Αθήνα, 21
Του Στέφανου Λιγνού
Σενάρια εκλογών συζητούν με αφορμή κυρίως τις εξελίξεις στο Κυπριακό και όχι τόσο λόγω της διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές, κεντρικοί εγχώριοι πολιτικοί παίκτες, μεγάλες πρεσβείες στην Αθήνα, διπλωματικοί παράγοντες, κεντρικά στελέχη ξένων think tank, αλλά και βασικοί οικονομικοί σύμβουλοι διεθνών επενδυτικών σχημάτων.
Το κεντρικό όμως συμπέρασμα όλων είναι ότι η χώρα έχει πολύ δρόμο για να επιστρέψει σε καθεστώς «κανονικότητας».
Η αβεβαιότητα που επικρατεί, το ρευστό πολιτικό περιβάλλον, η αδυναμία συνεννόησης, βασικό στοιχείο σε μια δυτική δημοκρατία, μεταξύ της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και τα πολλαπλά κυβερνητικά λάθη στρατηγικής δημιουργούν ένα βαρύ κλίμα που δίνει…«τροφή» για τα εκλογικά σενάρια.
Εξάλλου, ακόμα και ο πρόσφατος ανασχηματισμός της κυβέρνησης αντιμετωπίζεται από τους περισσότερους ως μία προεξοφλημένη εξέλιξη περιορισμένης εμβέλειας και με το βλέμμα στραμμένο περισσότερο σε εκλογές, παρά στην προώθηση μεταρρυθμίσεων.
Είναι άλλωστε σαφές από τις θέσεις της κυρίαρχης ομάδας στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ (53+), καθώς και προσώπων όπως ο πρόεδρος της Βουλής Ν. Βούτσης, ότι η λογική της διατήρησης ενός εκλογικού ποσοστού έστω και με απώλεια της διακυβέρνησης, είναι μία από τις βασικές επιλογές προκειμένου να αποτραπεί η κατάρρευση των ποσοστών του κόμματος σε επίπεδα που θα θυμίζουν την περίοδο προ της κρίσης.
«Η Ελλάδα έχει επιστρέψει τουλάχιστον τρία χρόνια πίσω σε επίπεδο αξιοπιστίας» είναι μια από τις αναφορές που κάνουν οι περισσότεροι από τους προαναφερόμενους παράγοντες και θεωρούν ότι η Αθήνα χάνει το δρόμο.
Ουδείς όμως είναι σε θέση να προβλέψει τι θα γίνει στο άμεσο μέλλον και οι αναλύσεις τους διαφοροποιούνται ανάλογα με ποιον εγχώριο πολιτικό παράγοντα συνομιλούν και τι σχέδια έχει ο ίδιος για το βραχυπρόθεσμο ή μεσοπρόθεσμο περιβάλλον και πώς εκτιμά τη στρατηγική του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα.
Το κεντρικό όμως συμπέρασμα όλων είναι ότι η χώρα έχει πολύ δρόμο για να επιστρέψει σε καθεστώς «κανονικότητας» και αυτό που κυριαρχεί είναι ακόμα η… αταξία, κατά τον προσφιλή χαρακτηρισμό που ακούγεται σε διάφορες συνάξεις.
Σε αυτό το κλίμα η κυβέρνηση επιδίδεται σε αγώνα ταχύτητας ώστε να κλείσει η αξιολόγηση προκειμένου στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου να ανοίξει η συζήτηση για το ελληνικό χρέος και την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE).
«Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντιμέτωπος με τον ίδιο τον εαυτό του και τον βερμπαλισμό του» είναι μια από τις εκτιμήσεις που ακούγονται σε διάφορα γραφεία στην Αθήνα, ενώ κάποιοι ήδη συζητούν και το ενδεχόμενο ενός μεγάλου συνασπισμού, όσο παράδοξο και εάν ακούγεται αυτό το σενάριο στην παρούσα φάση.
Για πολλούς ο χρόνος των εκλογών ενδεχομένως να είναι πριν από τις γερμανικές εκλογές, δηλ. στα μέσα της Άνοιξης του 2017 ή στις αρχές του καλοκαιριού. Και τότε, εάν δεν έχει αυτοδυναμία η Ν.Δ., για την οποία όλοι συμφωνούν πως είναι πρώτη δύναμη και με μεγάλη διαφορά από το ΣΥΡΙΖΑ, λένε ότι το ιδανικό θα ήταν μια κυβέρνηση συνεργασίας της Ν.Δ. με το κόμμα του Αλ. Τσίπρα, αλλά με πρόσωπα που θα θέλουν να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα.
Αυτό είναι το ιδεατό σενάριο, αλλά έχει πολύ δρόμο αυτό να εξελιχθεί και να γίνει πράξη. Βέβαια, ορισμένοι αναρωτιούνται μήπως απαιτείται μια συνεννόηση των δύο βασικών διεκδικητών της εξουσίας, ώστε να μην υπάρξουν παλινδρομήσεις για το αν θα ολοκληρωθεί η συμφωνία.
Οι περισσότεροι θεωρούν αδιανόητο να μην υπάρχει επικοινωνία της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ και να μην κάθονται στο ίδιο τραπέζι να συζητήσουν. «Είναι πρωτοφανές αυτό που συμβαίνει σε μια χώρα που γέννησε τη δημοκρατία» λένε διάφοροι παράγοντες.
Η απογοήτευση για την εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα είχε αρχίσει να ενισχύεται εδώ και καιρό εκτός από τους οικονομικούς παράγοντες και στις διάφορες πρεσβείες που ενημερώνουν τις κυβερνήσεις τους.
Παράλληλα, η εμμονή της κυβέρνησης στη θεωρία «λύση στο χρέος τώρα» έχει προκαλέσει έντονη απορία, κυρίως διότι εμμένει σε ένα ζήτημα ο Αλ. Τσίπρας που δεν υπάρχει περίπτωση, υπό τις παρούσες συνθήκες, να του δώσουν διέξοδο.
«Η κυβέρνηση χάνει πολύτιμο χρόνο δεν κλείνει συνειδητά διάφορα θέματα και τώρα βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο από δικά της λάθη» σημειώνει κοινοτικός διπλωμάτης. Παράλληλα, στο επίκεντρο της ανάλυσής τους έχουν τεθεί και ζητήματα στρατηγικής της ελληνικής κυβέρνησης. «Κατά καιρούς υπάρχουν άστοχες δηλώσεις και αναφορές που προκάλεσαν εκνευρισμό σε διάφορα κέντρα εκτός Ελλάδας» λένε και συμπληρώνουν ότι αυτό δεν αξιολογήθηκε επαρκώς από το Μέγαρο Μαξίμου.
Ταυτόχρονα όμως, ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές στην Αθήνα σημείωναν τις τελευταίες ημέρες ότι, σύμφωνα με τη δική τους ανάλυση, η Ν.Δ. αν και προηγείται σημαντικά του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει ακόμη αποκτήσει τη δυναμική που θα ανέμενε κανείς λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση.
Βέβαια, το ενδιαφέρον είναι ότι επαφές γίνονται πολλές με κεντρικά πρόσωπα της Ν.Δ., καθώς θεωρούν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός. Και ως εκ τούτου έχουν αρχίσει να τον προσεγγίζουν από διάφορες πλευρές για να αποκτήσουν μια άμεση επαφή μαζί του.
Σε διάφορες συνάξεις κεντρικό θέμα στις αναλύσεις που γίνονται είναι η «επόμενη μέρα» στην Ελλάδα και έχουν συζητηθεί διάφορα σενάρια, όπως το ενδεχόμενο επίσπευσης των εκλογών, ακόμα και το ενδεχόμενο να υπάρξει -αν και θεωρείται δύσκολο- κυβέρνηση ειδικού σκοπού υπό την παρούσα Βουλή σε μια παραλλαγή του «μοντέλου Παπαδήμου» του 2011.
Επανέρχεται ο Σόιμπλε: Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το χρέος
Τη γνωστή του θέση ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το χρέος αλλά η ανταγωνιστικότητα επανέλαβε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε. Πρόκειται για την τρίτη παρέμβαση του κ. Σόιμπλε για το ζήτημα του ελληνικού χρέους σε διάστημα μίας μόλις εβδομάδας.
Οι δηλώσεις Σόιμπλε αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα στο πλαίσιο της υπό εξέλιξη διαπραγμάτευσης για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης αλλά και του διακαούς πόθου της ελληνικής κυβέρνησης να πάρει κάτι παραπάνω από τον προσδιορισμό των βραχυπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters ο κ. Σόιμπλε αναφέρθηκε και στις πρόσφατες παραινέσεις της Κομισιόν για αύξηση των δαπανών στις πλεονασματικές χώρες, χαρακτηρίζοντας «λάθος μονοπάτι» τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και τονίζοντας την ανάγκη τήρησης των κανονισμών.
Αναφορικά με τις επιλογές της ΕΚΤ και το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης, ο κ. Σόιμπλε τάχθηκε υπέρ του άμεσου τερματισμού της «ασυνήθιστα επεκτατικής» νομισματικής πολιτικής και υπογράμμισε ότι «θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί» κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξόδου.