Απελευθέρωση ομαδικών απολύσεων, θεσμοθέτηση της ανταπεργίας (λοκ άουτ), περαιτέρω ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, πιο δύσκολες απεργίες και άλλα μέτρα που επιτείνουν την απορρύθμιση της ελληνικής αγοράς εργασίας ρίχνει στο τραπέζι του διαλόγου το ΔΝΤ.
Η μάχη του φθινοπώρου για τη μεταρρύθμιση των εργασιακών προβλέπεται σκληρή, καθώς ελληνική κυβέρνηση και δανειστές τραβούν τις «κόκκινες γραμμές» τους.
Ελληνες αξιωματούχοι κάνουν λόγο για θέσεις που οδηγούν σε «υπερβολική απορρύθμιση» και εκπορεύονται από το ΔΝΤ, δίνοντας τον τόνο του σκληρού μπρα ντε φερ που εξελίσσεται στις κουίντες της επίσημης διαβούλευσης. Στον αντίποδα, η ελληνική πλευρά χαράσσει την άμυνά της στην απόκρουση οποιασδήποτε ρύθμισης θα επιδείνωνε το σημερινό καθεστώς, ενώ στοχεύει στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ιδίως των κλαδικών.
Εν όψει της κρίσιμης μεταρρύθμισης του Σεπτεμβρίου, το Ταμείο θέτει τη δική του ατζέντα, που δίνει συνέχεια στο νήμα της απορρύθμισης της ελληνικής αγοράς εργασίας. Στο επίκεντρο βρίσκεται το ισχύον καθεστώς για τις ομαδικές απολύσεις. Η ελληνική πλευρά είναι έτοιμη να δώσει μάχη για να μην αλλάξουν επί τα χείρω τα σημερινά όρια (τον μήνα επιτρέπονται έως 6 απολύσεις για επιχειρήσεις με 20 – 150 εργαζόμενους και 5% ή έως 30 εργαζόμενους για επιχειρήσεις με περισσότερους από 150), αν και η σχετική κοινοτική οδηγία δίνει μεγαλύτερη ευελιξία στον εργοδότη.
Απολύσεις που ξεπερνούν τα όρια θεωρούνται ομαδικές και απαιτούν διοικητική έγκριση από το υπουργείο Εργασίας. Μετά τη δυσμενή γνωμοδότηση του γενικού Εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, στην ελληνική πλευρά επικρατεί η άποψη ότι η ευθύνη για την έγκριση ή μη ομαδικών απολύσεων θα μπορούσε να περάσει σε μια δημόσια αρχή όπως ο ΟΜΕΔ (Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας) ή ακόμη και ο ΟΑΕΔ. Το κεφάλαιο που «καίει» την ελληνική πλευρά είναι η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ως μηχανισμού διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού.
Το δεύτερο Μνημόνιο όριζε πως εντός του 2016 πρέπει να καθοριστεί από την κυβέρνηση ο νέος μηχανισμός υπολογισμού του κατώτατου μισθού, προκειμένου να ισχύσει μετά τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής (όχι πριν το 2017). Το τρίτο Μνημόνιο «πάγωσε» τη διαδικασία, μέχρι να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση.
Τώρα η κυβέρνηση θέλει να επαναφέρει το προ μνημονίων καθεστώς, όταν τον κατώτατο μισθό όριζαν οι κοινωνικοί εταίροι. «Το θέμα του προσδιορισμού του κατώτατου μισθού αποτελεί αντικείμενο της διαπραγμάτευσης που έχει σκοπό την πλήρη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων», αναφέρει το υπουργείο Εργασίας. Στο κεφάλαιο του κατώτατου μισθού «κουμπώνει» και η τύχη των παγωμένων σήμερα τριετιών όπως και των επιδομάτων που έχουν απομείνει. Οι δανειστές έχουν ζητήσει επανειλημμένα την κατάργησή τους. Η «κόκκινη γραμμή» άμυνας σε κατώτατο μισθό-τριετίες-επιδόματα τίθεται από την ελληνική πλευρά κατ’ ελάχιστον στη μη οπισθοχώρηση από το σημερινό καθεστώς.
Πρωταρχική επιδίωξη του υπουργείου Εργασίας είναι η αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με έμφαση στις κλαδικές. Από τις περίπου 200 κλαδικές συμβάσεις που υπήρχαν πριν την κρίση, σήμερα απομένουν λιγότερες από 10. Η ελληνική πλευρά δίνει επίσης μεγάλη σημασία στην επαναφορά της «επεκτασιμότητας» των συλλογικών συμβάσεων, ώστε να καλύπτουν το σύνολο των εργαζομένων του κλάδου.
Στον αντίποδα, υπάρχουν οι θέσεις του ΔΝΤ που «δείχνει» προς τον δρόμο της περαιτέρω ελαστικοποίησης, μέσω συμβάσεων νέου… τύπου. Το Ταμείο επιθυμεί να μπουν στο μικροσκόπιο των εμπειρογνωμόνων, στο πλαίσιο των «βέλτιστων πρακτικών» που εφαρμόζονται στην Ευρώπη, μορφές εργασίας όπως η «μικροεργασία», στην οποία προβλέπονται πολύ χαμηλές αμοιβές χωρίς ασφαλιστική κάλυψη, τα «συμβόλαια μηδενικών ωρών» που αντιστοιχούν σε απασχόληση όποτε επιθυμεί ο εργοδότης, καθώς και διάφορες παραλλαγές αυτών, όπως «συμβόλαια λίγων ωρών ή «συμβόλαια με το τηλέφωνο» κ.ά.
ΕΘΝΟΣ