Κατηγορούμενοι με σοβαρές κατηγορίες βρέθηκαν υπάλληλοι του ΙΚΑ ΕΤΑΜ που διεκπεραίωσαν υπόθεση προστίμων «μαμούθ» που επιβλήθηκαν σε γνωστή ξενοδοχειακή εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στη Ρόδο.
Κατά των Α. Κ. του Ε., Λ. Τ. του Ι., Χ. Ρ. του Γ., C. M. S. του R. Α. Π. του Ν., Π. Σ. του Α., Μ. Κ. του Γ., Χ. Σ. του Α., Ν. Γ. του Γ. και Κ. Κ. του Δ., ασκήθηκε συγκεκριμένα από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις της απιστίας στην υπηρεσία σε βάρος ΝΠΔΔ με ζημία που απειλήθηκε και προξενήθηκε άνω των 150.000 ευρώ κατ’ εξακολούθηση, κατά των 1ης, 2ας, 5ου, 6ου, 7ης και 8ου, των κατηγορουμένων της ψευδούς βεβαιώσεως σε βάρος ΝΠΔΔ με ζημία που απειλήθηκε και προξενήθηκε άνω των 150.000 ευρώ, κατ’ εξακολούθηση, κατά των 5ου, 6ου, 7ης και 8ου των κατηγορουμένων της ηθικής αυτουργίας στις ανωτέρω πράξεις κατ’ εξακολούθηση κατά των 9ου και 10ου των κατηγορουμένων της πλαστογραφίας με χρήση σε βάρος του Δημοσίου με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ κατά του 4ου κατηγορουμένου της άμεσης συνέργειας στην ανωτέρω πράξη κατά του 3ου κατηγορουμένου.
Μετά το πέρας της κυρίας ανακρίσεως ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών διαβίβασε την σχηματισθείσα δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο οποίος με σχετική πρόταση του την εισήγαγε στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο αυτό εξέδωσε βούλευμα, με το οποίο παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων τον τρίτο και τέταρτο των κατηγορουμένων (Χ. Ρ. του Γ. και C. M. S. του R.), για να δικαστούν ο πρώτος εξ αυτών για άμεση συνέργεια σε κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως και ο δεύτερος για κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως, ενώ αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των λοιπών κατηγορουμένων.
Κατά του βουλεύματος αυτού, ασκήθηκε αναίρεση Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με την οποία πλήττεται το βούλευμα αυτό κατά το απαλλακτικό του μέρος.
Το ιστορικό της υπόθεσης φέρεται να έχει ως εξής:
Η ξενοδοχειακή ΕΠΕ, που ασκεί εμπορική δραστηριότητα εκμετάλλευσης ξενοδοχείων στη Ρόδο, την Κω, την Ιεράπετρα και την Κέρκυρα, απασχολεί σ’ αυτά 600 εργαζομένους περίπου.
Κατά τακτικό έλεγχο που διενεργήθηκε από το ΙΚΑ στις 26 Οκτωβρίου 2004 από υποκατάστημα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ στην Αθήνα στην ανωτέρω εταιρεία, διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν καταβληθεί εισφορές για την ασφαλιστική τακτοποίηση του προσωπικού της κατά τη χρονική περίοδο από 1-9-2002 έως 30-9-2004.
Τον έλεγχο διενήργησε ο 6ος κατηγορούμενος Π. Σ. και προσυπέγραψε η 7η κατηγορουμένη Μ. Κ. ως προϊσταμένη.
Μετά τον έλεγχο εκδόθηκε ΠΕΕ, με βάση τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις της εταιρείας (ΑΠΔ), ποσού 3.923.948,02 ευρώ.
Η ΠΕΕ βεβαιώθηκε στο Γ’ Ταμείο Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ το Νοέμβριο του 2004. Κατά της εν λόγω ΠΕΕ δεν ασκήθηκε ένσταση από την εργοδότρια εταιρεία εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών και έτσι οριστική.
Στις 8-12-2004 η επιχείρηση κατέθεσε στην Εθνική Τράπεζα σε λογαριασμό του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ το ποσό των 4.325.481,47 ευρώ. Ακολούθως κατέθεσε την από 23 Δεκεμβρίου 2004 αίτηση της στο υποκατάστημα του ΙΚΑ ΕΤΑΜ, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της ανωτέρω ΠΕΕ, επικαλούμενη εξόφληση των οφειλών που είχαν καταλογισθεί 3.923.948,02 ευρώ, των εισφορών Οκτωβρίου 2004 ποσού 393.517,39 ευρώ και εισφορών υπέρ ΟΕΕ ποσού 7.978,09 ευρώ.
Σημειωτέον ότι από τις πινακίδες του Γ’ Ταμείου που αφορούν στην εργοδότρια εταιρεία προκύπτει, ότι κατά το χρόνο των προαναφερόμενων εκ μέρους της καταθέσεων στην Εθνική Τράπεζα υπήρχαν και άλλες ανεξόφλητες οφειλές αυτής και δη το ποσό των 19.047,69 ευρώ από πρόστιμο για ακάλυπτη επιταγή και το ποσό των 21,83 ευρώ από έξοδα κατάσχεσης.
Ακολούθως δημοσιεύθηκε ο Ν. 3302/2004, η έναρξη ισχύος του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 16 αυτού είναι από τις 24 Δεκεμβρίου 2004, δηλαδή δύο ημέρες μετά τη δεύτερη καταβολή της επιχείρησης, που έδωσε τη δυνατότητα ρύθμισης των οφειλομένων απαιτητών εισφορών των εργοδοτών προς το ΙΚΑ ΕΤΑΜ μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2004.
Στις 28 Δεκεμβρίου 2004 το υποκατάστημα του ΙΚΑ ΕΤΑΜ προέβη σε επανέλεγχο του ελέγχου της 26ης Οκτωβρίου 2004 (ο οποίος αφορούσε στη χρονική περίοδο Ιανουαρίου 2002 έως Σεπτεμβρίου 2004) και σε τακτικό έλεγχο για την περίοδο Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004.
Ο έλεγχος αυτός έγινε και πάλι από τον 6° κατηγορούμενο και ο επανέλεγχος από την 7η κατηγορουμένη προϊσταμένη του Τμήματος Εσόδων. Ακολούθως με την από 28 Δεκεμβρίου 2004 απόφαση Διευθυντή ακυρώθηκε η ΠΕΕ.
Μετά την ακύρωση απέστειλαν στο Γ’ Ταμείο το έγγραφο, με το οποίο διέγραψαν οριστικά το σύνολο της οφειλής της εταιρείας.
Περαιτέρω συνέταξαν Πράξη Επιβολής Πρόσθετου Τέλους (ΠΕΠΤ) ποσού 610.404,41 ευρώ, που αφορά στη χρονική περίοδο από 1-1-2002 έως 31-10-2004. Εντούτοις αρμόδιο για την πίστωση των καταβληθέντων ποσών ήταν το Γ’ Ταμείο Εσόδων του ΙΚΑ, όπου είχε βεβαιωθεί ΠΕΕ και είχαν εγγραφεί και οι παλαιότερες προαναφερόμενες οφειλές της εταιρείας.
Το Γ’ Ταμείο Εσόδων θα πίστωνε τα καταβληθέντα ποσά σε εξόφληση των βεβαιωμένων οφειλών κατά σειρά παλαιότητας, ενώ θα υπολόγιζε οίκοθεν πρόσθετα τέλη στις αντίστοιχες κύριες εισφορές μέχρι να πιστωθεί ολόκληρο το ποσό που καταβλήθηκε.
Αντίθετα το υποκατάστημα του ΙΚΑ ΕΤΑΜ πίστωσε τα καταβληθέντα ποσά από την εργοδότρια σε εξόφληση μόνο του συνόλου των κύριων εισφορών της ΠΕΕ, την οποία και ακύρωσε, παρότι δεν είχαν εισπραχθεί τα αντίστοιχα οίκοθεν πρόσθετα τέλη, τα οποία μετέτρεψε παράνομα σε αυτοτελή καταρτίζοντας ΠΕΠΤ ποσού 610.404,41 ευρώ.
Οι υπάλληλοι του ΙΚΑ καταλόγισαν το καταβληθέν ποσό των 3.923.948,02 ευρώ στο ποσό των οφειλομένων κύριων εισφορών ύψους 3.943.017,54 ευρώ και έτσι προέκυψε υπόλοιπο 19.069,52 ευρώ.
Με αυτό τον τρόπο πίστωσης, δηλαδή την άνευ οίκοθεν προσθέτων τελών εξόφληση των κυρίων εισφορών και με τη σύνταξη της ΠΕΠΤ αυτοτελών προσθέτων τελών μετέτρεψαν κύριες εισφορές ύψους 569.284,28 ευρώ σε αυτοτελή πρόσθετα τέλη και έτσι δόθηκε το δικαίωμα ένστασης, που δεν είχε προηγουμένως η επιχείρηση, αφού η ΠΕΕ είχε καταστεί οριστική λόγω παρόδου άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση ένστασης κατ’ αυτής.
Αν στο ανωτέρω ποσό προστεθούν και τα οίκοθεν πρόσθετα τέλη που αντιστοιχούν στις εισφορές αυτές, τότε η ζημία του ΙΚΑ και αντιστοίχως η ωφέλεια του εργοδότη ανέρχεται στο ποσό των 595.554,91 ευρώ.
Αν δε απορριπτόταν η ένσταση και η ξενοδοχειακή εταιρεία ακολουθούσε τη ρύθμιση του Ν. 3302/2004, τότε θα τύχαιναν έκπτωσης κατά 80% ή 50% κύριες εισφορές ποσού 569.284,28 ευρώ, που κατά τα ανωτέρω είχαν μετατραπεί σε αυτοτελή πρόσθετα τέλη, και έτσι η συνολική ζημία του ΙΚΑ θα ανερχόταν σε 629.476,87 ευρώ.
Σημειωτέον ότι το Γ’ Ταμείο- Είσπραξης Εσόδων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αποδέχθηκε τις ενέργειες των προαναφερομένων κατηγορουμένων, χωρίς να διατυπώσει κάποια αντίρρηση και προέβη στις αντίστοιχες εγγραφές.
Ακολούθως η ξενοδοχειακή εταιρεία υπέβαλε στις 31 Δεκεμβρίου 2004 ένσταση κατά της ΠΕΠΤ ζητώντας την ακύρωση της, επικαλούμενη συχνή απουσία και για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό του νομίμου εκπροσώπου της, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να καταβληθούν οι εισφορές στο διάστημα της απουσίας του και στις 25 Απριλίου 2005 υπέβαλε αίτηση για ρύθμιση οφειλών σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3302/2004.
Το υποκατάστημα του ΙΚΑ ΕΤΑΜ με την από 26 Απριλίου 2005 εισήγηση του προς την Τοπική Διοικητική Επιτροπή (Τ.Δ.Ε.) πρότεινε την απόρριψη της ένστασης.
Κατά τη συζήτηση της ένστασης εμφανίσθηκε για λογαριασμό της εταιρείας ξενοδοχειακής ΕΠΕ ο 3ος κατηγορούμενος Χ. Ρ., ο οποίος δήλωσε ενώπιον της ΤΔΕ ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενισταμένης εταιρείας C. M. S. (4ος κατηγορούμενος), κατά το από 1-1-2002 έως 30-10-2004 χρονικό διάστημα είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας και προσκόμισε σχετικές βεβαιώσεις από νοσοκομεία της αλλοδαπής.
Ακολούθως εκδόθηκε η από 9 Μαΐου 2005 απόφαση της ΤΔΕ του υποκαταταστήματος του ΙΚΑ ΕΤΑΜ, με την οποία έγινε δεκτή κατά πλειοψηφία η ένσταση της επιχείρησης, η οποία απηλλάγη από τα πρόσθετα τέλη, επειδή κρίθηκε, ότι για την εκπρόθεσμη καταβολή των εισφορών συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας.
Στην πορεία η Μ. Κ. απευθύνθηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης, από την οποία ζήτησε, στις 30 Νοεμβρίου 2006, να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο της προσκομισθείσας από την επιχείρηση ιατρικής βεβαίωσης.
Σύμφωνα με επιστολή του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Βιέννης και καθηγητή της Δερματολογικής Πανεπιστημιακής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου του Δήμου Βιέννης, προέκυψε ότι οι βεβαιώσεις ήταν ψευδείς!
Ο 4ος κατηγορούμενος C. M. S. κατά την από 21 Μαΐου 2010 απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας του 1ου Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών κατέθεσε, ότι δεν ήταν άρρωστος, ισχυριζόμενος, ότι το πλαστό έγγραφο προφανώς καταρτίσθηκε στην Ελλάδα από άγνωστο σ’ αυτόν πρόσωπο. Περαιτέρω αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε επαγγελματική συνεργασία με την ξενοδοχειακή εταιρεία!
Το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι οι 1η, 2η, 5ος, 6ος, 7ος και 8ος κατηγορούμενοι προέβησαν σε εσφαλμένους χειρισμούς σε σχέση με την ασφαλιστική τακτοποίηση της εταιρείας, που αναμφισβήτητα οδήγησαν σε παράνομες ενέργειες.
Εντούτοις, ακριβώς λόγω της παρανομίας των σχετικών ενεργειών, που διαπιστώθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο ήταν δυνατή η επανόρθωσή τους, και με τις κατάλληλες ενέργειες, που επακολούθησαν, πράγματι αποκαταστάθηκε πλήρως η νομιμότητα.