Τι θα γινόταν, άραγε, αν την Παρασκευή προ των εκλογών όλες οι δημοσκοπικές εταιρείες εμφάνιζαν τον ΣΥΡΙΖΑ να προηγείται με 7,5% διαφορά από τη Ν.Δ. και τους ΑΝΕΛ εντός Βουλής; Θα ήταν διαφορετικό το ποσοστό που θα λάμβανε το Ποτάμι αν όσοι ψήφισαν τα δύο μεγάλα κόμματα ήξεραν ότι δεν επρόκειτο περί ντέρμπι; Μήπως στη Βουλή θα έμπαινε και ο κ. Παν. Λαφαζάνης;
Τα ερωτήματα είναι ενδεικτικά, αλλά δεν διατυπώνονται τυχαία. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η πρώτη συζήτηση που πρέπει να ανοίξει στη χώρα μας δημοσίως και επειγόντως είναι αυτή του ρόλου των δημοσκοπήσεων. Διότι είναι αδιανόητο οι προβλέψεις των «ειδικών» να αποδεικνύονται για μία ακόμη φορά εκτός τόπου και χρόνου και όλα να τελειώνουν με κάποιες σκόρπιες «συγγνώμες» που ελέχθησαν το βράδυ των εκλογών στα κανάλια. Πολύ περισσότερο όταν είναι πια ηλίου φαεινότερον ότι οι δημοσκοπικές προβλέψεις που δημοσιεύονται μέχρι την προπαραμονή των εκλογών, όχι μόνον αποδεικνύονται λανθασμένες, αλλά σίγουρα επηρεάζουν και ένα τμήμα των πολιτών οι οποίοι συνειδητά ή μη διαμορφώνουν την εκλογική τους προτίμηση με βάση τις δημοσκοπικές εκτιμήσεις.
Είναι πραγματικά εξοργιστικό ότι και οι δεκατέσσερις (!) δημοσκοπικές εταιρείες που δημοσίευσαν στοιχεία την προηγούμενη εβδομάδα (παρεμπιπτόντως, ολόκληρη Αγγλία έχει 5 εταιρείες ερευνών, ενώ στα δικά μας μητρώα είναι γραμμένες 56) έδιναν διαφορές της τάξεως της μισής ή της μίας ποσοστιαίας μονάδας και αρκετές μάλιστα με προβάδισμα της Ν.Δ.! Με την εξαίρεση της ProRata (του ερευνητή Γ. Κωνσταντινίδη), που προέβλεψε την Τετάρτη διαφορά της τάξεως του 5% υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ και την περιόρισε τελικώς σε 4%, καμία άλλη εταιρεία δεν έδειξε έστω τη μισή διαφορά από αυτήν που προέκυψε στην κάλπη. Η δε GPO και το ΠΑΜΑΚ μπορούν απλά να καυχώνται ότι προέβλεψαν τον νικητή, καθώς την Παρασκευή εκτίμησαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα προηγείτο με 2,5% της Ν.Δ. στην πρόθεση ψήφου.
Δεν είναι του παρόντος να αναζητηθούν οι τεχνικοί λόγοι των κραυγαλέων αστοχιών που συνιστούν ωμή παραπλάνηση της κοινής γνώμης. Το πώς επιλέγεται το δείγμα των ψηφοφόρων, αν πρέπει να γίνονται σταθμίσεις βάσει δημογραφικών κριτηρίων (ηλικία, φύλο) ή της προηγούμενης ψήφου των ερωτηθέντων (past vote) είναι θέματα που οφείλουν να λύσουν μεταξύ τους οι δημοσκόποι. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι αδιανόητο ακόμη και πρόεδροι δημοσκοπικών εταιρειών να είναι παράλληλα και άτυποι σύμβουλοι κομμάτων, και να υπάρχει πια η γενικευμένη αίσθηση ότι αναλόγως του μέσου που συνεργάζεται κάθε εταιρεία προμοτάρει το ποσοστό του φίλα προσκείμενου κόμματος. Παγκοσμίως καινοφανές είναι επίσης να μην υπάρχει κανένας επιστημονικός έλεγχος από κάποια Αρχή για τις προβλέψεις των δημοσκόπων, ακόμη και όταν αυτές εμφανίζονται εντελώς ατεκμηρίωτες.
Η αρχική πρόβλεψη
Θα το πούμε και διαφορετικά. Σε οποιαδήποτε σοβαρή ιδιωτική εταιρεία και σε οποιαδήποτε πολιτισμένη χώρα θα συνιστούσε λόγο αυτονόητης παραίτησης των δημοσκόπων το προχθεσινό exit poll, το οποίο, σημειωτέον, συνυπέγραψαν όλες μαζί οι μεγάλες δημοσκοπικές εταιρείες. Προσέξτε: Στις 7 το απόγευμα και αφού «διαβουλεύτηκαν» μεταξύ τους οι ειδικοί προέβλεψαν όλοι μαζί ότι η διαφορά των δύο κομμάτων θα ήταν μάλλον 1,5% (32%-30,5%)! Ναι, αυτή ήταν η αρχική τους πρόβλεψη, διότι αυτή ήταν η μέση τιμή στις διακυμάνσεις του 30-34% που έδωσαν στον ΣΥΡΙΖΑ και του 28,5-32,5% στη Ν.Δ. Το δε δημοσκοπικό επιχείρημα ότι «όσο πιθανή για κάθε κόμμα είναι η κατώτατη τιμή, άλλα τόσο είναι και η ανώτατη» είναι επιστημονικά παραπλανητικό και όχι σοβαρό στατιστικό επιχείρημα. Διότι τα exit polls δεν είναι δημοσκοπήσεις. Μετρούν πραγματικές ψήφους και όχι πρόθεση ψήφου. Επομένως, οι ειδικοί καλούνται να αναλάβουν την ευθύνη –ή το ρίσκο, αν θέλετε– να προβλέψουν συγκεκριμένα νούμερα με απόκλιση, π.χ., ± 2%. Οχι να ισχυρίζονται ότι η Ν.Δ. θα κυμανθεί από 28,5 ώς 32,5% και ο ΣΥΡΙΖΑ από 30 ώς 34% για να μπερδεύουν τους τηλεθεατές και επιδιώκοντας να πέσουν μέσα σε κάθε ενδεχόμενο. Ναι, ανθρώπινα είναι τα λάθη και γίνονται και σε άλλες χώρες ακόμη και στα exit polls. Αλλά δεν επαναλαμβάνονται σε κάθε εκλογική διαδικασία. Και στις άλλες χώρες αναλαμβάνει κάποιος την ευθύνη για τα λάθη και δεν υπάρχει η γενικευμένη πια αίσθηση που θα μπορούσε να περιγραφεί με τη φράση «ευχαριστούμε πολύ για την ασαφή πρόβλεψη, αυτό το ξέραμε και πριν από τις εκλογές, γιατί κάνατε exit poll;».
Είναι δε τραγέλαφος πώς προέκυψε ειδικώς τούτη τη φορά το exit poll, το οποίο έπεσε έξω ακόμη και στις ακραίες τιμές του (η Ν.Δ. έλαβε τελικώς 28,1% και ο ΣΥΡΙΖΑ 35,5%). «Στην τελική σύσκεψη ένας δημοσκόπος επέμενε ότι “θα κερδίσει σίγουρα η Ν.Δ.” και απείλησε “να μη συνυπογράψει το τελικό πόρισμα αν δεν δείξουμε μεγάλη διακύμανση”. Και έτσι οι υπόλοιποι υποχρεωθήκαμε να υπακούσουμε για να είμαστε όλοι ευχαριστημένοι», παραδέχθηκε στην «Κ» ένας από τους μετέχοντες στην τελική διαβούλευση. Και δεν είχε βέβαια απάντηση στο ερώτημα «αν είναι επιστημονικά σοβαρό να ισχυρίζεστε ότι “διορθώνετε” το exit poll μισή ώρα αργότερα, όταν ούτως ή άλλως το συγκρίνετε με τα πραγματικά αποτελέσματα». Απάντηση δεν είχε και στην ερώτηση αν είναι σοβαρό για μια ευρωπαϊκή χώρα, ανήμερα των εκλογών, να διαδίδονται από το πρωί φήμες των exit polls που τάχα έδειχναν τα δύο κόμματα να κινούνται από το 30% ώς το 33,5%. Κάτι που εκ των υστέρων επιβεβαίωσε και την αγωνία των δημοσκόπων να υπεραμυνθούν των προεκλογικών τους προβλέψεων που απεδείχθησαν και αυτές εντελώς εκτός πραγματικότητας.
Υπάρχει λόγος που το συγκεκριμένο κείμενο πιθανόν να εκληφθεί ως οργισμένο. Ο γράφων όπως και πολλοί ακόμη συνάδελφοι χρησιμοποιήσαμε τις τελευταίες εβδομάδες ως «σοβαρό εργαλείο» σεναρίων και εκτιμήσεων τις δημοσκοπήσεις. Πιστέψαμε ως θέσφατες, π.χ., τις προβλέψεις των «ειδικών» ότι το απώτατο ταβάνι για τον νικητή θα ήταν το 34% και η μάξιμουμ διαφορά 3-4 μονάδες. Και γι’ αυτό οφείλεται μια αυτονόητη, ειλικρινής και δημόσια δημοσιογραφική συγγνώμη.
Καθημερινή ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΟΥΛΑΣ