Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Με την ανακοίνωση των βάσεων για την εισαγωγή των υποψηφίων στα πανεπιστημιακά ιδρύματα να αναμένεται οσονούπω, δεν είναι λίγοι όσοι ήδη γνωρίζουν πως τα παιδιά τους θα φοιτήσουν μακριά από την οικογενειακή εστία. Η έναρξη της ενήλικης ζωής αυτών των 18άρηδων πλαισιώνεται, χωρίς αμφιβολία, με ανάμικτα συναισθήματα – από πλευράς γονέων, τουλάχιστον.
«Αν και η αναχώρηση του παιδιού δεν ήταν έκπληξη, είναι διαφορετικό όταν πλησιάζει η ώρα», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Κ.Π., πατέρας του Παναγιώτη, ο οποίος στοχεύει στο Μαθηματικό και δεν προσανατολίζεται αποκλειστικά στην Αθήνα. «Θεωρώ ότι το παιδί έχει να κερδίσει, σπουδάζοντας στην επαρχία, μακριά από το χαοτικό περιβάλλον της Αθήνας. Η απομάκρυνσή του από το σπίτι, θα τον μάθει να λειτουργεί αυτόνομα, πιο υπεύθυνα, κάνοντας αυτό που έχει επιλέξει. Παράλληλα, θα έρθει πιο κοντά σε μία άλλη κοινωνία, τόσο σε αυτή του πανεπιστημίου όσο και στην τοπική». Ποιά τα μηνύματα που εισπράτει ο γονιός από το παιδί του; «Αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για μία μεγάλη αλλαγή. Πιστεύει ότι θα τα καταφέρει στις σπουδές του. Σίγουρα του φαίνεται περίεργο που θα φύγει για να ζήσει μόνος του, δεν νομίζω όμως ότι νιώθει φόβο. Αντίθετα, περισσότερο τον ιντριγκάρει η ιδέα. Ο ίδιος, μάλιστα, θεωρεί πως μπορεί να το διαχειριστεί, επειδή πέρυσι είχε μείνει μία φορά μόνος του στο σπίτι για πέντε μέρες – με τα χαρτιά του delivery στο χέρι, φυσικά!».
Περί ευθυνών ο λόγος
Θα τα βγάλει πέρα ο νέος φοιτητής με τις ευθύνες; «Του έχω εμπιστοσύνη να διαχειριστεί τη ζωή του – κι ας μην είναι απόλυτα έτοιμος. Ολα τα παιδιά προσαρμόζονται μετά τον πρώτο, δεύτερο μήνα. Είναι πολύ πιθανόν να χάσει τα κλειδιά του σπιτιού του ή να αφήνει τα φώτα ανοιχτά, όμως θα μάθει». Αγωνίες, φόβοι για τους γονείς; «Το πώς θα λειτουργήσει μόνος του, ως φοιτητής και ως άτομο. Χωρίς την καθημερινή επιτήρηση, δημιουργείται μία αγωνία – μήπως πίνει, καπνίζει, ξενυχτάει ή μπει σε αυτοκίνητο με κάποιον που κάνει τρέλες. Σημαντική παράμετρο αποτελεί το αυξημένο κόστος. Με ένα προϋπολογισμό γύρω στα 900 ευρώ το μήνα, υπάρχει ένα άγχος αν θα έχεις να στέλνεις αυτά τα χρήματα τα επόμενα 4 χρόνια». Ακόμη, «πρόκειται για μία μετάβαση, μεγαλώνει ένα παιδί που το έχεις ζήσει από μωρό και τώρα ήρθε η ώρα να φύγει μακριά. Σίγουρα αισθάνομαι περηφάνια. Νιώθω όμως και λύπη, επειδή τώρα πια θα βλεπόμαστε μία φορά το μήνα ή το δίμηνο – ειδικά τα τελευταία χρόνια, ο Παναγιώτης λειτουργούσε και ως παρέα, ως φίλος. Σε κάθε περίπτωση, προφανώς το μείζον είναι η χαρά».
Αναμφίβολα με ιδιαιτερότητες η κατάσταση για την κ. Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου-Αμανατίδου, συμβολαιογράφο και σύζυγο επιχειρηματία: «Εχουμε δίδυμα αγόρια, τα οποία φεύγουν μαζί για σπουδές στο Λονδίνο – Engineering στο Imperial ο ένας, Law στο Queen Mary ο άλλος, έχοντας ολοκληρώσει στο Κολλέγιο Αθηνών πρόγραμμα IB. Αλλα παιδιά δεν έχουμε. Πλησιάζουμε έτσι αρκετά την ψυχολογία του μοναχοπαιδιού που φεύγει», επισημαίνει η ίδια, προσθέτοντας ωστόσο: «Αισθάνομαι τυχερή που τα παιδιά θα βρίσκονται κοντά – αδέρφια πολύ δεμένα και με δυναμική σχέση μεταξύ τους, οπωσδήποτε θα δίνουν θάρρος ο ένας τον άλλο». Η μετάβαση των παιδιών στο εξωτερικό με τα πολλαπλά οφέλη υπερισχύουν του πόνου του αποχωρισμού: «Αν και στην Ελλάδα θα ήταν όλα πιο εύκολα με τη “μανούλα” από κοντά, αποφασίσαμε να στείλουμε τα παιδιά στο εξωτερικό, κρίνοντας πιο σημαντικό το να εκτεθούν σε ένα προηγμένο εκπαιδευτικό περιβάλλον, σε περισσότερες προσλαμβάνουσες. Διευκρινίζοντας πως η ίδια είμαι προϊόν του ελληνικού πανεπιστημίου – με μάστερ στην Αγγλία – δεν περιφρονώ καθόλου την Ελλάδα, όμως εκεί είναι σίγουρα οργανωτικά, διοικητικά καλύτερα». Επειτα, «μιλούν άριστα τρεις γλώσσες, έχουν ταξιδέψει, το νέο, πολυπολιτισμικό περιβάλλον δεν θα τους ξενίσει. Τους μεγαλώσαμε για να γίνουν “πολίτες του κόσμου” ενώ η προσαρμοστικότητα τους εμφυσήθηκε από μικρή ηλικία. Καθοριστικής σημασίας η σωστή προετοιμασία, αν έχεις μάθει να στερείσαι το παιδί σου από μικρό – τα δικά μας έφευγαν τρεις εβδομάδες για κατασκήνωση κάθε χρόνο. Εγινε μία σταδιακή απεξάρτηση, τώρα έρχεται η φυσική εξέλιξη της ζωής που είχαν».
Αγωνίες; Φόβοι; «Είναι μόλις 18 χρόνων. Θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους; Ανυπομονώ να περάσει η περιοδος της προσαρμογής επιτυχώς και να μου πουν “είμαι καλά”. Με αγχώνουν, κυρίως, θέματα πρακτικά: η τρομοκρατία, οι τζιχαντιστές – σκέφτομαι ότι μπορεί να συμβεί κάτι και τα παιδιά να είναι στο μετρό… Αλλο άγχος; Το οικονομικό. Θα μπορούμε να τους στέλνουμε χρήματα; Δεν αγωνιώ για το τι θα φάνε – πέρα από κάποια βασικά που ξέρουν, αν χρειαστεί θα μπουν στο google, θα κάνουν και σαχλαμάρες… θα τη βρουν την άκρη».
Ενας κύκλος κλείνει, μία εποχή τελειώνει. Ποιά συναισθήματα διακατέχουν τους γονείς; Σύμφωνα με τη μητέρα των δύο αγοριών: «Προετοιμάζομαι ψυχολογικά εδώ και καιρό. Θα υπάρξουν στιγμές που θα σκέφτομαι ότι είναι μόνοι τους, που δεν θα είμαι κοντά στις δυσκολίες τους αλλά το έχω πάρει απόφαση. Δεν έχω θλίψη, επειδή έζησα πολύ κοντά τους. Αισθάνομαι καλά. Εδωσα ό,τι έπρεπε να δώσω. Εκανα ό,τι μπορούσα την ώρα που χρειαζόταν και το ευχαριστήθηκα. Γι’ αυτό σήμερα νιώθω πλήρης. Πιστεύω πως αντί να αγκιστρωθούμε σε μία εποχή που τελειώνει, πρέπει να ακολουθούμε τον ρου της ζωής. Κάνω το σταυρό μου να είναι καλά – κι εγώ κοντά τους. Τα παιδιά συνεχίζουν τώρα το ταξίδι τους».
Επιθυμία να φύγουν από το ασφυκτικό περιβάλλον τους
«Συμμάζεψε λίγο, πώς θα φύγεις φοιτητής;», ακούγεται συχνά στις οικογένειες της επαρχίας, καθώς οι περισσότερες είναι από νωρίς εξοικειωμένες με την ιδέα της αναχώρησης των παιδιών από το σπίτι για σπουδές. «Μας αγχώνει, μας στεναχωρεί, όμως στην επαρχία όλοι είμαστε προετοιμασμένοι για την απομάκρυνση των παιδιών μας – αν θέλουμε το καλό τους. Η κάθε οικογένεια που έχει παιδί, γνωρίζει ότι 18 χρονών, το “χάνει”», λέει η κ. Καρολίνα Κοντού, φιλόλογος, μόνιμη κάτοικος Καρδίτσας, η οποία έχει ήδη βιώσει την εμπειρία όταν ο μεγαλύτερος γιος της πήγε για σπουδές στην Αθήνα, και τώρα ακολουθεί ο δεύτερος.
Η μητέρα του 18χρονου Γιάννη, που οσονούπω ετοιμάζει τις βαλίτσες του για την πρωτεύουσα, με εξασφαλισμένη θέση στο τμήμα Οινολογίας, στοχεύοντας να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση μελλοντικά, αναφέρει: «Ακόμη και οι κοντινές σχολές, είναι …μακριά: η Λάρισα γύρω στα 55 χιλόμετρα, καμιά εκατοστή ο Βόλος. Καθόλου τυχαίο που τα μαθαίνουμε από νωρίς στην αυτονομία – ο γιος μου είναι άριστος μάγειρας!».
Οσο για τα ίδια τα παιδιά; «Λαχταρούν να φύγουν από το ασφυκτικό περιβάλλον της επαρχίας. Κι αυτό είναι ένα από τα προβλήματα που δεν τους κάνει καλούς φοιτητές καθώς στο μυαλό τους κυρίαρχη είναι η σκέψη να “ζήσουν”, να “γνωρίσουν” – οι σπουδές, έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Επανέρχονται στο δεύτερο, τρίτο έτος. Αν και ανησυχώ, όμως έχω εμπιστοσύνη στον Γιάννη ότι θα διαχειριστεί όσους πειρασμούς παρουσιαστούν μπροστά του».
Εχοντας ζήσει ξανά τον «ξενιτεμό» του μεγαλύτερου παιδιού της, η κ. Καρολίνα Κοντού θυμάται και ετοιμάζεται για το δεύτερο γύρο: «Οταν έφυγε ο μεγάλος μου γιος για την Αθήνα, είχα για μέρες κλειστό το δωμάτιό του. Περνούσα απ’ έξω χωρίς να κοιτάζω την πόρτα του. Τώρα με τον μικρό, νιώθω το ίδιο. Οπως και την άλλη φορά, τη μέρα της αναχώρησης, θα κοιτάζω συνέχεια το δρόμο. Με τον άνδρα μου, σιωπηλοί. Κι όταν θα είναι να έρθει για πρώτη φορά, θα κοιτάζουμε συνέχεια το ρολόι και θα πάμε στο σταθμό για να τον παραλάβουμε, τουλάχιστον μία ώρα πριν!».
«Θα μιλάμε καθημερινά στο τηλέφωνο – ίσως να γινόμαστε και ενοχλητικοί. Στο skype, όχι». Γιατί; «Μπορεί να μπω στον πειρασμό να τον κρίνω αν δω το δωμάτιό του χάλια. Και κάτι άλλο… Μπορεί να τον δω ότι βαριέται όταν μιλάμε και να μην είμαι σε θέση να το αντιμετωπίσω. Το ξέρω πως τα παιδιά μεγαλώνουν, μας έχουν μεν στο μυαλό τους, αλλά έχουν πολλά πράγματα εκεί στην Αθήνα να κάνουν. Ενώ εγώ, θα σκέφτομαι μόνο πως ο Γιάννης είναι μακριά».
Καθημερινή