Δραστηριότητα με οικονομικό αντικείμενο, που προσέγγισε τα 500 εκατ. ευρώ το 2019, είναι –σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς αλλά και φορέων του τουρισμού– οι βραχυχρόνιες μισθώσεις δωματίων ή διαμερισμάτων που γίνονται από επαγγελματίες και όχι από μεμονωμένους ιδιώτες. Εκείνες δηλαδή που αποτελούν στην ουσία τους ξενοδοχειακές υπηρεσίες και όχι οικονομία του διαμοιρασμού. Την εκτίμηση αυτή στηρίζει τόσο μελέτη της Grant Thornton που προσδιορίζει το μερίδιο των βραχυχρόνιων μισθώσεων στις συνολικές ταξιδιωτικές εισπράξεις (18,2 δισ. το 2019) στο 10%, όσο και έρευνα του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων που μιλάει για τζίρο που ξεπέρασε τα 2 δισ. ευρώ το 2019. Σύμφωνα δε με στοιχεία του Συνδέσμου Εταιρειών Βραχυχρόνιας Μίσθωσης Ακινήτων, στην αγορά υπάρχουν επαγγελματίες που διαχειρίζονται από 29 και πάνω ακίνητα ο καθένας, ήτοι ποσοστό 21% του συνόλου, διαχειριστές με 6 έως 20 ακίνητα έκαστος που αντιστοιχεί σε μερίδιο 17% της αγοράς, και τέλος 33% αφορά διαχειριστές με 2 έως 5 ακίνητα ο καθένας. Εάν τα ποσοστά αυτά αναχθούν επί του τζίρου που έχουν καταγράψει οι παραπάνω έρευνες, αντιστοιχούν σε έσοδα από 400 εκατ. έως και 1,4 δισ. ανάλογα με το πού τίθεται το όριο για να θεωρηθεί η δραστηριότητα οιονεί ξενοδοχειακή επιχείρηση και όχι οικονομία διαμοιρασμού.
Με δεδομένο ότι κατά τα τελευταία δύο έτη της υγειονομικής κρίσης τα μερίδια των βραχυχρόνιων μισθώσεων επί του συνολικού, έστω και μειωμένου, τζίρου έχουν σύμφωνα με πηγές της αγοράς μεγεθυνθεί, οι ξενοδόχοι εγείρουν θέμα αθέμιτου ανταγωνισμού. Επί του παρόντος, το ρυθμιστικό πλαίσιο προβλέπει σε γενικές γραμμές πως αν παρέχονται οποιεσδήποτε υπηρεσίες οι επιχειρήσεις πρέπει να αδειοδοτούνται από την Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού και να αντιμετωπίζονται ως ξενοδοχεία. Εφόσον δεν παρέχουν υπηρεσίες πρέπει να είναι γραμμένα στο μητρώο βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Στην αγορά υπάρχουν επαγγελματίες που διαχειρίζονται άνω των 29 ακινήτων ο καθένας.
Ωστόσο φαίνεται πως έχει δημιουργηθεί μία γκρίζα περιοχή την οποία το ρυθμιστικό πλαίσιο στην Ελλάδα ακόμα δεν έχει αποσαφηνίσει. Αλλά η κατάσταση πλησιάζει το σημείο τήξης, αφού το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων αξιολογούν τις νομικές εναλλακτικές για να προστατέψουν τα συμφέροντά τους, ενώ και ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων καλεί τους αρμόδιους να επιληφθούν του ζητήματος.
Μιλώντας στην «Κ», ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Ρέτσος σημειώνει ότι «ο ΣΕΤΕ διαχρονικά υποστηρίζει τις νέες επενδύσεις, σε όλους τους κλάδους του τουρισμού, οι οποίες δημιουργούν θέσεις εργασίας και πλούτο στις τοπικές κοινωνίες και στην οικονομία της χώρας μας. Με μία όμως προϋπόθεση: τον σεβασμό στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, το οποίο και διασφαλίζει τον υγιή ανταγωνισμό. Οι πολύ θετικές προοπτικές του τουρισμού μας προσελκύουν συνεχώς επενδυτές, ακόμα και εκτός του ευρύτερου τουριστικού τομέα. Είναι όλοι ευπρόσδεκτοι, αρκεί να σέβονται τη μία και μοναδική αυτή προϋπόθεση». Συνεχίζει μάλιστα, επισημαίνοντας πως «για παράδειγμα, η πρόσφατη αναγγελία επένδυσης, η οποία περιγράφει τη δημιουργία καταλύματος στην Αθήνα με πλήρεις υπηρεσίες που το κατατάσσουν αυτόματα ως ξενοδοχείο (δωμάτια, εστιατόρια, υποδοχή, γυμναστήριο, συνεδριακή αίθουσα), αντ’ αυτού όμως χαρακτηρίζεται από τον επενδυτή κτίριο που θα αναπτύξει το κομμάτι της βραχυχρόνιας μίσθωσης, δεν μπορεί παρά να κριθεί αρνητικά». Θυμίζει δε ότι «η Πολιτεία έχει ξεκάθαρα ορίσει τι είναι ξενοδοχείο και πώς λειτουργεί η βραχυχρόνια μίσθωση και έχει και τους απαραίτητους ελεγκτικούς μηχανισμούς για να διασφαλίσει ότι η δημιουργία των νέων προϊόντων θα βοηθήσει τον υγιή ανταγωνισμό και θα είναι σε όφελος του καταναλωτή».
Από την πλευρά του και ο υπουργός Τουρισμού Βασίλης Κικίλιας, ερωτηθείς σχετικά από την «Κ», υπογραμμίζει ότι «οι κανόνες του παιχνιδιού είναι συγκεκριμένοι και ισχύουν για όλους. Υπάρχει διακριτό νομικό πλαίσιο που διέπει τις επιχειρήσεις τουριστικών καταλυμάτων όσο και τις επιχειρήσεις βραχυχρόνιας μίσθωσης που δεν αποτελούν τουριστικά καταλύματα. Οι υπηρεσίες του υπουργείου προβαίνουν σε στοχευμένους ελέγχους σε περιπτώσεις επιχειρήσεων βραχυχρόνιας μίσθωσης που παρέχουν κατά παράβαση τουριστικές υπηρεσίες και αποδίδουν τα ανάλογα πρόστιμα».
Πηγή kathimerini.gr