Στις φυλακές θα παραμείνουν τρεις αλλοδαποί, που ενεπλάκησαν σε δύο υποθέσεις παράνομης διακίνησης μεταναστών.
Στην πρώτη περίπτωση ο κατηγορούμενος Κ. B. – E. του E., υπήκοος Γερμανίας, μαζί με τη συγκατηγορούμενη σύζυγό του R. G. του G. ξεκίνησε με το ιστιοφόρο σκάφος συνιδιοκτησίας τους, με την ονομασία «DOLCE VITA», σημαίας Αμερικής, από τα παράλια της Τουρκίας, μεταφέροντας ως κυβερνήτης του σκάφους έξι Σύρους λαθρομετανάστες, και ειδικότερα τέσσερις ενήλικες και δύο ανήλικα παιδιά, οι οποίοι δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος και τους οποίους αποβίβασε στην περιοχή Πέδι της Σύμης.
Από τις ένορκες καταθέσεις δύο εκ των Σύρων μεταναστών προέκυψε ότι είχαν καταβάλει 2.500 ευρώ έκαστος σε Τούρκο υπήκοο αγνώστων λοιπών στοιχείων προκειμένου να οργανώσει τη μεταφορά τους στην Ελλάδα, καθώς και ότι όταν ο Τούρκος διακινητής τους παρέδωσε στον κατηγορούμενο καπετάνιο, του κατέβαλαν και κάποιο χρηματικό ποσό.
Κατέθεσαν επίσης ότι ο κατηγορούμενος τους κλείδωσε σε μια καμπίνα του σκάφους και τους έδωσε μόνο λίγο νερό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Από σωματική έρευνα που τους έγινε βρέθηκε και κατασχέθηκε το ποσό των 2.000 ευρώ στον κατηγορούμενο καθώς και το ποσό των 1.000 ευρώ στη συγκατηγορούμενη σύζυγό του.
Ο κατηγορούμενος προανακριτικά, αποδέχθηκε την τέλεση της ανωτέρω πράξης, την οποία τέλεσε διότι είχε οικονομική ανάγκη, ότι έλαβε ως αντάλλαγμα από κάποιον γνωστό του Τούρκο υπήκοο με όνομα «HURSIT» το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ, καθώς και ότι σχεδόν ένα μήνα νωρίτερα είχε μεταφέρει ξανά με το ίδιο σκάφος άλλους πέντε Σύρους παράνομους μετανάστες από την Τουρκία στην ίδια περιοχή της Σύμης.
Στη συνέχεια σε απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας Ρόδου αρνήθηκε όλα τα παραπάνω και υποστήριξε ότι δέχθηκε να μεταφέρει τους Σύρους μετανάστες επειδή ένιωσε oίκτο για αυτούς και για την εξαθλίωση που βίωναν, χωρίς να λάβει το παραμικρό αντάλλαγμα.
Ωστόσο, οι ίδιοι οι Σύροι μετανάστες κατέθεσαν ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων του Λιμεναρχείου Σύμης ότι η συμπεριφορά του κατηγορούμενου απέναντί τους κάθε άλλο παρά οίκτο και συμπόνοια μαρτυρούσε, αφού τους κράτησαν κλειδωμένους σε μια καμπίνα σε όλη τη διάρκεια του 12ωρου ταξιδιού τους, δίνοντάς τους μόνο λίγο νερό, και δεν τους είδαν ξανά παρά μόνο όταν έφτασαν πια στον προορισμό τους.
-Στη δεύτερη περίπτωση, απορρίφθηκαν οι προσφυγές των προσωρινά κρατούμενων A. S. M. του A. και A. S. B. του A., υπηκόων Συρίας, κατοίκων Δαμασκού.
Την 17η Οκτωβρίου 2014 εντοπίστηκε σκάφος στο οποίο επέβαινε μεγάλος αριθμός μεταναστών, σε απόσταση 30 ναυτικών μιλίων Ν.Α. της Ρόδου. Το σκάφος βρισκόταν σε δυσχερή θέση εξαιτίας μηχανικής βλάβης και των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή, και με τη συνδρομή του παραπλέοντος πλοίου με την ονομασία «FOUR BUTTERFLY» που έσπευσε στο σημείο περισυνελέγησαν οι επιβαίνοντες οι οποίοι στη συνέχεια αποβιβάστηκαν στο λιμένα της Ρόδου, πλην ενός Σύρου μετανάστη ο οποίος δεν κατάφερε να επιβιβαστεί στο πλοίο, έπεσε στη θάλασσα κατά την επιχείρηση διάσωσης και έκτοτε αγνοείται.
Επρόκειτο για 78 Σύρους μετανάστες, οι οποίοι στερούνταν νομιμοποιητικών ταξιδιωτικών εγγράφων, ενώ επιπλέον συνελήφθη ο υπήκοος Συρίας M. S. του A. ο οποίος πατά τις υποδείξεις των λαθρομεταναστών ήταν ο καπετάνιος του πλοίου και διακινητής, ο οποίος κυβερνούσε το σκάφος από τα παράλια της Τουρκίας, έχοντας ως τελικό προορισμό την Ιταλία, πλην όμως το σκάφος υπέστη μηχανική βλάβη με αποτέλεσμα να μείνει ακυβέρνητο σε διεθνή ύδατα για περισσότερες από τέσσερις ημέρες. Στη συνέχεια, μια εκ των μεταναστών, η υπήκοος Συρίας, B. Η. του K., ζήτησε αυτοβούλως να καταθέσει ενώπιον της Ανακρίτριας Ρόδου σχετικά με το περιστατικό και ανέφερε ότι εκτός από τον ήδη συλληφθέντα καπετάνιο, ηγετικό ρόλο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είχαν και οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι στην πραγματικότητα ήταν αυτοί που είχαν οργανώσει και επέβλεπαν τη μεταφορά των μεταναστών. Ειδικότερα η μάρτυρας κατέθεσε ότι ο πατέρας των κατηγορουμένων είναι ένας από τους μεγαλύτερους διακινητές που οργανώνουν μεταφορές λαθρομεταναστών, γεγονός που πληροφορήθηκε, κατά τους ισχυρισμούς της, από την ίδια τη μητέρα των κατηγορουμένων που συνεπέβαινε στο σκάφος, ότι τα δύο αδέλφια έδιναν γενικές οδηγίες και εντολές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, κανονίζοντας μεταξύ άλλων και τις μερίδες του φαγητού και του νερού, ότι συμπεριφέρονταν άσχημα και αυταρχικά στους μετανάστες καθώς και ότι ο B. S. μιλούσε σε δορυφορικό τηλέφωνο το οποίο είχε κρυμμένο στα προσωπικά του είδη.
Βάσιμη κρίθηκε και κατάθεση λιμενικού, σύμφωνα με την οποία κατά τη διάρκεια της κράτησης των παράνομων μεταναστών στις εγκαταστάσεις του Λιμεναρχείου έλαβαν χώρα έντονες συζητήσεις μεταξύ τους, από τις οποίες περιήλθαν πληροφορίες ότι πράγματι οι δύο προσφεύγοντες είναι γιοι του διακινητή, με τον οποίο είχαν συνεχή επικοινωνία μέσω δορυφορικού τηλεφώνου, και ήταν αυτοί πού έκαναν κουμάντο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Όταν οι λιμενικοί υπάλληλοι παρότρυναν τους μετανάστες να καταθέσουν ενώπιον της Ανακρίτριας Ρόδου όσα γνώριζαν, κανένας δεν ήταν πρόθυμος να το πράξει, πλην της ανωτέρω μετανάστριας, διότι προφανώς φοβήθηκαν.
Προέκυψε ότι υπερφόρτωσαν ένα σκάφος 15 περίπου μέτρων με 78 παράνομους μετανάστες, μεταξύ των οποίων και 18 ανήλικα παιδιά, με μοναδικό σκοπό τον πορισμό εισοδήματος εξ αυτών, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους, δεδομένου ότι ξεκίνησαν για πολυήμερο ταξίδι με υπέρβαρο φορτίο, χωρίς επαρκή σωστικά μέσα και με έναν καπετάνιο ο οποίος δεν γνώριζε πώς να χαράσσει πορεία χωρίς συντεταγμένες.