«Εντός παιδιάς» η έξοδος της χώρας στις αγορές, σύμφωνα με έκθεση του οίκου, με τίτλο «Καθαρή έξοδος με ελάφρυνση χρέους του επίσημου τομέα». Βλέπει πιθανότητα νέας παρέμβασης στο χρέος μεσοπρόθεσμα και de facto μετατροπή των κρατικών δανείων σε «junior» χρέος. Ο πολιτικός κίνδυνος και η Ιταλία.
Θετική και προς τη σωστή κατεύθυνση θεωρεί η Goldman Sachs τη συμφωνία του Eurogroup, σε σημερινή της έκθεση, με τίτλο «Ελλάδα: Καθαρή έξοδος με ελάφρυνση χρέους του επίσημου τομέα».
Η έκθεση καταγράφει τα βασικά σημεία της συμφωνίας:
Α) Ευμέγεθες μαξιλάρι ρευστότητας για την έξοδο από το πρόγραμμα.
Β) Μέτρα ελάφρυνσης χρέους για να διασφαλιστεί ότι οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες παραμένουν εντός του ορίου του 15-20% του ΑΕΠ, που θεωρείται στόχος από το ΔΝΤ
Γ) Πλαίσιο που να εξασφαλίζει ότι οι μελλοντικές κυβερνήσεις θα διασφαλίσουν τη δημοσιονομική ορθότητα και θα ολοκληρώσουν τις μεταρρυθμίσεις. Παράλληλα υπεγράφη συμφωνία για συνεχιζόμενη τεχνική βοήθεια στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Σε ό,τι αφορά τη δόση, η Goldman Sachs επισημαίνει ότι τα 15 δισ. ευρώ θα μοιραστούν σε δύο λογαριασμούς: ένας με 5,5 δισ. ευρώ για την εξυπηρέτηση χρέους και ο άλλος με 9,5 δισ. ευρώ για το «μαξιλάρι», ώστε να χρησιμοποιηθεί όταν απαιτηθεί. Πιθανές κινήσεις ενεργητικής διαχείρισης του χρέους θα συμφωνηθούν μεταξύ της Αθήνας και των δανειστών.
Αφού καταγράφει τα μέτρα που αποφασίστηκαν για το χρέος, η έκθεση δίνει έμφαση σε δύο στοιχεία: την επανεξέταση το 2032 του κατά πόσον απαιτείται νέα παρέμβαση προκειμένου να παραμείνει εντός του στόχου (μέγιστο κόστος εξυπηρέτησης 15-20% του ΑΕΠ), υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι δεσμεύσεις, αλλά και στην ενεργοποίηση, αν χρειαστεί, προληπτικού μηχανισμού με μέτρα όπως περαιτέρω επέκταση λήξεων και περίοδο χάριτος.
Ανάλυση βιωσιμότητας χρέους και στόχοι πρωτογενούς πλεονάσματος
Η Ελλάδα δεσμεύτηκε να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και από εκεί και πέρα να συνεχίσει να διασφαλίζει πως οι δημοσιονομικές της δεσμεύσεις ευθυγραμμίζονται με το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ. Σύμφωνα με την ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αυτό θα απαιτούσε πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο από το 2023 έως το 2060.
Δεδομένου του ευμεγέθους μεριδίου του δανείου του επίσημου τομέα, η βιωσιμότητα του χρέους εκτιμάται κυρίως στη βάση των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής κυβέρνησης (GFN). Συγκεκριμένα, οι δημοσιονομικοί στόχοι έχουν οριστεί ώστε οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες να παραμείνουν χαμηλότερες του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και χαμηλότερα του 20% του ΑΕΠ στη συνέχεια, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα πως το χρέος παραμένει σε βιώσιμο πτωτικό μονοπάτι.
Μια θετική συμφωνία για τους ελληνικούς τίτλους
Κατά την εκτίμηση της Goldman Sachs, η συμφωνία που επιτεύχθηκε χθες το βράδυ από το Eurogroup και τις ελληνικές αρχές είναι θετική και πηγαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση. Οι τρεις προαναφερθέντες όροι είναι αυτοί που, στην πρόσφατη έκθεσή της για την Ελλάδα, η GS υποστήριζε πως ήταν απαραίτητοι ώστε η Ελλάδα να επιστρέψει βιώσιμα στις αγορές και οι ελληνικοί τίτλοι να συσχετιστούν και πάλι με τους αντίστοιχους τίτλους της ευρωπεριφέρειας.
Βραχυπρόθεσμα, λόγω του «μαξιλαριού» ρευστότητας, των θετικών προοπτικών ανάπτυξης στην Ελλάδα και την ευρωζώνη και της πολύ διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, η χώρα θα μπορέσει να κάνει μια επιτυχημένη επιστροφή στην αγορά, αν και τα ελληνικά ομόλογα θα επηρεαστούν από τις εξελίξεις στην Ιταλία.
Σε πιο μεσοπρόθεσμη βάση, η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους της Goldman Sachs δείχνει πως ο δημοσιονομικός στόχος που ετέθη για την Ελλάδα είναι απαιτητικός και πως οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα αυξηθούν πάνω από το εύρος του 15-20% υπό τις πιο ρεαλιστικές υποθέσεις για το πρωτογενές πλεόνασμα ή και την ονομαστική ανάπτυξη.
Εντούτοις, το Eurogroup παραδέχθηκε τον Μάιο του 2016 και ξανά χθες πως σε πιο δυσμενή μακροοικονομικά σενάρια θα μπορούσαν να εξεταστούν κάποια περαιτέρω μέτρα, σε όρους reprofiling του χρέους του επίσημου τομέα και των δημοσιονομικών στόχων, υπό την προϋπόθεση πως υπάρχει ευρεία τήρηση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας που υπογραμμίζεται στο Σχέδιο Συνεργασίας και Στήριξης. Επίσης, η δέσμευση για επανεξέταση ενός περαιτέρω reprofiling του δανείου του EFSF στο τέλος της περιόδου χάριτος, το 2032, τονίζει πως de facto το δάνειο του επίσημου τομέα θεωρείται υποδεέστερο (junior) του δανείου του ιδιωτικού τομέα. Μια περαιτέρω επέκταση της ωρίμανσης αυτού του δανείουείναι το βασικό σενάριο, κατά την εκτίμηση της Goldman Sachs, υπό την προϋπόθεση πως η Ελλάδα θα διατηρήσει δημοσιονομικά υπεύθυνες οικονομικές πολιτικές.
Σε αυτό το «σταυροδρόμι», τα πιθανά ρίσκα που προβλέπει η Goldman Sachs είναι πολιτικά ρίσκα που σχετίζονται με τον εκλογικό κύκλο. Όποια μελλοντική κυβέρνηση δεν διατηρούσε τις μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί και αποφάσιζε να επιδιώξει επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο αυτό το πλαίσιο. Εντούτοις, προς το παρόν τουλάχιστον, φαίνεται απίθανο πως τώρα που η οικονομία ανακάμπτει και η πλήρης πρόσβαση στις αγορές είναι ορατή, τα πολιτικά κόμματα θα το έθεταν αυτό σε κίνδυνο. Αρχικά τουλάχιστον, η Goldman Sachs αναμένει επίσης πως η αγορά θα εξετάσει εξονυχιστικά τις ελληνικές πολιτικές και θα υπάρξει κάποιου είδους πειθαρχία από τις αγορές, πέραν της επιτήρησης από το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο της μετά τη λήξη του προγράμματος συμφωνίας. Αυτό θα βοηθήσει ώστενα αποτραπεί ο ηθικός κίνδυνος και το ενδεχόμενο να εφαρμοστούν οικονομικές πολιτικές που αναιρούν τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν επιτευχθεί μέχρι στιγμής.
Σε αυτό το στάδιο, μπορεί να υπάρχουν και εξωτερικοί κίνδυνοι για το πρόγραμμα. Αν δεν είναι δημοφιλής στη Γερμανία, η συμφωνία μπορεί να εντείνει τις πιέσεις στον σημερινό γερμανικό κυβερνητικό συνασπισμό. Μια κατάρρευση της γερμανικής κυβέρνησης μπορεί να εγείρει ερωτήματα στην αγορά αναφορικά με τη μακροημέρευση της συμφωνίας. Επιπλέον, η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές μπορεί να αντιμετωπίσει κινδύνους μετάστασης από τις εξελίξεις στις αγορές ιταλικών ομολόγων. Στο βασικό σενάριο της Goldman Sachs, στο οποίο δεν προβλέπεται έξοδος της Ιταλίας από την ευρωζώνη, οι αρνητικές επιπτώσεις από τα ιταλικά ομόλογα στα ελληνικά θα παραμείνουν περιορισμένες. Όμως, σε ένα sell-off μεγαλύτερης διάρκειας λόγω ανησυχίας για την παραμονή της Ιταλίας στην ευρωζώνη, τότε θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η επάρκεια της συμφωνίας σε ό,τι αφορά το «μαξιλάρι» ρευστότητας της Ελλάδας.