Για τις προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η ελληνική οικονομία, παρόλο που υπάρχουν θετικές εξελίξεις, κάνει λόγο ο οίκος αξιολόγησης Fitch σε νέα έκθεσή του για την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης, είναι σημαντικός ο δημοσιονομικός κίνδυνος αφενός από τις δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά των συνταξιούχων και των δημοσίων υπαλλήλων και αφετέρου από το τραπεζικό σύστημα λόγω των «κόκκινων» δανείων.
Παράλληλα, ο Fitch προειδοποιεί πως ο κίνδυνος χρηματοπιστωτικής αστάθειας είναι υπαρκτός, ενώ δεν αποκλείει την επιστροφή των capital controls σε περίπτωση που η δημοσιονομική προσαρμογή εκτροχιαστεί.
Όπως αναφέρει η έκθεση, η αξιολόγηση “ΒΒ-” της Ελλάδας στηρίζεται σε υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ εκείνα των χωρών με αξιολόγηση στην κατηγορία “ΒΒ” και “ΒΒΒ”. Η διακυβέρνηση είναι επίσης σημαντικά ισχυρότερη από ό,τι στις περισσότερες χώρες με παρόμοιο rating. Το προφίλ του χρέους γενικής κυβέρνησης είναι εξαιρετικά ευνοϊκό και οι πρόσφατες δημοσιονομικές επιδόσεις είναι ισχυρότερες σε σχέση με αυτές των άλλων χωρών ίδιας αξιολόγησης. Παρά τους θετικούς αυτούς παράγοντες η ελληνική οικονομία είναι αντιμέτωπη με τέσσερις σημαντικές προκλήσεις, όπως προειδοποιεί ο Fitch. Τα υψηλά αποθέματα χρέους της γενικής κυβέρνησης και καθαρού εξωτερικού χρέους, το ασθενές μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό και το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα, βαραίνουν τις προοπτικές της χώρας.
Πάντως, η ανάκαμψη της επενδυτικής ζήτησης, η μείωση του ποσοστού ανεργίας, το αυξανόμενο διαθέσιμο εισόδημα και η μέτρια δημοσιονομική χαλάρωση έχουν ως στόχο την υποστήριξη της εγχώριας ζήτησης, η οποία θα αντισταθμίσει την αρνητική συμβολή του ΑΕΠ από το καθαρό εμπόριο. Μετά την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,0% το 2018, η Fitch αναμένει ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα επιταχυνθεί στο 2,3% το 2019 και στο 2,2% το 2020. Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την ιδιωτική κατανάλωση ενισχύονται περαιτέρω από την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού στο πλαίσιο της αύξησης της κατανάλωσης, προσθέτει ο οίκος.
Παράλληλα, επισημαίνεται η βελτίωση των δημόσιων οικονομικών της χώρας, καθώς η Ελλάδα σημείωσε πλεόνασμα του προϋπολογισμού ύψους 0,6% του ΑΕΠ το 2018, λόγω των υψηλότερων εσόδων και της συγκράτησης των δαπανών. Αυτό σημαίνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε στο 3,7% του ΑΕΠ. Αναμένει ότι η δημοσιονομική πολιτική δεν θα χαλαρώσει και “βλέπει” πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,4% του ΑΕΠ το 2019 και 3,3% το 2020.
Ωστόσο, όπως τονίζει ο οίκος, παρά τις θετικές εξελίξεις, υπάρχουν δύο σημαντικοί κίνδυνοι στα δημοσιονομικά της Ελλάδας το 2019 και 2020. Ο μεγαλύτερος αφορά τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις κατά των περικοπών των συντάξεων του 2012 και τις εκκρεμείς αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού του 2016. Οι εκτιμήσεις γύρω από το δυνητικό δημοσιονομικό κόστος ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό και εξαρτώνται από τις λεπτομέρειες της τελικής απόφασης. Παρόλο που η κυβέρνηση άσκησε έφεση κατά των αποφάσεων, αυτές οι αποφάσεις συμβάλλουν στην αβεβαιότητα, καθώς η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει έκτακτα μέτρα εάν δεν υπάρξει αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων, όπως επισημαίνει ο Fitch.
Επίσης, ένας άλλος μεγάλος κίνδυνος αφορά τον τραπεζικό κλάδο και το ζήτημα των «κόκκινων» δανείων, τα οποία συνεχίζουν να βρίσκονται στο επίκεντρο της οικονομίας. Η δυναμική χρηματοδότησης βελτιώνεται συνεχώς, αλλά η ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού παραμένει αδύναμη. Η οικονομική ανάκαμψη, οι αυξημένες πωλήσεις «κόκκινων» δανείων, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί και, σε μικρότερο βαθμό, οι εξωδικαστικοί συμβιβασμοί αναμένεται να βοηθήσουν τις τράπεζες να πετύχουν τους νέους στόχους για τα «κόκκινα» δάνεια του SSM έως το 2021 (μεταξύ 17% και 22%).
Ωστόσο, χωρίς πιο ουσιαστικές πρωτοβουλίες, θα είναι δύσκολο να επιταχυνθεί η μείωση των «κόκκινων» δανείων σε έναν ρυθμό που θα στηρίζει πλήρως την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα, κατά την άποψη του οίκου. Τα δύο σχέδια που έχουν προταθεί από το ΤΧΣ και την ΤτΕ είναι θετική εξέλιξη αλλά έχουν σημαντικούς κινδύνους εκτέλεσης και ακόμα πολλούς αγνώστους, ενώ και να εφαρμοστούν οι επιπτώσεις τους δεν θα φανούν φέτος αλλά στο μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Όσον αφορά το πολιτικό σκηνικό, η οίκος αξιολόγησης επισημαίνει πως οι βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν έως τον Οκτώβριο του 2019. Όπως εκτιμά, η δημοσιονομική πειθαρχία θα διατηρηθεί, τη στιγμή που οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαίων πιστωτών έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Αυτό μειώνει τον κίνδυνο η μελλοντική κυβέρνηση να αντιστρέψει δραματικά την πορεία της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο, οι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις πρέπει να διατηρήσουν τα πρωτογενή πλεονάσματα για εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και αυτό μπορεί να δημιουργήσει πολιτικές προκλήσεις.