Για την 23η Σεπτεμβρίου 2021 προσδιορίστηκε από την Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου η εκδίκαση της πολύκροτης υπόθεσης με 19 κατηγορούμενους στο σκάνδαλο «μαμούθ» που εκτυλίχθηκε στην πρώην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος (νυν Alpha Bank) με την υποβολή ψευδών στοιχείων για την εξασφάλιση δανείων ύψους 2.257.022 ευρώ.
Θα βρεθούν αντιμέτωποι με τα αδικήματα της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης από κοινού, της πλαστογραφίας με σκοπούμενο όφελος άνω των 120.000 ευρώ από κοινού και της απάτης με ζημία άνω των 120.000 ευρώ από κοινού.
Το ιστορικό της υπόθεσης, όπως περιγράφεται στο παραπεμπτικό βούλευμα, έχει ως εξής:
Περί το μήνα Ιανουάριο του έτους 2006, ο Μ. Μ., μαζί με τον Ν. Β., τη Μ. Α., την Α. Β. και τον Φ. Σ., αφού είχαν εντοπίσει διαθέσιμα προς πώληση ακίνητα στην ευρύτερη περιοχή της Νότιας Ρόδου, προσέγγισαν (μέσω του πρώτου εξ αυτών), τον Γ. Π., ο οποίος κατ’ εκείνο το χρόνο ήταν διευθυντής ιδιωτών του υποκαταστήματος της Εμπορικής Τράπεζας στη Ρόδο.
Ο Μ. Μ. παρουσιάστηκε στον Γ. Π. ως έμπειρος κτηματομεσίτης, χωρίς ωστόσο να προσκομίσει οποιοδήποτε δικαιολογητικό που να επιβεβαιώνει την ιδιότητα του αυτή, και του πρότεινε να συστήνει ο ίδιος πιστούχους, τους οποίους η τράπεζα θα χρηματοδοτούσε, μέσω της έγκρισης σε αυτούς δανείων, για την αγορά οικοπέδων στην περιοχή της Νότιας Ρόδου.
Ο Γ. Π., αποδέχθηκε την πρόταση του Μ. Μ., αν και ο τελευταίος δεν πληρούσε τις καθορισμένες από την τράπεζα προϋποθέσεις και χωρίς να λάβει ως όφειλε την έγκριση της Περιφερειακής Διεύθυνσης, και συνήψε άτυπη συνεργασία με αυτόν.
Ως στενός συνεργάτης του Μ. Μ., εμφανιζόταν σε κατάστημα της τράπεζας ο Ν. Β., ο οποίος δήλωνε στους υπαλλήλους της τράπεζας ότι είναι δικηγόρος, προκειμένου να δώσουν την εντύπωση ότι πρόκειται για μια ομάδα σοβαρών επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται στο χώρο των κτηματομεσιτικών συναλλαγών, ενώ όπως προέκυψε από τα καταχωρημένα στο πελατολόγιο της Τράπεζας στοιχεία, ήταν οικονομολόγος-λογιστής!
Η μέθοδος που ακολουθούσε η ως άνω οργανωμένη εγκληματική ομάδα ήταν η ακόλουθη: η Α. Β. στις περισσότερες περιπτώσεις κατά μόνας ή και σε συνεργασία με τους’ ανωτέρω αναφερόμενους, προσέγγιζε (στην Κρήτη και στην Αττική) αφερέγγυα πρόσωπα, κυρίως χρήστες ναρκωτικών ουσιών και ανέργους, με σοβαρά προβλήματα ρευστότητας και τους πρότειναν έναντι αμοιβής να συνεργασθούν μαζί τους και να χρηματοδοτηθούν λαμβάνοντας στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια από το κατάστημα της Εμπορικής στη Ρόδο, προφασιζόμενοι την αγορά οικοπέδων.
Εφόσον τα εν λόγω άτομα συμφωνούσαν να συμμετάσχουν στην πραγματοποίηση του εγκληματικού σχεδίου, η Μ. Α., η οποία είχε γνώσεις λογιστικής, μετά από συνεννόηση με τον Μ. Μ. και τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης, προέβαινε μέσω διαδικτύου στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων επ’ ονόματι των υποψηφίων πιστούχων καταχωρώντας εικονικά εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες, με βάση τα οποία εκδίδονταν στη συνέχεια εκκαθαριστικά φόρου, τα οποία ο Γ. Π. καταχωρούσε ως συνημμένα δικαιολογητικά στις υποβληθείσες εκ μέρους των υποψηφίων δανειοληπτών αιτήσεις στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων.
Επίσης τα μέλη της ως άνω εγκληματικής ομάδας προέβαιναν στην εξ υπαρχής κατάρτιση πλαστών εγγράφων και συγκεκριμένα προέβαιναν στην κατάρτιση πλαστών βεβαιώσεων ετησίων και μηνιαίων αποδοχών που ενεφάνιζαν οι υποψήφιοι δανειολήπτες, ως προερχόμενα από την εργασία τους, τις οποίες ομοίως ο Γ. Π. καταχωρούσε ως δικαιολογητικά για αίτηση δανειοδότησης, χωρίς να προβεί σε έλεγχο γνησιότητας αυτών ως όφειλε.
Έπειτα ο Μ. Μ. σε συνεργασία με τους ανωτέρω αναφερόμενους, φρόντιζε για τον εντοπισμό αγροτεμαχίων στην περιοχή της Νοτίας Ρόδου, τα οποία πωλούσαν οι ιδιοκτήτες τους και φρόντιζε για την ολοκλήρωση των διαδικασιών μεταβίβασης της κυριότητας στους πιστούχους.
Το αναγραφόμενο στα αγοραπωλητήρια συμβόλαια τίμημα κυμαινόταν στο ύψος της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων, ενώ οι εκτιμήσεις της εμπορικής αξίας των επίμαχων ακινήτων που χρηματοδοτούνταν (βάσει των οποίων προσδιορίσθηκε το ύψος των εγκριθέντων – εν τέλει – δανείων) ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες από τις αναγραφόμενες στα συμβόλαια.
Εν συνεχεία, ο Μ. Μ. μαζί με τα ως άνω αναφερόμενα πρόσωπα, οργάνωναν την άπαξ μετάβαση των υποψηφίων δανειοληπτών στη Ρόδο, καλύπτοντας τα εισιτήρια μετάβασης και τα έξοδα της ολιγοήμερης διαμονής τους, τους συνόδευαν στο κατάστημα της τράπεζας απογευματινές μόνο ώρες μετά το πέρας του ωραρίου του καταστήματος και αφού είχαν αποχωρήσει κοινό και υπάλληλοι, και υπέβαλλαν τις αιτήσεις δανείων μετά των πλαστών συνοδευτικών εγγράφων που επείχαν θέση δικαιολογητικών.
Με τη μέθοδο αυτή, κατόρθωσαν να πετύχουν την έγκριση των δανείων και να προσπορισθούν παράνομο περιουσιακό όφελος, προκαλώντας αντίστοιχη περιουσιακή ζημία στη δανειοδότρια τράπεζα.
Οι αιτήσεις εγκρίνονταν πολλές φορές την ίδια ημέρα ή σε χρονικό διάστημα το πολύ λίγων ημερών από την υποβολή τους, χωρίς να γίνει έλεγχος των προσκομιζομένων εγγράφων, οπότε και αυθημερόν γινόταν η εκταμίευση των ποσών με ταυτόχρονη μεταφορά ή ανάληψη από το ταμείο και άμεση κατάθεση του μεγαλύτερου μέρους των εγκριθέντων δανείων σε λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρούσε ο Μ. Μ. στην ως άνω τράπεζα, ενώ σε δύο περιπτώσεις η μεταφορά έγινε σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο Ν. Β.. Ολα τα ανωτέρω δάνεια τελούν σε καθυστέρηση αφού δεν έχουν πληρωθεί οι δόσεις αυτών και έχουν χαρακτηρισθεί ανεπίδεκτα είσπραξης, με αποτέλεσμα η Τράπεζα να ζημιωθεί με το συνολικό ποσό των 2.257.022 ευρώ.