Μείωση κατέγραψαν για δεύτερο συνεχόμενο μήνα, τον Αύγουστο, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις, παρά την αύξηση των αφίξεων ξένων επισκεπτών στη χώρα. Κύκλοι της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας χαρακτηρίζουν την εξέλιξη «καμπανάκι» τόσο για τη σχέση τιμών και προσφερόμενων υπηρεσιών και υποδομών όσο και για τις προσδοκίες ενός μέρους της αγοράς ότι ο τουρισμός μπορεί να συνεχίσει να σημειώνει αλλεπάλληλα ρεκόρ. Αλλες πλευρές εκτιμούν πως τα πολύ θερμά καλοκαίρια στη Μεσόγειο έχουν αρχίσει να αλλάζουν τις συνήθειες των ταξιδιωτών και, κυρίως, τις ημερομηνίες που επιθυμούν να ταξιδέψουν εδώ και στηρίζουν την εκτίμησή τους αυτή στις πολύ καλές επιδόσεις που πέτυχε κατά το πρώτο εξάμηνο ο ελληνικός τουρισμός.
Με βάση τα μέχρι και τον Αύγουστο διαθέσιμα στοιχεία, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις φέτος παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα από τα περυσινά για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, ενώ οι αφίξεις είναι σημαντικά αυξημένες. Σε σχέση με την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2023 οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών αυξήθηκαν κατά 9,9%, αλλά οι σχετικές εισπράξεις μόνον κατά 3,2%, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα τη ∆ευτέρα η Τράπεζα της Ελλάδος. Σε σχέση με τον Αύγουστο του 2023 οι αφίξεις αυξήθηκαν κατά 6,6%, ενώ οι σχετικές εισπράξεις μειώθηκαν κατά 1,8%. Τα στοιχεία αυτά έρχονται σε συνέχεια των αντίστοιχων του Ιουλίου, οπότε και οι αφίξεις αυξήθηκαν κατά 4,1%, αλλά οι εισπράξεις μειώθηκαν κατά 4,2%.
Τα στοιχεία παραπέμπουν σε μείωση της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι και σε μείωση της διάρκειας παραμονής στη χώρα. Μια ερμηνεία για τα συντομότερα ταξίδια, που δίνουν οικονομολόγοι οι οποίοι ειδικεύονται στον τουρισμό, είναι τα ακριβότερα κόστη μεταφοράς που περιορίζουν τους διαθέσιμους προϋπολογισμούς, ακόμη και στις περιπτώσεις που αυτοί παραμένουν σταθεροί. Επιπλέον, η πίεση στην καταναλωτική εμπιστοσύνη των βασικών αγορών από τις οποίες έλκει επισκέπτες η Ελλάδα λόγω της ευρύτερης οικονομικής κατάστασης κάνει τους ταξιδιώτες πιο «σφιχτούς».
Από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων δηλώνουν πως μόνον εφόσον γίνουν γνωστά και τα αντίστοιχα μεγέθη για τον Σεπτέμβριο θα μπορούν να εξαχθούν ασφαλέστερα συμπεράσματα. Ωστόσο συμφωνούν πως η τάση μετατόπισης των ταξιδιών στους μήνες πριν και μετά το κυρίως καλοκαίρι –που τυπικά είναι το τρίτο τρίμηνο, δηλαδή από τον Ιούλιο έως και τον Σεπτέμβριο– είναι εμφανής. Σε κάθε περίπτωση η πεποίθηση πως φέτος οι εισπράξεις από τον τουρισμό θα αυξηθούν, έστω και οριακά, σε σχέση με πέρυσι και οι αφίξεις θα ενισχυθούν κατά 10% περίπου, διατηρείται.
Ορισμένες πηγές πάντως επισημαίνουν πως η αγορά ήταν αναμενόμενο πως κάποια στιγμή θα «διορθώσει», ειδικά μετά τις πολύ μεγάλες αυξήσεις των τιμών των προηγουμένων ετών, που είδαν το κόστος διανυκτέρευσης στα ξενοδοχεία και τα άλλα καταλύματα, τις τιμές στα εστιατόρια και τις μεταφορές αλλά και τις δαπάνες για κάθε λογής δραστηριότητες να εκτοξεύονται. Και μάλιστα «να εκτοξεύονται χωρίς τις περισσότερες φορές να συνοδεύονται από ανάλογη αναβάθμιση των προσφερομένων υπηρεσιών και υποδομών φιλοξενίας», αναφέρουν αυτές οι πηγές. Την ίδια ώρα οι αυξημένες αφίξεις δοκιμάζουν περαιτέρω τις ήδη παρωχημένες σε πολλές περιπτώσεις δημόσιες και κοινωφελείς υποδομές, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να επηρεαστεί το επίπεδο ικανοποίησης των επισκεπτών της χώρας. Κάτι πάντως που μέχρι στιγμής δεν είναι ορατό στις έρευνες ικανοποίησης που πραγματοποιούν οικονομολόγοι και φορείς του τουρισμού. Οι επιδόσεις της Ελλάδας και σ’ αυτό το μέτωπο παραμένουν σε συγκριτικά υψηλά επίπεδα. Αυτά όσον αφορά το 2023, καθώς στοιχεία για το 2024 δεν αναμένονται νωρίτερα από την άνοιξη.
Ομως, όπως και με τα στοιχεία του Ιουλίου έτσι και τώρα με τα στοιχεία του Αυγούστου οι πιο απαισιόδοξοι ανησυχούν μήπως τα μειωμένα έσοδα εν μέσω αυξανόμενων αφίξεων σημαίνουν ότι η χώρα χάνει τους τουρίστες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας στους οποίους διαχρονικά στοχεύει. Αν δηλαδή οι πιο ευκατάστατοι προτίμησαν άλλες χώρες τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και όχι την Ελλάδα. Και δείχνουν, για να στηρίξουν τη θέση τους, τις μειωμένες αφίξεις σε προορισμούς όπως η Μύκονος, αλλά και τις προσφορές που έγιναν την τελευταία στιγμή προκειμένου να γεμίσουν ξενοδοχειακές μονάδες, όπως και τις αυξημένες οδικές αφίξεις από τα Βαλκάνια, που συνήθως σχετίζονται με τουρισμό χαμηλότερης κατά κεφαλήν δαπάνης.
Μια παράμετρος που δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται είναι και το γεγονός πως τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτουν από έρευνα συνόρων η οποία διεξάγεται δειγματοληπτικά με ερωτηματολόγια και ως εκ τούτου περιλαμβάνουν περιθώρια στατιστικού λάθους. Ενδεχομένως δηλαδή οι ταξιδιωτικές εισπράξεις να είναι υψηλότερες από αυτές που ανακοινώθηκαν, αλλά και… χαμηλότερες.
Πηγή: moneyreview.gr
.