«Ποιος σπουδαίος μεσολαβητής θα μας εξασφαλίσει ότι ο διάλογος θα γίνει όπως τον ζητάμε; Ανάμεσα στον διάλογο χωρίς προϋποθέσεις που θέλει η Τουρκία και τη δική μας απαίτηση να περιοριστεί σε ένα μόνο θέμα, η (ιστορικά) συνήθης πρόταση των μεσολαβητών είναι μια «μέση» (κατά τον μεσολαβητή βέβαια!) λύση».
Κατά τα φαινόμενα και διακηρυσσόμενα, η πρόσφατη οξύτατη ελληνοτουρκική κρίση τελειώνει (ή απλώς παγώνει;) και αρχίζει μια νέα φάση διμερούς (ή τριμερούς;) διαλόγου.
Οι απόκρυφοι υπολογισμοί του μεγαλομανούς Ερντογάν, το ακριβές παρασκήνιο των μεσολαβήσεων και τελικά των (τυπικά ή άτυπα) συμφωνηθέντων εκατέρωθεν για αποκλιμάκωση και η διαφαινόμενη μετάβαση σε ένα ακόμη ασαφές πλαίσιο διαδικασιών — μείγμα κυοφορούμενων ευρωπαϊκών κυρώσεων, διερευνητικών επαφών «χωρίς αφέλεια» και υπόγειων τουρκικών σχεδιασμών — είναι ακόμη άγνωστοι.
Ενόψει όμως της νέας τροπής των πραγμάτων χρήσιμη είναι μι΄α επισήμανση ορισμένων βασικών παραμέτρων του προβλήματος.
1. Τα προβλήματα με την Τουρκία είναι πολυδιάστατα, μεγάλα και εθνικά επικίνδυνα , και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο μιας νέας, συνολικής και μακρόπνοης στρατηγικής. Γιατί είναι τα προβλήματα τόσο μεγάλα;
α. Η εκτόξευση της τουρκικής επιθετικότητας οφείλεται μεν πρωταρχικά στον Ερντογάν (που την προετοίμασε μεθοδικά με βάση ένα δικό του μεγαλόπνοο όραμα αναβάθμισης της Τουρκίας σε «περιφερειακή υπερδύναμη»), αλλά έχει πλέον παρασύρει σε ακόμη πιο υψηλούς τόνους όλο το πολιτικό φάσμα — για ό,τι αυτά συνεπάγονται και για το μέλλον.
β. Δια της καθημερινής επανάληψης ριζώνει στην τουρκική κοινωνία ένα πολεμοχαρές ανθελληνικό μίσος που γαλουχείται ως «ανώτερη φυλή» στη χρήση εναντίον γειτονικών (και όχι μόνο) χωρών εκβιαστικών απειλών αλλά και της ίδιας της στρατιωτικής βίας ως αποδεκτών , επιθυμητών και επικείμενων «μεθόδων επίλυσης διαφορών».
γ. Συναφής και ακόμη πιο ανησυχητική είναι και η αυξανόμενη τάση άμεσης αλλά και έμπρακτης αμφισβήτησης των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων της Τουρκίας (Συρία, Ιράκ, αλλά και έμμεσα ακόμη στην Κύπρο και την Ελλάδα αν συνυπολογιστεί η συνεχώς διευρυνόμενη θεωρία των γκρίζων ζωνών» ) και οι προκλητικές αναφορές στην ανάγκη αλλαγής τους.
δ. Η Τουρκία εξοπλίζεται ραγδαία και πολύ απειλητικά. Παρά τις αδυναμίες της τουρκικής οικονομίας το χαμηλό δημόσιο χρέος της (30% του ΑΕΠ σε σχέση με το 180% της Ελλάδας) της χαρίζει πολύ μεγαλύτερα περιθώρια δανεισμού για τη χρηματοδότηση των εξοπλισμών της. Επιπλέον, η αυταρχική πολιτική δομή της γείτονος επιτρέπει να αυξάνονται συνεχώς οι στρατιωτικές εμπλοκές της και τα άλλα «πολεμοχαρή εργαλεία» (στρατιωτικές βάσεις και «ανίερες» συμμαχίες στο εξωτερικό, σκάφη ερευνητικά, θαλάσσια γεωτρύπανα κλπ).
Συμπέρασμα: Ο,τι σχεδιάσουμε και αποφασίσουμε σε σχέση με «το πρόβλημα Τουρκία» δεν πρέπει να στηρίζεται σε ευκαιριακούς υπολογισμούς, αλλά να ενταχθεί και σε μεσοπρόθεμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η ξαφνική αποκλιμάκωση μετά την ιστορικά μεγαλύτερη σε διάρκεια και ένταση διμερή κρίση θέτει μοιραία ερωτήματα: για το τι κέρδισε ή έχασε η κάθε πλευρά στη διάρκειά της και για το αν οι όροι της αποκλιμάκωσης προωθούν τις θέσεις και τα συμφέροντα της κάθε πλευράς συμμετρικά ή ασύμμετρα
2. Είναι σταθερή ή και αρκετή η αποκλιμάκωση;
Η επιδίωξη της αποκλιμάκωσης με ταυτόχρονη είσοδο σε ένα (λογικό) διάλογο ταιριάζει εξ ορισμού σε μια φιλειρηνική ευρωπαϊκή χώρα όπως η δική μας. Συμβαδίζει επίσης με μια στρατηγική (αν πράγματι ισχύει) να εκτονωθούν οι πολεμοχαρείς τάσεις και να κερδηθεί χρόνος για ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος. Απαιτεί όμως και εξαιρετική προσοχή γιατί η αποκλιμάκωση μετά από μια μεγάλη κρίση δεν γίνεται απλά με ολιγοήμερη αποχή από εμπρηστικές δηλώσεις, ούτε έρχεται συνήθως δωρεάν.
α) Το να συζητούν δύο γειτονικά κράτη φαίνεται πάντα προτιμότερο από το να βρίσκονται με το δάχτυλο στη σκανδάλη, όπως συμβαίνει εδώ και πέντε βδομάδες. Όπως άκρως αναγκαίο είναι να κερδηθεί χρόνος ώστε να συνειδητοποιηθεί ότι δυστυχώς η σύγκρουση με την Τουρκία δεν πρέπει πλέον να θεωρείται αδιανόητη και ότι οι απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις πρέπει να γίνουν άμεσα.
β) Από εκεί και πέρα όμως η ξαφνική αποκλιμάκωση μετά την ιστορικά μεγαλύτερη σε διάρκεια και ένταση διμερή κρίση θέτει μοιραία ερωτήματα: για το τι κέρδισε ή έχασε η κάθε πλευρά στη διάρκειά της και για το αν οι όροι της αποκλιμάκωσης προωθούν τις θέσεις και τα συμφέροντα της κάθε πλευράς συμμετρικά ή ασύμμετρα. Και γενικότερα: όσο απευκταία και αν θεωρούμε τη σύγκρουση, οι επιλογές στρατηγικής πρέπει πάντα να ζυγίζονται ως προς τις κερδοζημίες καθεμιάς και να υιοθετείται η συνολικά και εθνικά πλέον συμφέρουσα.
γ) Η Ελλάδα, από ιστορική παράδοση αμυντικής συμπεριφοράς αλλά και σύγχρονη πεποίθηση, δεν έχει επιλέξει την οδό της στρατιωτικής σύγκρουσης και ειδικά του «πρώτου χτυπήματος» κατά γειτονικού κράτους (φυσικά θα αμυνθεί αποφασιστικά σε τυχόν προσβολή των συνόρων της). Όμως η επιλογή αυτή συνεπάγεται πρακτικές αδυναμίες: αφήνει δυστυχώς στον εισβολέα το πλεονέκτημα να οδηγεί διά του αιφνιδιασμού τις εξελίξεις: πού, πώς και πότε θα προσβάλει τα εθνικά σύνορα. Οι αποστάσεις μπορεί μάλιστα να μεγεθύνουν ακόμη περισσότερο αυτά τα προβλήματα.
δ) Στις μείζονες ελληνοτουρκικές κρίσεις μέχρι σήμερα η χώρα μας δεν έστειλε και τα αποφασιστικότερα μηνύματα αντιποίνων στην προκαλούσα κάθε φορά Τουρκία. Κάθε σχεδόν κρίση, από το 1973 επί χούντας μέχρι το 1996 στα Ίμια (όπου μάλιστα αποβιβάστηκε ατιμωρητί τουρκικό απόσπασμα σε ελληνικό νησί), έληγε με ελληνικές υποχωρήσεις χάριν της εκτόνωσης και αντίστροφα με διπλωματικά κέρδη για την Τουρκία.
Ελπίδα όλων είναι, όπως ξεκινήσαμε με τον Έβρο, έτσι και πρόσφατα μέσα από τα εξαιρετικά δείγματα γραφής των ενόπλων δυνάμεών μας, να στάλθηκαν αυτή τη φορά (και κυρίως να έγιναν αντιληπτά στην Άγκυρα ως τέτοια) ισχυρότερα μηνύματα αποτροπής, που δεν θα πάνε προοπτικά χαμένα.
ε) Η αποτροπή μας είχε για πολλούς λόγους αδυνατίσει (την τελευταία ειδικά δεκαετία) και σωστά επιχειρείται έστω και άρον-άρον η ενίσχυσή της με εξοπλισμούς και αξιόπιστες την κρίσιμη ώρα και επί του πεδίου συμμαχίες. Όταν παραληφθούν οι νέοι εξοπλισμοί (κυρίως Ραφάλ, φρεγάτες και τα όπλα μακρού πλήγματος) και με ένα σταθερά εξαίρετο στελεχιακό δυναμικό, θα γίνει η αποτροπή μας πολύ πιο αξιόπιστη αφού θα αντιληφθεί η Άγκυρα ότι τυχόν επίθεσή της θα καταστεί πλέον εξαιρετικά ζημιογόνα.
Συμπέρασμα: αν και η αποκλιμάκωση δεν προμηνύεται από τουρκικής πλευράς ειλικρινής και τα επικίνδυνα σχέδια του Ερντογάν δεν κρύβονται, μπορεί υπό προϋποθέσεις να εξασφαλίσει στη χώρα μας ένα άκρως αναγκαίο χρόνο συνολικής ανασύνταξης.
Κάθε σχεδόν κρίση, από το 1973 επί χούντας μέχρι το 1996 στα Ίμια (όπου μάλιστα αποβιβάστηκε ατιμωρητί τουρκικό απόσπασμα σε ελληνικό νησί), έληγε με ελληνικές υποχωρήσεις χάριν της εκτόνωσης και αντίστροφα με διπλωματικά κέρδη για την Τουρκία
3. Τι θα φέρει ο διάλογος;
Όλα δείχνουν ότι μετά τον ελιγμό Ερντογάν βρισκόμαστε μπροστά σε ραγδαίες εξελίξεις. Άγνωστες παραμένουν όμως σημαντικές πτυχές της αποκλιμάκωσης, όπως οι πιθανότητες σοβαρών ευρωπαϊκών κυρώσεων, τα πραγματικά όρια της γαλλικής στρατιωτικής υποστήριξης αλλά και οι βασικές παράμετροι του διερευνητικού διαλόγου που (μάλλον άμεσα) επίκειται.
Τα ερωτήματα είναι πολλά και δύσκολα:
α) Γιατί δέχθηκε ο Ερντογάν να αποσύρει (προσωρινά; ) την αρμάδα του; Φοβήθηκε πραγματικά τις κυρώσεις από μια διχασμένη στο θέμα ΕΕ, πήρε αξιόλογες υποσχέσεις από την κυρία Μέρκελ ή ελίσσεται απλώς για να επανέλθει δριμύτερος;
β) Γιατί είναι τελικά καλύτερο να συζητήσουμε με την Τουρκία διμερώς και υπό διεθνή πίεση (στην καλύτερη περίπτωση μόνο τις οριοθετήσεις) κι όχι ισχυρότεροι στο πλαίσιο της ενταξιακής διαδικασίας (με τους 27 θεσμικά υπόχρεους να μας στηρίξουν στο δίκαιο της θάλασσας) και οπλισμένοι με δικαίωμα βέτο απέναντι στο υποψήφιο μέλος; Δεν είναι ασφαλέστερο να ξεμπλοκάρουμε το Κεφάλαιο «Αλιεία» (το οποίο ειρήσθω εδώ αποκτά θεμελιώδη επικαιρότητα ενόψει των κοινοτικών ρυθμίσεων για τη θαλάσσια χωροταξία τον Μάρτιο 2021 κι είμαστε τραγικά πίσω) και να καλέσει όπως είναι θεσμικά υποχρεωμένη όλη η ΕΕ την Τουρκία να αποδεχθεί τη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας; Έστω και για να κερδίσουμε εντυπώσεις και χωροχρόνο ελιγμών;
γ) Ποιος σπουδαίος μεσολαβητής θα μας εξασφαλίσει ότι ο διάλογος θα γίνει όπως τον ζητάμε ; Ανάμεσα στον διάλογο χωρίς προϋποθέσεις που θέλει η Τουρκία και τη δική μας απαίτηση να περιοριστεί σε ένα μόνο θέμα, η (ιστορικά) συνήθης πρόταση των μεσολαβητών είναι μια «μέση» (κατά τον μεσολαβητή βέβαια!) λύση.
Συμπερασματικά: Η Τουρκία εδώ και δεκαετίες σκαλίζει παντού (συνθήκες, συμφωνίες, πρακτικές), εφευρίσκει και θέτει επιτακτικά απίθανα «διμερή θέματα», κλείνει ανυπόστατες μεν αλλά τετελεσμένες συμφωνίες οριοθέτησης (Λιβύη, κατεχόμενα) και τα δένει όλα σε ένα εξωφρενικό αλλά δυστυχώς υπαρκτό στρατηγικό αφήγημα («γαλάζια πατρίδα») με βάση το οποίο θα προσέλθει μαξιμαλιστικά στο τραπέζι των διερευνητικών επαφών. Αντίθετα, η Ελλάδα που έχει κάθε συμφέρον να αξιοποιήσει έμπρακτα το δίκαιο της θάλασσας και διαθέτει την 9η μακρύτερη ακτογραμμή στον κόσμο πώς θα προσέλθει άραγε στον διάλογο;
Με την γνωστή, άκρως συντηρητική και διαπραγματευτικά αυτοκαταστροφική σημερινή πραγματικότητα των 6 ν.μ. (συν οι δύο συμφωνίες ΑΟΖ); ή θα μας εκπλήξει εθνικά με μια ισχυρή εναρκτήρια θέση που περιλαμβάνει όλα τα δικαιώματα που της χαρίζει το δίκαιο της θάλασσας; Και ένα τελευταίο καίριο ερώτημα: θα προλάβει άραγε να προχωρήσει η κυβέρνηση στις εξαγγελθείσες επεκτάσεις των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης (ίσως και Καρπάθου-Ρόδου), ή θα θεωρηθούν κι αυτές από τους μεσολαβητές «μονομερείς» πράξεις από τις οποίες μάς επιβάλλουν να απέχουμε και εμείς;
Πηγή: ieidiseis.gr