδιού, είχε έρθει για διακοπές στο νησί με φίλες της και πριν απ’ αυτό το συμβάν είχε έρθει σε επαφή με ακόμη δύο άτομα με την συναίνεσή της, χωρίς προφυλάξεις.
Σημειώνεται ότι η αλλοδαπή καταγγέλλει ότι επιχείρησε να κινήσει την δίωξη εις βάρος των δύο ημεδαπών στην τοπική αστυνομία αλλά ο τρόπος με τον οποίο την αντιμετώπισαν την οδήγησε στην απόφαση να φύγει από το νησί και να υποβάλει την μήνυση 8 ημέρες μετά στην χώρα της, αφού πρώτα υποβλήθηκε σε εξετάσεις από ιατρούς νοσοκομείου στον τόπο διαμονής της.
Το θύμα διατείνεται ότι οι δύο ημεδαποί, την χτύπησαν, την έφτυσαν και την εξανάγκασαν σε κολπικές, στοματικές και πρωκτικές συνουσίες και μάλιστα επανειλημμένως σε μια κατοικία στις παρυφές της πόλεως Ρόδου, όπου την οδήγησε ο ένας εξ αυτών, τον οποίο γνώρισε ως μέλος μιας μπάντας σε νυχτερινό κέντρο.
Η φερόμενη ως θύμα αναγνώρισε τους δύο καταγγελλόμενους από φωτογραφίες που είχαν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του νυχτερινού κέντρου στο Facebook και μέσω αυτών οι αρχές της Νορβηγίας κατέληξαν στην ταυτότητά τους.
Πιο συγκεκριμένα το θύμα παρουσιάστηκε την 4η Αυγούστου 2017 στις αστυνομικές αρχές του Οσλο, συνοδευόμενη από την δικηγόρο της και έδωσε κατάθεση με ήχο και εικόνα. Στην πορεία υπέβαλε και μήνυση.
Όπως εξέθεσε, την 30η Ιουλίου 2017 μαζί με μια φίλη της επισκέφθηκαν γνωστό κέντρο στην πόλη της Ρόδου και εκεί την προσέγγισε ένας εργαζόμενος με τον οποίο φλέρταρε, ο οποίος όμως ήταν πολύ επιφυλακτικός στο να εκφραστεί διότι η πολιτική του καταστήματος ήταν το προσωπικό να μην χρονοτριβεί και να μην συνάπτει σχέσεις με τις πελάτισσες.
Ενώ βρισκόταν κοντά του εκείνος μιλούσε με τον ένα εκ των δύο ημεδαπών, μέλος της μπάντας που τραγουδούσε, ο οποίος ενδιαφέρθηκε για εκείνη και ήταν διαχυτικός.
Τα ξημερώματα της ίδιας ημέρας και ενώ το κατάστημα είχε σχεδόν αδειάσει τον ακολούθησε για μια βόλτα με το αυτοκίνητό του.
Στην διαδρομή, προς άγνωστη κατεύθυνση, ο ημεδαπός αυτός, όπως υποστήριξε, την εξανάγκασε σε στοματικό έρωτα και εν συνεχεία την οδήγησε σε μια κατοικία, σε άγνωστη τοποθεσία. Εκεί μετέβη και έτερος ημεδαπός, τον οποίο είχε δει να μιλάει με τον πρώτο στο ίδιο κέντρο.
Όπως υποστηρίζει την βίασαν διαδοχικά και από κοινού με ιδιαίτερη σκληρότητα.
Ο έτερος ημεδαπός αφού ολοκλήρωσαν την οδήγησε με το αυτοκίνητό του στο νυχτερινό κέντρο.
Μετέβη σε ένα ταχυφαγείο και σοκαρισμένη ακολούθως στο ξενοδοχείο της.
Με την φίλη της, όπως είπε, πήγαν σε αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλουν το περιστατικό και όπως υποστηρίζει δεν έτυχε της δέουσας αντιμετώπισης διότι υπήρξε αμφισβήτηση από τους αστυνομικούς, που την εξέτασαν γύρω από την αλήθεια των όσων είχε περιγράψει.
Όπως διατείνεται της είπαν ότι θα πρέπει να μείνει με τον πρώτο καταγγελλόμενο σε ένα δωμάτιο μέχρι να μεταφερθούν στο δικαστήριο και ότι εκεί θα ξεκαθάριζε το τι ακριβώς είχε συμβεί, αφήνοντάς της σαφή υπονοούμενα ότι κινδύνευε με μήνυση για ψευδή καταμήνυση.
Υποστηρίζει ακόμη ότι δεν έλαβε την αναμενόμενη βοήθεια και στο νοσοκομείο της Ρόδου με αποτέλεσμα να επιλέξει να επιστρέψει στην χώρα της.
Εκεί εξασφάλισε, όπως διατείνεται, έκθεση από νοσοκομείο και ότι από την ιατροδικαστική έκθεση προκύπτουν σαφή στοιχεία άσκησης βίας εις βάρος της.
Οι καταγγελλόμενοι είχαν αφεθεί ελεύθεροι χωρίς όρους μετά την απολογία τους.
Απολογούμενος ο ένας τόνισε ότι εργάστηκε στο νυχτερινό κέντρο ως σερβιτόρος το έτος 2017 και το ωράριο εργασίας του ξεκινούσε από τις 11 το βράδυ μέχρι τις 6.30 της επόμενης μέρας όπου έφευγαν οι τελευταίοι πελάτες.
Στη συνέχεια άλλαζε ρούχα, παρέδιδε ταμείο και συζητούσε για λίγο με τον εργοδότη του σχετικά με τις εισπράξεις που έκανε.
Με τον συγκατηγορούμενο του εργάστηκαν μαζί τη περίοδο του 2017 χωρίς ποτέ να γνωριστούν καλά καθώς το κέντρο απασχολεί συνολικά πάνω από 30 τομα και δεν είχαν, όπως είπε, κάποια στενή επαφή ή σχέση.
Επεσήμανε ότι θα του ήταν αδύνατο να θυμηθεί την καταγγέλλουσα δύο έτη μετά καθώς το κατάστημα επισκεπτόντουσαν εκατοντάδες άτομα κάθε βράδυ για όλο το καλοκαίρι.
Πρόσθεσε ότι αλγεινή εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι η “βιασθείσα” κατέθεσε ότι μετά τα “πάθη” της πήγε στη συνέχεια να δειπνήσει, κοιμήθηκε και αφού διαβουλεύτηκε με τις φίλες της αποφάσισε να μεταβεί στην Ασφάλεια Ρόδου το μεσημέρι λίγο πριν αναχωρήσει για τη πατρίδα της, ενώ δεν θέλησε τελικά να υποβάλει καταγγελία καθώς δεν ήταν σίγουρη αν η ερωτική συνεύρεση έγινε με την συναίνεση της ή όχι!!
Τόνισε ότι μοναδικός λόγος που μετέβαλε άποψη και τελικά κατήγγειλε στις Νορβηγικές αρχές ότι βιάστηκε στην Ελλάδα είναι το προσδοκώμενο οικονομικό όφελος.
Ο συγκατηγορούμενός του τόνισε ότι εργάζεται στο ίδιο κέντρο από το έτος 2012 και ότι οι προσωπικές σχέσεις και επαφές του είναι γενικά περιορισμένες λόγω των δύο μικρών παιδιών που η σύζυγός του κι εκείνος μεγαλώνουν.
Επιβεβαίωσε και ο ίδιος ότι δεν είχε σχέσεις με τον συγκατηγορούμενο του ενώ πρόσθεσε ότι δεν θυμάται την καταγγέλλουσα και ότι αδυνατεί να εννοήσει τον λόγο που τον κατηγορεί, τη στιγμή που δεν γνώριζε καν το όνομα του αλλά βρήκε τα στοιχεία του από τη σελίδα του καταστήματος στο FACEBOOK.
Πρόσθεσε ότι πέραν του γεγονότος ότι η σύζυγός του ξυπνάει νωρίς το πρωί και τον περιμένει, θα ήταν αδύνατον να αποχωρήσει τέλη Ιουλίου από το κατάστημα πριν τις 6 πμ καθώς το πρόγραμμα της μουσικής συνεχίζει μέχρι εκείνη την ώρα.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Στέλιος Αλεξανδρής.