ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ Μ.
ΚΑΝΕΛΛΑΚΗ
Condamné à mort !
«Voilà cinq semaines que j’habite avec cette pensée, toujours seul avec elle, toujours glacé de sa présence, toujours courbé sous son poids !»
«Le Dernier Jour d’un Condamné» Victor Hugo 1829
Καταδικασμένος σε θάνατο!
«Πάνε πέντε εβδομάδες που κατοικώ με αυτήν την σκέψη, πάντα μόνος μαζί της, πάντα παγωμένος στην παρουσία της, πάντα σκυμμένος κάτω από τo βάρος της»
«Η τελευταία μέρα ενός καταδικασμένου» Victor Hugo 1829
Με αυτήν την παράγραφο, αρχίζει ο συγγραφέας το ομώνυμο βιβλίο του θέλοντας να συμβάλλει με αυτόν τον τρόπο και στοχεύοντας στον ψυχισμό των αναγνωστών του , στην κατάργηση της θανατικής ποινής.
Με την διαφαινόμενη πρόθεση της κυβέρνησης της Τουρκίας, μετά το τελευταίο πραξικόπημα, να επαναφέρει την θανατική ποινή , το άρθρο αυτό έρχεται να αναλύσει τα επιχειρήματα αυτών που είναι υπέρ και κατά της θανατικής ποινής ώστε να μπορέσουμε να εξάγουμε συμπεράσματα για ένα θέμα που απασχολεί πολλές κοινωνίες στην εποχή μας.
Η θανατική ποινή προϋπήρχε της ιστορίας και η πρώτη γραπτή αναφορά γίνεται στους κώδικες του Χαμουραμπί , στην Βαβυλωνία , το 1750 Π.Χ., στους οποίους, εικοσιπέντε εγκλήματα είχαν ως ποινή τον θάνατο , παραδόξως η δολοφονία δεν ήταν μέσα σε αυτά. Η πράξη αυτή ως ποινή ακολούθησε ένα μεγάλο δρόμο, έχουμε αναφορές για αυτήν στην αρχαία Ελλάδα στις νομοθεσίες του Ζάλευκου, του Δράκοντα και του Σόλωνα. Η εκτέλεση αντίθετα με την Ρώμη δεν γινόταν δημοσίως αλλά μέσα στο δεσμωτήριο, με πιο γνωστή την περίπτωση του Σωκράτη. Τα επόμενα χρόνια η ποινή του θανάτου ήταν πάρα πολύ διαδεδομένη και μάλιστα συνοδευόταν από φρικτά βασανιστήρια που μαρτυρούσαν τον σαδισμό της πολιτείας και της κοινωνίας η οποία παρακολουθούσε το θέαμα. Κάτω από τις αρχές του διαφωτισμού το ποινικό δίκαιο άρχισε να εξανθρωπίζεται και συγκεκριμένα η Γαλλική επανάσταση καθιέρωσε την θανατική καταδίκη χωρίς προηγούμενα βασανιστήρια.
Μόλις όμως 250 χρόνια πριν άρχισαν να ακούγονται οι πρώτες φωνές και επιχειρήματα για την κατάργησή της και ειδικά ο περίφημος ποινικολόγος Cesare Beccaria το 1764 στην μελέτη του Dei Delitti e delle pene – Περί εγκλημάτων και ποινών αναφέρθηκε αναλυτικά για την ανάγκη της κατάργησης της θανατικής ποινής. Θα παραθέσουμε παρακάτω κάποιες γενικές σκέψεις πάνω σε αυτό το θέμα.
Ας αρχίσουμε καταρχάς από το τι είναι ο νόμος ; O νόμος είναι μια σύμβαση – δέσμευση που έχουν συντάξει λίγοι άνθρωποι ώστε να λειτουργεί μεταξύ ελεύθερων ανθρώπων και η οποία έχει ως σκοπό την μεγαλύτερη ευτυχία του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού.
Όλες οι τιμωρίες οι οποίες υπερβαίνουν την χρησιμότητα αυτού του δεσμού, δηλαδή την ευτυχία, είναι από την φύση τους άδικες. Άρα ο σκοπός της ποινής θα πρέπει να είναι η πρόληψη, δηλαδή να αποτρέψεις το άτομο από το να κάνει επιπλέον κακό στην κοινωνία και να προλαβαίνει άλλους να μιμηθούν το ίδιο έγκλημα. Άρα θα πρέπει να διαλέξουμε μια ποινή η οποία θα έχει την δυνατότερη και πιο παρατεταμένη εντύπωση στο μυαλό του ατόμου που διέπραξε το αδίκημα αλλά και των υπολοίπων που πιθανόν σκέπτονται να διαπράξουν κάποιο αδίκημα . Θα πρέπει όμως πάλι η τιμωρία να έχει την μικρότερη επίδραση στο σώμα του εγκληματία διότι τότε θα έχει το στοιχείο της εκδίκησης και η τιμωρία παύει να είναι ποινή. Ερμηνεύοντας το ρήμα τιμωρώ και συγκεκριμένα στα αρχαία Ελληνικά, σημαίνει βοηθώ, επικουρώ, συνδράμω, ανακουφίζω. Για την έννοια της γνήσιας εκδίκησης και ανταπόδοσης οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το ρήμα κολάζω. Η διαφορά των δύο ρημάτων ορίζεται από τον Αριστοτέλη στην Ρητορική του ως εξής . Ο κολασμός αποβλέπει στην τιμωρία του αδικήσαντος ενώ η τιμωρία αποβλέπει στην ικανοποίηση του αδικηθέντος. Όσο οι τιμωρίες γίνονται πιο σκληρές, τα μυαλά των ανθρώπων όπως τα υγρά στα συγκοινωνούντα δοχεία , υψώνονται ταυτόχρονα και γίνονται πιο σκληρά και λιγότερα ευαίσθητα, ώστε πάλι το πάθος που οδηγεί στο έγκλημα να υψώνεται πάνω από αυτά, και ούτω καθεξής. Είναι καλύτερα λοιπόν να αποτρέπεις παρά να τιμωρείς και όπως είπε πάλι χαρακτηριστικά ο Βικτώρ Ουγκώ όταν ανοίγεις ένα σχολείο κλείνεις μια φυλακή και σε άλλο σημείο πάλι είπε ότι μορφώνοντας το κεφάλι των ανθρώπων, δεν θα χρειαστεί ποτέ η πολιτεία να το κόψει.
Αυτή είναι η αρχή της καλής νομοθεσίας η οποία είναι να κατευθύνεις τους ανθρώπους στην μέγιστη ευτυχία και στην λιγότερη δυστυχία . Εκεί που το άτομο δεν μπόρεσε να έχει μια σωστή αγωγή από το οικογενειακό του περιβάλλον , οφείλει η πολιτεία χρησιμοποιώντας τον θεσμό της δικαιοσύνης να προσανατολίσει το άτομο αυτό σε νέες αρχές και αντιλήψεις ώστε να αποφύγει στο μέλλον νέες παραβατικότητες. Τα εγκλήματα πιο πολύ προλαμβάνονται από την βεβαιότητα της τιμωρίας παρά από την σοβαρότητα της τιμωρίας.
Τι είναι όμως η ποινή ; σε μια δημοκρατική κοινωνία που αναγνωρίζεται ότι είναι ανθρώπινο ακόμα το δικαίωμα σε κάποιον να σφάλλει, τότε αυτόματα και η ποινή είναι ένα δικαίωμα που αναγνωρίζεται και από το ίδιο το άτομο που έχει υποπέσει σε παράπτωμα. Ο Ντοστογιέφσκι αναφέρει ότι υπάρχει ελευθερία στο παράπτωμα και συνιστούσε στους ενόρκους να τιμωρούν τους εγκληματίες αποδίδοντάς τους την αξιοπρέπεια του ενόχου. Ακόμη και ο ένοχος έχει δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, η αποενοχοποίηση και η ατιμωρησία την αφαιρεί. Όταν όμως αναφερόμαστε στην θανατική ποινή το σωστότερο θα ήταν να μιλάμε για θανατική καταδίκη διότι παύει να είναι ποινή.
Θα αναφερθώ διεξοδικά σε αυτά αρχίζοντας από τους λόγους που επικαλούνται οι υπέρμαχοι της θανατικής ποινής και αυτών που επικαλούνται την κατάργησής της.
Η διαμάχη μεταξύ αυτών που υπερασπίζονται την θανατική ποινή και αυτών που υποστηρίζουν την κατάργησή της κρατάει χρόνια. Καταθέτονται κατά καιρούς θέματα που έχουν να κάνουν με την ηθική, την συνταγματικότητα, την αποτροπή, την ιατρική δεοντολογία, τα οικονομικά προβλήματα που σχετίζονται με τους ίδιους τους υπόδικους αλλά και με την υπεράσπισή των καθώς και το κόστος φυλάκισής τους.
Στο θέμα της ηθικής, οι υποστηρικτές της κατάργησης της θανατικής ποινής ισχυρίζονται την ανηθικότητα της πράξης με το αιτιολογικό ότι από την στιγμή που η κοινωνία θεωρεί ως ύψιστη υποχρέωση την διατήρηση της ζωής από την άλλη προβαίνει μέσω της τιμωρίας στην κατάργησή της. Αντιθέτως οι υπέρ αυτής αναφέρουν ότι είναι μια ηθική πράξη από την στιγμή που οι εγκληματίες αντιμετωπίζονται ως ελεύθερα άτομα, άτομα ικανά να ελέγξουν και να επιλέξουν το πεπρωμένο τους για να κάνουν καλό ή κακό και δεν τους μεταχειρίζονται ως ζώα χωρίς ηθικά ερείσματα. Επίσης ότι, η υποστήριξη της κατάργησής της είναι υποκριτική διότι οι περισσότεροι κατακριτές της δεν έχουν αντίρρηση η ποινή αυτή να επιβάλλεται εν καιρώ πολέμου , για κατασκοπεία, λιποταξία , συμμετοχή σε πραξικόπημα κλπ. , καθότι όπως λένε η φυλάκιση θα αποτελούσε λύτρωση για αυτούς.
Στο θέμα της συνταγματικότητας οι κατά της ποινής επισημαίνουν ότι οι εγκληματίες κατέχουν την βασική ανθρώπινη αξιοπρέπεια και δικαιούνται ανάλογη αντιμετώπιση, δηλαδή σεβασμό της ανθρώπινης ύπαρξής τους και του δικαιώματος στην ζωή και ότι η θανατική ποινή είναι αντισυνταγματική διότι σύμφωνα με το (άρθρο 2 παρ 1 1975) προσκρούει στην αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης προσωπικότητας που κατοχυρώνεται με συνταγματική διάταξη υπέρτερης ισχύος απέναντι στην επίσης συνταγματική διάταξη που προβλέπει θανατική ποινή (7 παρ 3 Σ 1975). Οι υπέρ ότι οι βασικές αρχές του συντάγματος προστατεύουν την ζωή , την περιουσία και το δικαίωμα στην ζωή όλων των πολιτών και ειδικά αυτών που είναι εκτεθειμένοι στην επιθετικότητα κάποιων ανθρώπων, άρα μόνο η μεγίστη των ποινών μπορεί να επιφέρει την οριστική και απόλυτη προστασία. Απόλυτη προστασία είναι και η αποκοπή (θ α ν ά τ ω σ η) ενός άρρωστου μέλους ενός ανθρώπου, όσο και αν το αγαπάμε, για να προστατεύσουμε το υπόλοιπο σώμα. Σε αυτό αναφέρεται και το δόγμα της αποκοπής και αφαίρεσης δικαιωμάτων ( John Locke ) και όπως αναφέρει ο Καθηγητής Ι.Καρεκλάς στην φιλοσοφία του δικαίου σ. 183, η δίκαιη αντεκδίκηση και κοινωνική άμυνα από κοινού απαιτούν την επιβολή της θανατικής ποινής για εγκληματίες που εκκρίθηκαν ένοχοι για ειδεχθή ποινικά αδικήματα..
Το παραπάνω μάλιστα έχει μία δόση ανθρωπισμού διότι ο νόμος, ο οποίος προϋπάρχει της συγκεκριμένης πράξης, απευθυνόμενος στον εγκληματία του λέει ότι έχεις, κατά έναν τρόπο, την πλήρη ελευθερία να αποφασίσεις αν θα εγκλιματίσεις αλλά αν το έγκλημά σου είναι ειδεχθές και αποτρόπαιο τότε θα σου επιβάλλω την θανατική ποινή. (Οι πραξικοματίες στην προκειμένη περίπτωση της Τουρκίας μπορούν να προβάλλουν ότι όταν έκαναν την πράξη τους δεν υπήρχε θανατική ποινή και ότι δεν μπορεί να επιβληθεί εκ των υστέρων διότι αν το γνώριζαν ίσως να επηρέαζε αποτρεπτικά την απόφασή τους ). Αν δεν επιβαλλόταν η μέγιστη των ποινών σε εξαιρετικά βιαία και αποτρόπαια εγκλήματα τότε θα υπήρχε πάντα ο κίνδυνος το κοινό αίσθημα των πολιτών να αντιδρούσε με τέτοιο τρόπο ώστε να υπήρχε αυτοδικία.Όσον αφορά αυτούς που πιστεύουν ότι η ποινή λειτουργεί αποτρεπτικά στο να γίνουν παρόμοιες εγκληματικές πράξεις στο μέλλον , ισχυρίζονται ότι η ποινή λόγω της αποκρουστικότητας της είναι ένα μάθημα που παίρνει ο ένοχος αλλά και η υπόλοιπη κοινωνία και δρα αποτρεπτικά.. Μάλιστα πολλοί πιστεύουν ότι οι εκτελέσεις θα πρέπει να γίνονται δημοσίως ώστε και η κοινωνία να συμμετέχει ηθικά μέσω της επιβληθείσας ποινής στην απόδοση της δικαιοσύνης και συγχρόνως να δρα αποτρεπτικά για ανάλογες πράξεις. Σε αυτό βέβαια θα διαφωνήσω γιατί πιστεύω ότι όσο κάποιος παρακολουθεί σκηνές βίας και ακούει για παραβατικότητα σιγά σιγά απευαισθητοποιείται και ο ουδός της ανοχής στο έγκλημα ανεβαίνει σημαντικά, όπως ανέφερα παραπάνω για τα συγκοινωνούντα δοχεία.. Ίσως τα φαινόμενα παρακμής της κοινωνίας μας να οφείλονται στο ότι συνηθίσαμε σε αυτά τα φαινόμενα και τα βρίσκουμε φυσιολογικά. Αντιθέτως οι κατά της ποινής αναφέρουν ότι πιο πολύ φαίνεται ως πράξη εκδίκησης παρά ως τιμωρία και ότι ο δράστης δεν υπολογίζει το μέγεθος της ποινής αλλά σταθμίζει κατά κύριο λόγο μόνο το μέγεθος της πιθανότητας να αποκαλυφθεί και να συλληφθεί και όχι τι θα γίνει αργότερα. Αυτό αποδεικνύεται επίσης από το ότι τα μισά εγκλήματα οφείλονται σε μίσος και γίνονται παρορμητικά (μέσα σε ένα καυγά, από ζήλεια κλπ ) στα οποία ο εγκληματίας δεν σταθμίζει τίποτα , σε σχέση αυτών που γίνονται με δόλο. Επίσης αν η θανατική καταδίκη δρούσε αποτρεπτικά γιατί ο εκφοβισμός που ασκεί ο θάνατος από τα τροχαία ατυχήματα δεν τα έχει μειώσει καθόλου. Επιμένουν ότι μέσω της θανατικής ποινής χρησιμοποιούμε τον άνθρωπο ως όργανο για την επίτευξη του σκοπού, δηλαδή του εκφοβισμού, ενώ κατά την «κατηγορική προστακτική» του Kant το ανθρώπινο πρόσωπο πρέπει να χρησιμοποιείται ως σκοπός και ουδέποτε ως μέσον. Αναφέρουν επίσης ότι από στατιστικές που έχουν γίνει δεν φαίνεται να υπάρχουν διαφορές στην βαριά εγκληματικότητα μεταξύ των χωρών στις οποίες υπάρχει η θανατική ποινή από τις άλλες στις οποίες έχει απαγορευθεί.
Παράδειγμα, οι Ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες την έχουν καταργήσει και οι οποίες έχουν πολύ λιγότερα εγκλήματα από άλλες στις οποίες διατηρείται η ποινή αυτή. Πολλά βαριά εγκλήματα στις Ευρωπαϊκές χώρες γίνονται πολλές φορές από άτομα που προέρχονται από άλλες χώρες με χαμηλό βιοτικό επίπεδο πράγμα που ισχυροποιεί και τις θέσεις αυτών που μιλούν ότι με τις παρεμβάσεις στην κοινωνία μπορεί να επιτευχθεί μείωση της εγκληματικότητας. Ένα άλλο σημείο που επικαλούνται όσοι επιθυμούν την κατάργηση της θανατικής ποινής είναι ότι από τις στατιστικές φάνηκε ότι ένας σημαντικός αριθμός περιστατικών, περίπου ένας στους επτά, απεδείχθη ότι καταδικάστηκαν λαθεμένα για διάφορους λόγους και ότι καλύτερα δέκα ένοχοι έξω παρά ένας αθώος μέσα. Αντιθέτως οι υπερασπιστές της αναφέρουν ότι δεν υπάρχει σε κανένα σύστημα στον κόσμο εκατό τα εκατό επιτυχία και ότι αυτές οι αρνητικές στατιστικές δεν είναι πάλι ικανές στο να καλύψουν τα οφέλη από την ύπαρξη της θανατικής ποινής. Με το σκεπτικό του ανεπανόρθωτου δεν θα έπρεπε να έχουμε συγκοινωνίες για να μην έχουμε θύματα, εγχειρήσεις για να μην γίνονται λάθη και ούτω καθεξής.
Το σημαντικό σε όλα τα ανωτέρω είναι να εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας ο οποίος είναι ένας τρόπος προσμετρήσεως των δύο συνιστωσών της σοβαρότητας του ποινικού αδικήματος από την μία και του βαθμού τιμωρίας από την άλλη ώστε η εσχάτη των ποινών να μην επιβάλλεται «ελαφρά την καρδία ». Μιλώντας για ποσοστά ένα ισχυρό επιχείρημα αυτών που πιστεύουν στην επιβολή της ποινής είναι ότι στην πραγματικότητα οι εγκληματίες νομίζουν ότι έχουν δικαιώματα πάνω στην ζωή των άλλων και την αφαιρούν βιαία. Δηλαδή ένα ποσοστό πολιτών ( των εγκληματιών ) θεωρητικά κατέχει το δικαίωμα της ζωής και η διατήρηση του δικαιώματος αυτού εξαρτάται από την « καλή » τους θέλησή. Αυτοί αποφασίζουν για το αν θα ζήσει ή θα πεθάνει κάποιος. Αναρωτιέται κανείς ποιος τους παραχώρησε αυτό το δικαίωμα. Το εξοργιστικό στην υπόθεση αυτή είναι ότι ενώ το δικαίωμα στην ζωή των φιλήσυχων πολιτών δεν προστατεύεται, πολλοί ζητούν σεβασμό απέναντι στη ζωή του εγκληματία.. Ενώ ζητάμε από τον πολίτη να μην παίρνει τον νόμο στα χέρια του , ζητάμε να συγχωρέσουμε τον εγκληματία όταν εκείνος παίρνει αυθαίρετα το δικαίωμα να κάνει μια αποτρόπαια πράξη γνωρίζοντας εκ των προτέρων τις συνέπειες του νόμου για το συγκεκριμένο αυτό έγκλημα.
Οι δολοφόνοι δεν μπορούν να διεκδικούν υπέρ αυτών το δικαίωμα της ζωής, που οι ίδιοι στέρησαν στους άλλους. Η αντιπαράθεση συνεχίζεται και για το κόστος της όλης διαδικασίας με τους υποστηρικτές να ισχυρίζονται ότι μια ισόβια καταδίκη επιβαρύνει την κοινωνία με ένα πολύ μεγάλο κόστος, αντιθέτως οι κατακριτές να ισχυρίζονται ότι το κόστος αυξάνεται πιο πολύ όταν ο καταδικασμένος σε θάνατο προσφεύγει σε συνεχείς εφέσεις και αιτήσεις χάριτος που ακολουθούν πολλές φορές αυτές τις ποινές.
Άλλα θέματα που προκύπτουν είναι ότι συνήθως και τελικά καταδικάζονται με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα οι φτωχοί, αυτοί που ανήκουν σε μειονότητες και γενικά τα περιθωριακά άτομα, σε αντίθεση με τους πλούσιους οι οποίοι έχουν την δυνατότητα να έχουν συνήθως πολύ καλύτερη νομική εκπροσώπηση και αντιμετωπίζονται από τους δικαστές και τους ενόρκους με λιγότερη καχυποψία. Οι υπερασπιστές της ποινής αντιτάσσουν ως επιχείρημα ότι η θανατική ποινή δεν επιβάλλεται και δεν έχει να κάνει με έναν πιθανό ρατσισμό αλλά επειδή η εγκληματικότητα είναι περισσότερο αυξημένη σε ομάδες με χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Αυτό το επιχείρημα όμως έρχεται πάλι να ενισχύσει τις θέσεις αυτών που πιστεύουν ότι με τις κατάλληλες παρεμβάσεις στην κοινωνία, ώστε να αναβαθμιστεί το βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο των πολιτών, μπορούν να αποτραπούν πολλές εγκληματικές πράξεις. Το παραπάνω επιχείρημα και ο «μύθος» του Γιάννη Αγιάννη στους Άθλιους του Β. Ουγκώ είναι μάλλον μια σπάνια εξαίρεση και αναφερόταν στην καταδίκη από την κλοπή ενός ψωμιού και όχι για ειδεχθή και αποτρόπαια εγκλήματα για τα οποία η μεταμέλεια είναι σπανιότατη. Τελευταίο επιχείρημα ενάντια στην επιβολή τέτοιων ποινών είναι και η αντίθεση όλων των ιατρικών συλλόγων στο να παρίστανται μέλη των συλλόγων, στην εκτέλεση ενός ανθρώπου με το σκεπτικό ότι οι ιατροί έχουν ορκιστεί και έχουν ως μοναδικό μέλημα την διατήρηση της ζωής και όχι την συμβολή τους στην κατάργησή της.
Συνοψίζοντας και μιλώντας για σωφρονιστικό σύστημα, καταλήγουμε ότι η εκτέλεση του ενόχου δεν σωφρονίζει τον ίδιο διότι με την εκτέλεση της ποινής παύει ο ίδιος να υπάρχει. Η εκτέλεση πάλι αποτελεί πράξη παραδειγματισμού, πως όμως, λόγω του φόβου που δημιουργείται. Όμως όταν φοβούνται οι πολίτες τότε δεν έχουμε δημοκρατία αλλά τρομοκρατία. Ο φόβος πάλι δεν εξαλείφει το έγκλημα απλώς το αναβάλλει και μάλιστα κάτω από τον φόβο αυτό ο εγκληματίας οδηγείται σε μεγαλύτερα εγκλήματα προσπαθώντας να τα συγκαλύψει. Η καλύτερη λύση λοιπόν θα ήταν η αναμόρφωση και ο εξανθρωπισμός του εγκληματία αλλά αυτό θα απαιτούσε και αναμόρφωση και εξανθρωπισμό του σωφρονιστικού συστήματος των φυλακών. Μία ριζική αναμόρφωση του θεσμού της δικαιοσύνης ώστε στην θέση αρκετών φυλακών, οι οποίες λειτουργούν σήμερα ως «πανεπιστήμια» εγκληματικότητας, μεταπτυχιακού μάλιστα επιπέδου, να γίνουν ειδικά «σχολεία» στα οποία ο εγκληματίας θα πεισθεί για το λάθος του, όχι σε συνάρτηση με τις υποκειμενικές του αντιλήψεις που τον οδήγησαν να δράσει με αυτόν τον τρόπο αλλά με βάση τις γενικότερες, πολύπλευρες και σε σωστή βάση συνθήκες που επικρατούν . Τότε ίσως μόνο τότε γίνει δεκτή η συγγνώμη από την πλευρά του θύματος και υπάρξει και ο πραγματικός παραδειγματισμός στην κοινωνία.
Μέχρι τότε όμως η ωμή πραγματικότητα βρίσκεται μπροστά μας και όσο και αν οι ηθικές και συναισθηματικές μου καταβολές με οδηγούν σαφώς υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής, η μικρή μου εντρύφηση στους νόμους ως φοιτήτρια της νομικής και σκεπτόμενη απόλυτα λογικά με βάση τα ανωτέρω επιχειρήματα , ελπίζοντας ενδόμυχα ότι θα είναι μόνο προσωρινά, θα τασσόμουνα υπέρ της θανατικής καταδίκης ακολουθώντας τα λόγια του Πλάτωνα στον Γοργία ότι « η ποινή του θανάτου θα πρέπει να εφαρμόζεται στους ανίατους εγκληματίες» ώστε όπως πάλι λέει ο Πλάτων στον Πρωταγόρα να μην την επαναλάβει στο μέλλον και ίσως με βάση την Ορφική μεταφυσική της δικαιοσύνης η θανατική καταδίκη να αποτελεί για τον εγκληματία την λύτρωση, την απελευθέρωση ή και την ανάσταση, από την ετυμολογική έννοια του σώματός του, δηλαδή , από τον τάφο του (Κρατύλος Πλάτων). Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να τελειώσω την εργασία αυτή με τις τελευταίες λέξεις από το ίδιο βιβλίο του Βίκτωρος Ουγκό.
— Eh, par pitié ! une minute pour attendre ma grâce !
(Έλεος ! ένα λεπτό ακόμα για να περιμένω την χάρη μου !)
Μαρία Μαρτίνου
Κανελλάκη
Φοιτήτρια Νομικής