Η Ελλάδα πρέπει να είναι ψύχραιμη αλλά και προετοιμασμένη για ένα δύσκολο φθινόπωρο με την Τουρκία δηλώνει στο liberal.gr o καθηγητής Κώστας Λάβδας τονίζοντας ότι ακόμη και η πρόσφατη αναφορά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για «παράνομες» γεωτρήσεις στα χωρικά ύδατα της Κύπρου δεν θα ανατρέψει τη δραστηριότητα της Άγκυρας. Άλλωστε, όπως τονίζει, η Τουρκία συνεχίζει να «πιέζει» και να «απειλεί» όπως συνεχίζει και τις γεωτρήσεις.
Ο Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο σημειώνει πως η αναφορά της εκπροσώπου του Στέι Ντιπάρτμεντ είναι «η αυστηρότερη μέχρι σήμερα διατύπωση, αφού η τουρκική γεώτρηση χαρακτηρίζεται «παράνομη» (unlawful) ενώ ο τόνος γενικότερα της ανακοίνωσης δείχνει κλιμάκωση, αφού ξεκαθαρίζει ότι πρόκειται για “χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας της Κύπρου”» («the Republic of Cyprus’ territorial sea»)».
«Αυτό είναι καταρχήν προφανώς θετικό» παρόλα αυτά τονίζει πως δεν εκτιμά αλλαγή της στάσης της Τουρκίας η οποία συνεχίζει την ίδια τακτική στην Ανατολική Μεσόγειο, ειδικά σε ο,τι αφορά τις γεωτρήσεις.
Αναφέρει ακόμη τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της Τουρκίας τις νέες πολιτικές δυνάμεις που επιχειρούν να εμφανισθούν στο πολιτικό προσκήνιο εν τούτοις διευκρινίζει πως η γείτονα είναι μια αναθεωρητική δύναμη στην περιοχή και έτσι θα συνεχίσει.
Τέλος αναφορικά με το ζήτημα που ανέκυψε με το Ιρανικό τάνκερ δηλώνει ότι «το ζητούμενο είναι να περάσει η Αθήνα αυτό το σκόπελο συμπεριφερόμενη εντός του πλαισίου της ΕΕ και χωρίς να διαταραχθούν οι σχέσεις με τις ΗΠΑ».
Συνέντευξη στον Ανδρέα Ζαμπούκα
Πως εκτιμάτε τη νέα ανακοίνωση του εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις δραστηριότητες του πλωτού γεωτρύπανου Γιαβούζ στην Κύπρο;
Είναι η αυστηρότερη μέχρι σήμερα διατύπωση, αφού η τουρκική γεώτρηση χαρακτηρίζεται «παράνομη» (unlawful) ενώ ο τόνος γενικότερα της ανακοίνωσης δείχνει κλιμάκωση, αφού ξεκαθαρίζει ότι πρόκειται για «χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας της Κύπρου» («the Republic of Cyprus’ territorial sea»). Αυτό είναι καταρχήν προφανώς θετικό.
Συνδέεται ίσως και με την προσπάθεια να ενθαρρυνθεί περισσότερο η κινητικότητα στο Κυπριακό, αφού γνωρίζουμε ότι το επόμενο βήμα θα είναι η τριμερής συνάντηση με τον Γενικό Γραμματέα μετά τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών (τον Σεπτέμβριο), προκειμένου να καθοριστούν τα επόμενα στάδια.
Όμως ένα πρόβλημα με τις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή είναι ότι οι δηλώσεις – αν και όχι απαραίτητα οι πράξεις – της προεδρίας είναι απρόβλεπτες και έρχονται ενίοτε σε αντίθεση όχι με το Κογκρέσο – αυτό είναι συχνά αναμενόμενο – αλλά και με την πολιτική της κυβέρνησης και τις κατευθύνσεις που εφαρμόζει η γραφειοκρατία. Π.χ για τους S-400 οι δηλώσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είναι εγγύτερα στο θεσμικό πλαίσιο και τη διακομματική συναίνεση που διαμορφώνεται για το θέμα στο Κογκρέσο παρά σε όσα λέει ο πρόεδρος Τραμπ.
Θα σταματήσει η τουρκική δραστηριότητα ως συνέπεια τέτοιων παρεμβάσεων;
Δυστυχώς η γρήγορη απάντηση είναι αρνητική. Όχι, δεν θα σταματήσει και εμείς πρέπει να είμαστε ψύχραιμοι αλλά και προετοιμασμένοι για ένα κάπως δύσκολο φθινόπωρο. Παράλληλα όμως πρέπει να αντιληφθούμε ότι και στο εσωτερικό της Τουρκίας και στο διεθνές περιβάλλον, οι κινήσεις του Ερντογάν έχουν κόστος, αντίθετα από ό,τι ίσως φαίνεται με πρώτη ματιά. Οικονομικό κόστος, πολιτικό κόστος, συμβολικό κόστος.
Οπότε το Κυπριακό θα βοηθηθεί να προχωρήσει σε ουσιαστικότερη φάση και πώς;
Όπως είχα εξηγήσει στο πρόσφατο παρελθόν, ο διάλογος είναι απαραίτητος, εφόσον όμως οι συνθήκες είναι κατάλληλες ή έστω σε προοπτική βελτίωσης. Δεν ισχύει αυτό σήμερα με δεδομένο ότι η Τουρκία πιέζει, απειλεί και συνεχίζει γεωτρήσεις βάσει δικών της ισχυρισμών και όχι βάσει του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Άλλωστε η Τουρκία εξακολουθεί να βλέπει την κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο ως δορυφόρο της και αυτό αλλάζει πολύ δύσκολα.
Με όλα αυτά τα πρωτοφανή που βλέπουμε να συμβαίνουν, πώς εκτιμάτε ότι θα είναι οι σχέσεις μας με την Τουρκία αλλά και οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση στο μεσοπρόθεσμο μέλλον;
Αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Θέτω συχνά στον εαυτό μου το ερώτημα, πώς θα φαίνονται μετά από ένα ή δυο ή τρία χρόνια οι εκτιμήσεις που κάνω σε μια συγκυρία. Εν προκειμένω, είναι σχετικά ασφαλές να υποθέσουμε ότι αναφορικά με τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση, η απόλυτη ρήξη δεν θα επέλθει βραχυπρόθεσμα ούτε μεσοπρόθεσμα. Στο εσωτερικό της Τουρκίας, το κομματικό σύστημα είναι σε φάση μετεξέλιξης και σταδιακά θα μπούμε στην μετα-Ερντογάν εποχή.
Ήδη φαίνεται ότι το νέο κόμμα που ετοιμάζουν οι Αμπντουλάχ Γκιουλ και Αλί Μπαμπάτζαν, από την εσωκομματικής αντιπολίτευσης του κυβερνώντος ΑΚΡ, έχει δημοσκοπική απήχηση πριν καν ιδρυθεί επίσημα. Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ θα παραμείνουν δύσκολες αλλά δεν θα φτάσουν σε ρήξη, αυτό το βλέπουμε ήδη με τις νέες εξελίξεις στη Συρία.
Παράλληλα, οι σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας θα αναζητήσουν ένα νέο προσανατολισμό. Ουσιαστικά αυτό εννοεί χωρίς να το διατυπώνει σαφώς το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων στα συμπεράσματα της 18/6/2019 σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις σχέσεις με την Τουρκία (σημεία 30-37). Την χαρακτηρίζει «a key partner» αλλά επισημαίνει ότι ο στόχος της ένταξης απομακρύνεται συνεχώς.
Από τη σκοπιά της Ελλάδας, αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι απέναντι στην Τουρκία το «μέσον πίεσης ΕΕ» έχει φτάσει σε ένα σταυροδρόμι. Με δυο λόγια, το πλοίο έχει σαλπάρει και από τις δυο πλευρές: ούτε η ΕΕ ούτε η Τουρκία προσανατολίζονται πια σε μελλοντική ένταξη. Μακροπρόθεσμα, όπως επιχειρηματολογώ από καιρό, μόνο ο συνδυασμός εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής και ουσιαστικής διαπραγμάτευσης μιας νέας, ειδικής σχέσης ΕΕ – Τουρκίας μπορεί να αποβεί παράγοντας αποτροπής του υπαρξιακού διλήμματος σύγκρουση ή Φινλανδοποίηση.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει καλές εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία, με την οποία διατηρούμε πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο (με εξαίρεση κάποια έτη) και σχετικά δυναμική προοπτική περαιτέρω ανάπτυξης. Παρότι η κρίση της τουρκικής οικονομίας βρίσκεται σε εξέλιξη (πτώση στις κατασκευές, κάμψη εξαγωγών, πτώση λίρας, εξάντληση συναλλαγματικών διαθεσίμων), η μακροπρόθεσμη εικόνα δεν μπορεί να αγνοηθεί. Άρα μας συμφέρει μια συνεχιζόμενη σχέση ΕΕ-Τουρκίας, πέρα από την «ένταξη».
Τόσο οι οικονομικές ανταλλαγές όσο και η ανάγκη ελέγχου της μετανάστευσης, θα μας οδηγήσουν στη διερεύνηση σεναρίων για ένα νέο καθεστώς σύνδεσης που σταδιακά θα ρυθμίσει τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι μια νέα εταιρική σχέση μεταξύ των δυο μερών θα υπάρξει στα επόμενα χρόνια. Το ερώτημα είναι εάν η ελληνική πλευρά θα συμβάλει κατά το δυνατόν λεπτομερώς στη διαμόρφωση της, ως μέλος της ΕΕ και μάλιστα ως μέλος με συγκριτικά αρκετά ισχυρές διμερείς εμπορικές σχέσεις με την γείτονα.
Οι σχέσεις όμως της Τουρκίας με την Ελλάδα;
Αυτό είναι το δυσκολότερο σκέλος. Η Τουρκία είναι και θα παραμείνει αναθεωρητική δύναμη στην περιοχή, ανεξαρτήτως των αποχρώσεων μεταξύ διαφορετικών τουρκικών κυβερνήσεων. Για την Ελλάδα, το μεγαλύτερο ίσως ζήτημα είναι ο συνδυασμός των κατάλληλων περιβαλλοντικών συνθηκών (σχέσεις με Δύση, συμμαχίες, ενίσχυση οικονομίας) και της καθαρά αποτρεπτικής στρατηγικής απέναντι στην γείτονα, η οποία δεν πρόκειται να μετακομίσει (αλλά ούτε να διαλυθεί στο προβλεπτό μέλλον, όπως ήλπιζαν κάποιοι).
Σε τελική ανάλυση, τρεις θα είναι οι βασικοί πυλώνες που θα μας επιτρέψουν να ανταποκριθούμε μέσα σε συνθήκες ειρήνης και ευημερίας στη δομική πρόκληση που συνιστά στο διηνεκές η Τουρκία για την Ελλάδα.
Πρώτος πυλώνας είναι το περαιτέρω χτίσιμο της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος και της κατάλληλης προβολής της. Δεύτερος πυλώνας παραμένει το ΝΑΤΟ σε συνδυασμό κυρίως με την ενισχυμένη διμερή στρατηγική συνεργασία Ελλάδας-ΗΠΑ. Ο τρίτος, λιγότερο ορατός σήμερα αλλά για εμένα εξίσου σημαντικός, θα αποκτήσει υπόσταση εάν διαμορφωθεί με τη συμβολή και της Αθήνας ένα μελλοντικό εταιρικό καθεστώς ΕΕ-Τουρκίας που θα μας βγάλει από το επικίνδυνο αδιέξοδο της δήθεν ενταξιακής πορείας.
Πόσο πρέπει να μας απασχολεί το ζήτημα που προέκυψε με την πλεύση του ιρανικού δεξαμενόπλοιου;
Το ζήτημα με το ιρανικό δεξαμενόπλοιο που φαίνεται ότι κατευθύνεται στην Καλαμάτα πρέπει να το δούμε μέσα από τρία πρίσματα: τις διαφορές μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ αναφορικά με την αντιμετώπιση του Ιράν, τις δρακόντειες αμερικανικές κυρώσεις στο Ιράν και τις συνεχιζόμενες κυρώσεις της ΕΕ στη Συρία. Οι κυρώσεις αυτές έχουν παραταθεί μέχρι τον Ιούνιο του 2020.
Περιττό να επισημάνω την κρισιμότητα της περιόδου για την εμβάθυνση των διμερών σχέσεων μας με τις ΗΠΑ, όπως επίσης και το ότι εμείς δεσμευόμαστε από το διεθνές δίκαιο και τη συμμετοχή μας στην ΕΕ. Σωστά ο αναπληρωτής ΥΠΕΞ δήλωσε ήδη ότι η Ελλάδα δεν είναι διατεθειμένη να διευκολύνει την πλεύση του ιρανικού δεξαμενόπλοιου προς την Συρία. Πράγματι, το ζητούμενο είναι να περάσει η Αθήνα αυτό το σκόπελο συμπεριφερόμενη εντός του πλαισίου της ΕΕ και χωρίς να διαταραχθούν οι σχέσεις με τις ΗΠΑ.
Βέβαια επισημαίνω ότι παραμένουν ανοικτά μέχρι στιγμής διάφορα ερωτήματα, όπως π.χ.: ποιοι είναι οι αγοραστές του φορτίου; Τι θα γίνει εάν το φορτίο δεν προορίζεται για τη Συρία; Θέλω να ελπίζω ότι τελικώς το πλοίο δεν θα εισέλθει σε εθνικά ύδατα ούτε θα ζητήσει άδεια για ελλιμενισμό στην Καλαμάτα. Με απλά λόγια, μακράν το καλύτερο σενάριο θα είναι να μην ανακατευτούμε. Τα άλλα που ακούγονται δεξιά και αριστερά είναι λόγια του αέρα. Δυστυχώς το θέμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόμη λήξαν και θα πρέπει να περιμένουμε τις αμέσως επόμενες ημέρες να ξεκαθαρίσει το τοπίο και βέβαια η πορεία του πλοίου.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι απόφοιτος του LSE και του MIT και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Senior Research Fellow στο LSE και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.