“Κύριε Πρόεδρε, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, φαίνεται ότι χάνεται άλλη μία ευκαιρία να ψηφιστεί ένας εκλογικός νόμος που να τον θέλει όλη η Βουλή.
Δυστυχώς, όλοι συμφωνούμε ότι η απλή αναλογική είναι το καλύτερο σύστημα από πλευράς αναλογικότητας και, αν θέλετε, και δικαιοσύνης. Όλοι, όμως, πρέπει να παραδεχθούμε ότι, οσάκις εφαρμόστηκε, ο μέσος όρος των κυβερνήσεων που κατάφεραν να επιβιώσουν δεν ξεπερνούσε τους έξι μήνες. Αυτό λέει η στατιστική.
Άρα, λοιπόν, έχουμε δύο ακραίες θέσεις. Και μεταξύ των δύο ακραίων θέσεων, το κάθε κόμμα έχει εκφράσει τη θέση του και βεβαίως την υποστηρίζει, αλλά δεν θέλει κανένας να φύγει από τη θέση του και να διαπραγματευτεί μία τρίτη θέση.
Τι σημαίνει αυτό; Απλούστατα ότι δεν υπάρχει συναίνεση. Και το ερώτημα είναι: Αφού τα κόμματα δεν μπορούν να βρουν μια κοινή γραμμή στον εκλογικό νόμο, πώς θα βρουν γραμμή να συγκυβερνήσουν και να εξασφαλίσουν μια σταθερότητα για τη χώρα που τόσο πολύ τη χρειάζεται; Είναι ένα ερώτημα, το οποίο πρέπει να μας απασχολήσει όλους και δυστυχώς η απάντηση είναι ζοφερή.
Αυτό που πρότεινε στην αρχή ο Υπουργός Εσωτερικών, δηλαδή την απλή αναλογική σε ένα πλαίσιο διακοσίων εβδομήντα ή διακοσίων εβδομήντα πέντε εδρών και τη διάσπαση των μεγάλων περιφερειών όπου οι άνθρωποι ψηφίζουν Βουλευτές τους οποίους δεν γνωρίζουν παρά μόνο από την τηλεόραση που τους προβάλλει, ήταν κάτι λογικό. Δεν είδα κανέναν να το συμμερίζεται.
Και βεβαίως το ΠΑΣΟΚ πήρε τη θέση που βασικά υποστηρίζει διαχρονικά αλλά ήταν και έτοιμο να συζητήσει όλες αυτές τις θέσεις. Όμως, όταν δεν υπάρχει συζήτηση και ο καθένας υποστηρίζει ότι η πρότασή του είναι η καλύτερη και πρέπει να επιβληθεί σε όλους, τότε το αποτέλεσμα που έχουμε, όπως βλέπετε είναι αυτό. Απόψε δηλαδή θα έχουμε έναν εκλογικό νόμο, ο οποίος δεν θα ισχύσει στις προσεχείς εκλογές –θα δούμε αν θα ισχύσει και ποτέ- γιατί εξαρτάται από το αποτέλεσμα των εκλογών που θα υπάρχει με το σημερινό σύστημα τι θα συμβεί αύριο και καταλαβαίνετε ότι δεν είναι κέρδος για κανέναν όλη αυτή η ιστορία.
Εγώ θα πρότεινα να προβληματιστεί ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Εσωτερικών –θα ψηφισθεί απόψε ο νόμος- επί της ουσίας μήπως υπάρχει ακόμα και τώρα, όχι απόψε αλλά και αύριο, μία διέξοδος για να υπάρχει μια συζήτηση. Διότι αν δεν υπάρχει και καμμία διέξοδος, αντιλαμβάνεστε ότι δεν υπάρχει και μέλλον. Δηλαδή θα ξαναγυρίσουμε πίσω το κάθε κόμμα να φέρνει και έναν εκλογικό νόμο και να περιμένει τη μεθεπόμενη Βουλή να τον εφαρμόσει, εάν τα καταφέρει;
Εδώ, κύριε Πρόεδρε, και η δική σας προσπάθεια πρέπει να δειχθεί, ούτως ώστε η Βουλή να αποκτήσει τη δέουσα σοβαρότητα και αν θέλετε και να εκτιμηθεί και από το εκλογικό Σώμα, ότι δηλαδή τριακόσιοι Βουλευτές, τριακόσιοι άνθρωποι μπορούν επιτέλους να βρουν μια συνισταμένη, η οποία να μην είναι τα δυο άκρα τα οποία υποστηρίζουν ακραίες θέσεις.
Με αυτές τις σκέψεις –και βέβαια τα τέσσερα λεπτά είναι αστείος χρόνος για να μπει κανείς πιο βαθιά στο θέμα- θα ήθελα να κλείσω την ομιλία μου και να σεβαστώ και τον χρόνο, αλλά στον πειρασμό του να πω ορισμένα πράγματα παραπάνω, δεν θα αντισταθώ. Δηλαδή, ακόμα και με το σημερινό σύστημα, του μπόνους των 50 εδρών, όπως ξέρετε, από τότε που εφαρμόστηκε ο λαός δεν έδωσε πλειοψηφία αυτοδυναμίας. Ακόμη και στο σημερινό σύστημα, εάν υπήρχε μια διάταξη που έλεγε ότι εφόσον δεν υπάρχει αυτοδυναμία το πρώτο κόμμα δεν παίρνει το μπόνους –δηλαδή όταν το πήρε με 18% η Νέα Δημοκρατία και το 36% τώρα, αλλά και τώρα δεν έχει αυτοδυναμία-, τότε ο λαός θέλει να μην υπάρξει μπόνους και να πάμε σε απλή αναλογική. Και αν ο κόσμος θέλει το μπόνους, να το εκφράσει με την ψήφο του.
Άρα, λοιπόν, δεν είναι ακραία αυτά τα πράγματα τα οποία συζητούμε τώρα, απλώς είναι θέματα κοινής λογικής. Εκτός κι αν θέλουμε όλοι να μείνουμε στη θέση μας, ο καθένας οχυρωμένος, ο καθένας να υποστηρίζει ότι έχει το ιδανικό και το τέλειο στο μυαλό του και να θέλει να το επιβάλλει στους άλλους.
Όμως, νομίζω ότι ο ελληνικός λαός που μας ακούει αυτή τη στιγμή, θέλει να βρούμε όλοι μαζί μια λύση να αποκτήσει η χώρα έναν εκλογικό νόμο, ο οποίος θα ισχύσει όπως ισχύει σε όλες τις μεγάλες χώρες που δεν αλλάζει από το ένα κόμμα στο άλλο και από την μια τετραετία στην άλλη.”