Θα μπορούσε να αποτελέσει μία από τις πιο δυναμικές, ειδικές μορφές τουρισμού, συνδέοντας τον πρωτογενή τομέα, ενισχύοντας τη θέση του ελληνικού κρασιού στη διεθνή αγορά και εμπλουτίζοντας το brand της χώρας στο εξωτερικό. «Αλίμονο όμως αν περιορίσουμε τον οινοτουρισμό στις γευσιγνωσίες και στα καταλύματα εντός των αμπελώνων», καθώς η δραστηριότητα αυτή «περνά από την ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος και της ιστορίας ενός τόπου» σημειώνει ο αναπληρωτής καθηγητής Αμπελοοινικού Δικαίου του Πανεπιστημίου της Reims στη Γαλλία, διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου και από τον Φεβρουάριο πρόεδρος του Ινστιτούτου Αμπέλου και Οίνου Καμπανίας (Institut Georges Chappaz) κ. Θεόδωρος Γεωργόπουλος, παίρνοντας το παράδειγμα της Καμπανίας, όπου ζει τα τελευταία έντεκα χρόνια.
Από τους πλέον ειδήμονες για το κρασί, ως δικηγόρος και μέλος ΔΣ της Διεθνούς Ενωσης Νομικών του Κρασιού (AIDV), η οποία αριθµεί 300 µέλη σε 45 χώρες, θα συμμετέχει στο ετήσιο συνέδριό της, που πραγματοποιείται από τις 2 ως τις 4 Οκτωβρίου στη Σαντορίνη. «Το ελληνικό κρασί εκπροσωπεί ένα μικρό ποσοστό του ΑΕΠ, είναι ωστόσο από τους πλέον εξωστρεφείς κλάδους, ακόμη και σε περίοδο παρατεταμένης κρίσης» αναφέρει. Και τονίζει ότι για την ανάπτυξή του στο εξωτερικό απαιτείται «χρόνος, έμφαση στις γηγενείς ποικιλίες, διασύνδεση με τον τουρισμό και καλή οργάνωση ως προς τις δράσεις προβολής και προώθησης».
«Εχουμε πολύ δρόμο»
Στη διάδοσή του ο τουρισμός είναι βασικός καταλύτης, όπως και οι συνέργειες με τα ξενοδοχεία. Αυτές «πρέπει να βασιστούν στην πεποίθηση ότι η ανάδειξη του ελληνικού κρασιού, όπως και της ελληνικής γαστρονομίας, είναι αμοιβαία επωφελής» υπογραμμίζει.
Ομως «αν αποκλειστική επιδίωξη του ξενοδοχείου είναι η συμπίεση του κόστους, μοιραία θα επιλέξει ανώνυμο, φθηνό και σε πολλές περιπτώσεις κακής ποιότητας κρασί». Αντίθετα, αν το ξενοδοχείο «έχει τη φιλοδοξία να προσφέρει ποιοτικές υπηρεσίες μέσω της ανάδειξης του οινικού και γαστρονομικού πλούτου της Ελλάδας, ως στοιχείο του πολιτισμού της, τότε οι δυνατότητες είναι πολλές». Εξάλλου, «το παράδειγμα του «ελληνικού πρωινού» είναι χαρακτηριστικό, ωστόσο «έχουμε πολύ δρόμο ακόμη στην κατεύθυνση της εκπαίδευσης και γενικότερα της οινικής κουλτούρας και τα βήματα προσέγγισης πρέπει να γίνουν τόσο από την οινοποιία όσο και από τους ξενοδόχους».
Αναγνωρισιμότητα
Οι οινοπαραγωγοί στρέφονται στους ξένους τουρίστες που επισκέπτονται τη χώρα, για να αυξήσουν την αναγνωρισιμότητα των ελληνικών κρασιών και τις πωλήσεις τους στο εξωτερικό. Σε αυτή την κίνηση εντάσσονται και οι «Δρόμοι του κρασιού». Ωστόσο, «για τους “Δρόμους του κρασιού” έχει δοθεί η λανθασμένη εντύπωση ότι αρκούν η επιλογή διαδρομών, στις οποίες συναντά κανείς οινοποιεία και αμπελώνες, και η σήμανσή τους. Μια τέτοια προσέγγιση είναι αφελής και βεβαίως επιφυλάσσει απογοητεύσεις» δηλώνει. «Οι “Δρόμοι του κρασιού” αναφέρονται σε ένα οινικό ταξίδι, μια διαδρομή στην αισθητική, στο φυσικό περιβάλλον, στην ιστορία, στην κουλτούρα και στην αμπελοοινική τεχνογνωσία ενός τόπου. Η γεύση του κρασιού είναι το επιστέγασμα, το τέλος αυτής της διαδρομής. Αντιλαμβάνεται έτσι κανείς τη δουλειά που απαιτείται σε πολλαπλό επίπεδο, τη συνέπεια και τη συνέχεια που χρειάζονται για να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις ανάδειξης των “Δρόμων των κρασιού”. Ανάλογα ισχύουν για την περίπτωση του οινοτουρισμού» συμπληρώνει.
«Σημαντική οινοτουριστική προοπτική για τη χώρα» ανοίγει το νομικό καθεστώς του επισκέψιμου οινοποιείου που πρόσφατα θεσμοθέτησε η πολιτεία. «Ομως ο οινοτουρισμός είναι ευρύτερη έννοια και ανάλογες πρέπει να είναι οι παρεμβάσεις της πολιτείας. Για παράδειγμα, θα πρέπει κάποτε η ελληνική πολιτεία να ρυθμίσει τις χρήσεις γης εντός των ζωνών παραγωγής οίνων με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης, προκειμένου να προστατεύσει την αισθητική του τοπίου και την ποιότητα του περιβάλλοντος, τα οποία είναι εγγενή στοιχεία του ποιοτικού οινοτουρισμού. Η ευθύνη και της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι προκειμένω μεγάλη». Επιπλέον, «θα πρέπει η πολιτεία να αναμορφώσει επιτέλους το καθεστώς των συλλογικών αγροτικών οργανώσεων, αναγνωρίζοντας τοπικά αμπελοοινικά συμβούλια διεπαγγελματικού χαρακτήρα», τα οποία «θα αυτοδιαχειρίζονται τον τοπικό αμπελώνα διαθέτοντας ρυθμιστικές αρμοδιότητες και αποφασίζοντας έτσι και για τα ζητήματα του οινοτουρισμού. Τέλος, οι ίδιοι οι οινοποιοί, αλλά και οι αμπελουργοί μέσω αντιπροσωπευτικών φορέων, θα πρέπει να αντιληφθούν τον οινοτουρισμό ως συλλογική δράση που αποφέρει και ατομικό κέρδος λόγω της προστιθέμενης αξίας που γεννά και να κινηθούν αναλόγως. Υπάρχει έλλειμμα συλλογικής συνείδησης στο ελληνικό κρασί» καταλήγει.
Ανάπτυξη στο εξωτερικό
Τομές στην παραγωγή, στην προβολή και στην ανταγωνιστική τιμή
Τα τελευταία χρόνια «έχει βελτιωθεί σημαντικά η εικόνα του ελληνικού κρασιού στη διεθνή αγορά», αντιπροσωπεύει όμως «λιγότερο από το 1% της παγκόσμιας παραγωγής» υποστηρίζει ο κ. Γεωργόπουλος. Οι προοπτικές του «είναι μάλλον «αντίρροπες», μια και, «ενώ σε επίπεδο ποιοτικής αναβάθμισης, διεύρυνσης του κύκλου των εγχώριων οινοφίλων και αναγνωρισιμότητας στο εξωτερικό τα πράγματα βαίνουν καλώς, ο ελληνικός αμπελώνας συρρικνώνεται», την ώρα που οι οινοπαραγωγικές χώρες ανά τον κόσμο αυξάνονται. Ωστόσο, στόχος του ελληνικού κρασιού «δεν είναι να καθιερωθεί ως “παίκτης” στη διεθνή αγορά αλλά να είναι αναγνωρίσιμο ως ένα ποιοτικό κρασί, προϊόν ενός όμορφου μικρού τόπου, με εξαιρετικές ποικιλίες που οινοποιούνται από ανθρώπους με μεράκι. Αυτό είναι το στοίχημα. Η αυξανόμενη ζήτηση για τον ελληνικό οίνο που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στηρίζεται σε αυτή την προσέγγιση» εξηγεί.
Ως αγορά-στόχος «σταθερή προτεραιότητα ήταν και παραμένουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς και η Γερμανία», ενώ άλλες χώρες, όπως η Ρωσία και η Πολωνία, «μπορούν να αποδειχθούν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες» λόγω και της αθρόας προσέλευσης τουριστών αλλά και της γεωγραφικής εγγύτητας. Στις δράσεις που απαιτούνται, πέρα από την ανάδειξη μέσω του τουρισμού, τη συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις, τις συνέργειες με τις κατά τόπους ελληνικές πρεσβείες κ.τ.λ., «θα πρέπει να υπάρξουν τομές και στο επίπεδο της παραγωγής – για την οποία δεν μιλάει σχεδόν κανείς – προκειμένου να δημιουργηθούν οικονομίες κλίμακος επιτρέποντας την παραγωγή ποιοτικού κρασιού σε ικανοποιητικές ποσότητες και ανταγωνιστική τιμή». Ενώ και «η προβολή του ελληνικού κρασιού είναι σημαντική, αλλά έπεται της βελτίωσης των όρων παραγωγής. Πόσοι καταναλωτές έχουν σκεφθεί γιατί ένα μπουκάλι ελληνικό κρασί κοστίζει περισσότερο από ένα αξιοπρεπέστατο από την άλλη άκρη του κόσμου; Δεν είναι αναγκαστικά επειδή ο έλληνας οινοπαραγωγός ή αμπελουργός έχει μεγαλύτερο κέρδος» υπογραμμίζει.