Την απαισιοδοξία της ότι μπορούμε να έχουμε σε βάθος δεκαετίας σημαντικές διαφοροποιήσεις προς τη θετική κατεύθυνση, σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στη χώρα, εξέφρασε, μιλώντας στο ethnos.gr, η διευθύντρια Ερευνών του Ανεξάρτητου Ερευνητικού Οργανισμού διαΝΕΟσις, Φαίη Μακαντάση.
Η ίδια υποστήριξε ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να ληφθούν τώρα ουσιαστικά μέτρα, ώστε να εμποδίσουμε την κατρακύλα των δημογραφικών δεικτών και υπογράμμισε ότι το αποτελεσματικότερο μέτρο όλων είναι να εννοήσουμε ξανά τον εαυτό μας και να αλλάξουμε ως κοινωνία τις προτεραιότητές μας και το πολιτισμικό μοντέλο που πλέον ακολουθούμε, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο.
«Διερευνήσαμε τις προθέσεις των γυναικών παραγωγικής ηλικίας στο θέμα της τεκνοποίησης. Με βάση τις απαντήσεις τους θα γεννιούνταν στη χώρα μας κατά μέσο όρο 2,3 παιδιά ανά γυναίκα. Στην ερώτησή μας για ποιο λόγο δεν το κάνουν πράξη αυτό και γεννιούνται κατά μέσο όρο λιγότερα παιδιά ανά γυναίκα, το 80% των ερωτηθέντων απάντησε ότι η αιτία είναι η οικονομική δυσχέρεια. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει στο βαθμό, στον οποίο δηλώνεται. Η πραγματικότητα είναι ότι έχει αλλάξει το πολιτιστικό μοντέλο ζωής και δεν αποτελούν προτεραιότητά μας τα παιδιά. Κάνουμε ένα παιδί, για να καλυφθούμε εμείς περισσότερο για ψυχολογικούς λόγους και όχι, για παράδειγμα, γιατί χρειαζόμαστε περισσότερα εργατικά χέρια όπως στο παρελθόν», σημείωσε η κ. Μακαντάση.
Η διευθύντρια Ερευνών του διαΝΕΟσις παρουσίασε την εισήγησή της για το πρόβλημα της υπογεννητικότητας και τους τρόπους αντιμετώπισής του στην ημερίδα του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, με θέμα «Υπογεννετικότητα στην Ελλάδα, Αιτία και Αντιμετώπιση».
Από το 1960 δεν αναπληρώθηκε καμία γενιά
Με βάση τα στοιχεία που παρέθεσε στο ethnos.gr αλλά και στην ημερίδα η κ. Μακαντάση, από το 1960 παρατηρείται απρόσκοπτη μείωση των γεννήσεων, με αποτέλεσμα καμία γενιά να μην έχει αναπληρωθεί. Για να συνέβαινε αυτό, θα έπρεπε η κάθε γυναίκα στην παραγωγική ηλικία να γεννούσε κατά μέσο όρο 2,1 παιδιά.
«Δυστυχώς, όλο αυτό το διάστημα βρίσκουμε τον μέσο όρο ακόμα και κάτω από την παγίδα γονιμότητας που είναι τα 1,5 παιδιά ανά γυναίκα και κάποιες χρονιές ακόμα και κάτω από τον ακραία χαμηλό δείκτη γονιμότητας 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Με το δείκτη στο 1,5 ανά γυναίκα για 65 συναπτά έτη ο πληθυσμός μιας χώρας μειώνεται στο μισό, ενώ με το δείκτη κάτω από το 1,3 παιδιά ανά γυναίκα ο πληθυσμός φτάνει στο μισό σε 44 χρόνια», τόνισε η κ. Μακαντάση.
Σήμερα στην Ελλάδα ο μέσος όρος του δείκτη γονιμότητας βρίσκεται στο 1,38 παιδιά ανά γυναίκα και είναι ένας από τους χαμηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Μάλιστα, υπάρχουν περιφερειακές ενότητες, όπως της Ροδόπης, της Φλώρινας, της Φθιώτιδας και του Έβρου, όπου ο μέσος όρος του δείκτη βρίσκεται στο 0,8, στο 0,9 και στο ένα παιδί ανά γυναίκα. Πρέπει να σημειωθεί ότι μεταξύ των είκοσι περιφερειακών ενοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το χαμηλότερο δείκτη γονιμότητας συναντάμε τέσσερις ελληνικές. Γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται και περιφερειακή προσέγγιση για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μειωμένων γεννήσεων. Να δούμε, δηλαδή, στοχευμένα, ποια συγκεκριμένα μέτρα πρέπει να εφαρμόσουμε, για παράδειγμα, στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου. Σε αυτό πρέπει να βοηθήσουν και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης των περιοχών με μεγάλη υπογεννητικότητα, ώστε να κάνουν τις περιοχές τους περισσότερο ελκυστικές για την εγκατάσταση νέων ανθρώπων. Είναι μεγάλο λάθος το 50% του πληθυσμού της χώρας μας να ζει μόλις στο 4% του εδάφους της», σημειώνει η κ. Μακαντάση.
Παροχές για την αντιμετώπιση του προβλήματος
Κατά την διευθύντρια Ερευνών του διαΝΕΟσις, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για την αντιμετώπιση του προβλήματος της υπογεννητικότητας. Ωστόσο, απαιτούνται και άλλες δράσεις, αφού από μόνα τους τα οικονομικά κίνητρα δεν αρκούν.
«Αν και τα οικονομικά κίνητρα οριακά αλλάζουν το δείκτη γονιμότητας, προφανώς και χρειάζονται και πρέπει να υιοθετούνται. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθούν και άλλα μέτρα και να γίνουν και άλλες παροχές, όπως αυτήν της χορήγησης γενναιόδωρων γονικών αδειών και στους δύο γονείς, στο πλαίσιο του σκανδιναβικού μοντέλου. Παράλληλα, το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει στην Ελλάδα, είναι η δημιουργία σύγχρονων βρεφονηπιακών σταθμών. Η επένδυση στην προσχολική αγωγή είναι απαραίτητη, ώστε να έχουμε ένα κοινό επιμελημένο πρόγραμμα προσχολικής αγωγής σε όλη τη χώρα. Να προσφέρεται ουσιαστική παιδική μέριμνα και όχι απλώς να υπάρχουν χώροι, για να… ‘’παρκάρουμε’’ τα παιδιά μας», τονίζει η κ. Μακαντάση.
Κατά την ίδια, στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσαν να δοθούν κίνητρα σε μεγάλες επιχειρήσεις, ώστε στους χώρους τους να δημιουργηθούν βρεφονηπιακοί σταθμοί για τις εργαζόμενες μητέρες. Με το μέτρο αυτό θα ενισχυόταν η συμμετοχή των γυναικών στην εργασία, χωρίς να είχαμε ταυτόχρονη μείωση των γεννήσεων.
«Στη σωστή κατεύθυνση βρίσκονται και οι ανακοινωθείσες πολιτικές στέγασης και παροχής οικονομικής ενίσχυσης στις γέννες. Σε ό,τι αφορά την πρώτη, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, για να μην παρασύρει προς τα πάνω τις τιμές η ζήτηση κατοικίας. Είμαστε, όντως ως χώρα πολύ άσχημα, σε ό,τι αφορά τον τομέα των γεννήσεων και μάλιστα από το 2011 και μετά οι θάνατοι υπερτερούν των γεννήσεων. Αν συνεχίσουμε, όπως πάμε, το 2050 ο πληθυσμός της χώρας μας θα βρίσκεται στα 8,8 εκατομμύρια ευρώ», καταλήγει η διευθύντρια Ερευνών του διαΝΕΟσις.
Πηγή: ethnos.gr