Συνέντευξη στην
Πέγκυ Ντόκου
Την αισιοδοξία του ότι η βελτίωση του κλίματος με την έξοδο από τα Μνημόνια θα φέρει επενδύσεις στην ελληνική οικονομία, εκφράζει σήμερα σε συνέντευξή του στην «δ» ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Αλέξης Χαρίτσης. Επιπλέον, μιλάει για τα έργα στο Βόρειο και Νότιο Αιγαίο, για τις προσπάθειες που έχουν να κάνουν με την ΠΝΑΙ και την μετά το 2020 εποχή, για τους δείκτες απορροφητικότητας εκφράζοντας την πεποίθηση ότι «κρίνοντας από τις συμμαχίες που έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο και με άλλες χώρες, νομίζω ότι είναι μια μάχη την οποία μπορούμε να κερδίσουμε…».
Η συνέντευξη αναλυτικά:
• Κύριε Χαρίτση να ξεκινήσουμε με τα έργα στο Βόρειο και Νότιο Αιγαίο στα οποία αναφερθήκατε στην ομιλία σας στο συνέδριο για να μας δώσετε μια εικόνα.
Όσον αφορά τα έργα, να πω ότι η πρωτοβουλία την οποία ανελάβαμε ως ΥΠΟΙΚ πριν από ένα χρόνο περίπου για να εκπονήσουμε τα Ειδικά Αναπτυξιακά Προγράμματα για το Βόρειο και Νότιο Αιγαίο -φάνηκε και στην συζήτηση που έγινε στο Συνέδριο με τους φορείς της περιοχής- έχει αγκαλιαστεί απ’ όλους. Είναι μια προσπάθεια που αντιμετωπίζεται πάρα πολύ θετικά γιατί έρχεται να ικανοποιήσει μια σημαντική ανάγκη της τοπικής οικονομίας, η οποία δεν καλύπτεται από άλλους χρηματοδοτικούς πόρους. Το γεγονός λοιπόν ότι ξεκινήσαμε ένα πρόγραμμα που μας δίνει την δυνατότητα να υλοποιήσουμε έργα σε όλα τα νησιά του Αιγαίου, πέραν των πόρων που έχουμε διαθέσει από το ΕΣΠΑ και από το ΠΔΕ για την Περιφέρεια (μιλάμε για επιπλέον πόρους, για έργα που δεν θα έβρισκαν άλλον τρόπο χρηματοδότησης) νομίζω πως είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό και κυρίως, αυτή η διαδικασία των Ειδικών Αναπτυξιακών Προγραμμάτων έβαλε τους τοπικούς φορείς σε μία λογική να καταθέσουν προτάσεις ώριμες, προτάσεις για έργα τα οποία έχουν ανάγκη οι τοπικές κοινωνίες. Μιλάμε για έργα υποδομών, για έργα που έχουν σχέση με την ύδρευση, αποχέτευση, αφαλατώσεις αλλά και με παρεμβάσεις που σχετίζονται με την αξιοποίηση του πολιτιστικού αποθέματος της περιοχής και την σύνδεσή του με τον Τουρισμό, όπως επίσης και σημαντικές δράσεις για την τοπική επιχειρηματικότητα για τις επιχειρήσεις των νησιών, για τις οποίες νομίζουμε ότι ειδικά για την σημερινή συγκυρία είναι πολύ σημαντικές. Και βεβαίως, είχαμε την ευκαιρία να ανακοινώσουμε πως πέραν των έργων που είχαν ενταχθεί (για τα οποία αναγκαστήκαμε να υπερ-διπλασιάσουμε τον αρχικό προϋπολογισμό, ακριβώς επειδή ήταν πολύ μεγάλη η ζήτηση και πολλές οι προτάσεις που κατατέθηκαν, ξεπερνώντας τα 100εκ. ευρώ) τρεις ακόμη πολύ σημαντικές παρεμβάσεις, δύο από την ΠΝΑΙ και μία από το ΕΒΕΔ, εντάσσονται σε αυτά τα προγράμματα. Είναι παρεμβάσεις που σχετίζονται με την γαστρονομική ταυτότητα της περιοχής και κάνουν αυτό που για εμάς, αποτελεί σημαντική προτεραιότητα και σε εθνικό επίπεδο: η σύνδεση της αγροτικής παραγωγής, της μεταποιητικής δραστηριότητας και του Τουρισμού (που ειδικά σε αυτή την περιοχή έχει ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα σε σχέση με άλλες περιοχές της χώρας) είναι πολύ σημαντική ώστε να μην μένουμε στον Τουρισμό ως μια αυτοτελή δραστηριότητα στην ελληνική οικονομία αλλά να τον αξιοποιούμε για να τον συνδέσουμε και με άλλους τομείς, εξίσου σημαντικούς που μπορούμε να τους ενισχύσουμε.
• Στην ΠΝΑΙ βρισκόμαστε σε ικανοποιητικό επίπεδο όσον αφορά την απορροφητικότητα; Επίσης θα ήθελα να μας μιλήσετε και για την επόμενη προγραμματική περίοδο.
Νομίζω πως ναι. Η απορρόφηση των προγραμμάτων πάει πάρα πολύ καλά. Αυτό αποτυπώνεται και στους σχετικούς πίνακες και είναι ένα επιχείρημα το οποίο εμείς το χρησιμοποιούμε στην Ευρώπη, μαζί με τις συνολικές απορροφήσεις που έχουμε σε εθνικό επίπεδο σε σχέση με την επόμενη περίοδο. Γιατί βεβαίως, η συζήτηση αυτή έχει ανοίξει και κακά τα ψέματα είναι δύσκολη. Είναι μια διαπραγμάτευση η οποία δεν αφορά μόνον την Ελλάδα αλλά όλα τα κράτη – μέλη ενώ υπάρχουν και δυνάμεις στην Ευρώπη που μιλούν για μείωση των πόρων των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων κι εμείς θεωρούμε πως αν αυτό γίνει, θα αποτελέσει μια ολέθρια επιλογή για την Ε.Ε. Αντ’ αυτού εμείς θεωρούμε πως πρέπει να αυξηθούν οι πόροι για την πολιτική συνοχής γιατί είναι ακριβώς αυτή η πολιτική, που δίνει την δυνατότητα σε όλες τις περιφέρειες σε όλη την Ευρώπη –πόσω μάλλον τις δικές μας που έχουν υποστεί την κρίση περισσότερο από όλες τις άλλες- να αντιμετωπίσουν αυτές τις συνέπειες, να προσελκύσουν επενδύσεις, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, να βρεθούν και πάλι στον δρόμο της ανάπτυξης. Δίνουμε αυτή την μάχη και ειδικά για τα νησιά, πρέπει να πω ότι η μάχη αυτή συνοδεύεται με την πρωτοβουλία που έχουμε αναπτύξει το τελευταίο διάστημα, για αλλαγή των κριτηρίων σε σχέση με τον καταμερισμό των πόρων.
• Είναι μια δύσκολη μάχη κύριε Χαρίτση; Και τι γίνεται με τον Στόχο-2;
Να μην προτρέχουμε… Είναι πράγματι μια δύσκολη μάχη την οποία πρέπει να δώσουμε. Αυτό το οποίο κάνουμε εμείς αυτή την στιγμή είναι το εξής: εμείς θέτουμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ζήτημα της νησιωτικότητας. Ότι δηλαδή, η κατανομή των πόρων ανά περιφέρεια, δεν μπορεί να γίνεται μόνο βάσει του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, πρέπει να λαμβάνει υπόψη και άλλα κριτήρια, όπως είναι οι δείκτες ανεργίας, φτώχειας και νησιωτικότητας. Για εμάς αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για τις νησιωτικές περιφέρειές μας, ώστε να μην υπάρξουν οι αδικίες που υπήρξαν σε προηγούμενες περιόδους το 2014, όταν έγινε η κατανομή των πόρων της τρέχουσας περιόδου. Γνωρίζετε ότι οι περιφέρειες του Αιγαίου, και ειδικά η ΠΝΑΙ που εντάχθηκε στον περίφημο Στόχο-2, ουσιαστικά αδικήθηκε από αυτή την κατανομή. Γι αυτό δίνουμε αυτή την μάχη μαζί με την ΠΝΑΙ, τους τοπικούς φορείς έτσι ώστε να μπορέσουμε να αλλάξουμε τον χάρτη των κριτηρίων και οι κατανομές των πόρων να γίνεται βάσει της πραγματικής εικόνας της οικονομικής κατάστασης των περιφερειών. Η κατάταξη της ΠΝΑΙ στον Στόχο-2 αποφασίστηκε το 2014 και αφορά την προγραμματική περίοδο έως το 2020. Δεν θα αλλάξει μέχρι τότε. Εμείς συζητάμε τι θα κάνουμε στο «μετά». Γι αυτό προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε έγκαιρα για μετά το 2020. Κρίνοντας πάντα από τις συμμαχίες που έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο και με άλλες χώρες, νομίζω ότι είναι μια μάχη την οποία μπορούμε να κερδίσουμε.
• Είστε αισιόδοξος ότι μπορεί η Ελλάδα να προσελκύσει επενδύσεις;
Νομίζω ότι τα ίδια τα στοιχεία δείχνουν ότι το 2017 με την σημαντική βελτίωση συνολικά του κλίματος στην οικονομία (τα επίσημα στοιχεία) έδειξαν ότι οι ξένες επενδύσεις έφτασαν σε επίπεδα προ-κρίσης, δηλαδή του 2009. Δηλαδή μιλάμε για μια πολύ σημαντική βελτίωση σε σχέση με όλα τα προηγούμενα χρόνια που βρισκόμασταν μέσα στην κρίση. Αυτό είναι ένα πολύ καλό πρώτο βήμα. Εμείς όμως, δεν μπορούμε να μείνουμε σε αυτό, γιατί κακά τα ψέματα, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία απαιτεί την προσέλκυση ακόμη περισσότερων επενδύσεων. Γίνεται λοιπόν μια πολύ μεγάλη προσπάθεια τόσο σε σχέση με την μεγάλη εικόνα –με το γεγονός ότι η χώρα βγαίνει πλέον από τα μνημόνια, αποκαθίσταται η αξιοπιστία της διεθνώς, δημιουργείται ένα αίσθημα εμπιστοσύνης ότι επιστρέφει η σταθερότητα αλλά πέρα από όλα αυτά, εμείς προσπαθούμε και με συγκεκριμένες παρεμβάσεις να δώσουμε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση σε αυτή την επενδυτική δραστηριότητα η οποία έρχεται. Δηλαδή, με συγκεκριμένα χρηματοδοτικά εργαλεία που έχουμε δημιουργήσει το τελευταίο διάστημα τα οποία έχουν σαν στόχο να προσελκύσουν περισσότερα κεφάλαια στην ελληνική οικονομία. Αυτό νομίζουμε ότι είναι πάρα πολύ κρίσιμο. Μόλις πριν λίγες μέρες μιλήσαμε με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων, για την δημιουργία ενός νέου Ταμείου Συμμετοχών, το οποίο ενισχύει ελληνικές ΜμΕ νεοφυείς επιχειρήσεις –καθώς υπάρχει πολύ ανθρώπινο δυναμικό στην χώρα μας σε αυτό τον τομέα- μαζί με πόρους από το ΕΣΠΑ αλλά και ιδιωτικά κεφάλαια που θα έρθουν να συμπληρώσουν αυτούς τους πόρους, έχουμε τη δυνατότητα να προσελκύσουμε επενδύσεις, στοχευμένα, εκεί που πραγματικά μπορούν να αποδώσουν στην ελληνική οικονομία. Αυτό είναι για εμάς το βασικό στοίχημα και όλη η προσπάθεια που γίνεται, είναι σε αυτή την κατεύθυνση.