Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου προσέφυγε χθες κατά της Εθνικής Τράπεζας με κλήση επαναφοράς αγωγής από αδικοπραξία γνωστός καρδιολόγος της Ρόδου, που ενεπλάκη σε μια απίθανη περιπέτεια μετά την αγορά ομολόγου.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου με την υπ’ αρίθμ. 246/2019 απόφαση που εξέδωσε κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο να επιληφθεί της αγωγής και παρέπεμψε την αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου προκειμένου να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία.
Ο ιατρός υπήρξε πελάτης της εναγόμενης τράπεζας στην οποία είχε εμπιστευθεί τις καταθέσεις του. Διευθυντής κεντρικού της καταστήματος υπήρξε στενός του φίλος, που το έτος 2003 τον έπεισε να επενδύσει το ποσό των 100.000 ευρώ σε ένα ομόλογο δεκαετούς διάρκειας το οποίο θα είχε επιτόκιο 1,50% με 2% περίπου πέραν του τρέχοντος και έτσι θα ήταν μία ασφαλής και επικερδής για εκείνον τοποθέτηση των χρημάτων του.
Ο ενάγων τονίζει μάλιστα ότι το euribor τότε ήταν 2% συν 1,75 επιτόκιο, επομένως θα ήταν για εκείνον μια κερδοφόρα επένδυση των χρημάτων του ενώ επισημαίνει ότι σημαντικό παράγοντα για την πραγματοποίηση της επένδυσης αποτέλεσε και η ασφάλεια του ποσού το οποίο προς τούτο διέθετε και ειδικότερα το ό,τι αισθανόταν ότι το κεφάλαιό του θα ήταν πλήρως εγγυημένο.
Ο διευθυντής της τράπεζας, όπως υποστηρίζει ο ενάγων, μετέφερε από τον λογαριασμό καταθέσεων τον οποίο τηρούσε στην Τράπεζα το ποσό των 100.126 €, χωρίς καμία απολύτως δική του συμμετοχή και υπογραφή.
Έκτοτε πιστωνόταν στον λογαριασμό του το επιτόκιο της επένδυσής του και στην λήξη της 10ετίας τον κάλεσε η Τράπεζα στο υποκατάστημά της στη Ρόδο για να του γνωρίσει ότι το κεφάλαιο το οποίο θα του αποδιδόταν θα ήταν 40.000€ περίπου.
Τότε, όπως τονίζει, διαμαρτυρήθηκε διότι ο διευθυντής της τράπεζας, με υπόδειξη και παρακίνηση του οποίου έγινε η επένδυση, τον είχε διαβεβαιώσει ρητά και κατηγορηματικά για το εγγυημένο του κεφαλαίου του το οποίο πρωτίστως τον ενδιέφερε, οπότε έλαβε την απάντηση ότι η διαβεβαίωση αυτή δεν ισχύει, και ως εκ τούτου δεν αποδέχθηκε την ανάληψη του κεφαλαίου.
Σημειώνει στην αγωγή του ότι μέχρι και το 2013 οι αποδιδόμενοι τόκοι της επένδυσής του υπολογίζοντο επί ποσού 100.000€, και ως εκ τούτου πίστεψε ότι για να υπολογίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο οι τόκοι, άρα και το κεφάλαιο του παραμένει στο ποσό των 100.000€ παρά τα αντίθετα κατά το έτος 2010 λεχθέντα σε εκείνον.
Μετά την λήξη του ομολόγου, δηλαδή μετά τον Αύγουστο του 2013, όταν διαπίστωσε ότι δεν είχε στην κατοχή του κανένα παραστατικό που να αφορά την επένδυση αυτή, ζήτησε με επιστολή του προς την τράπεζα στις 9 Αυγούστου 2013, να του δοθούν όλα τα παραστατικά που αφορούν την επένδυση αυτή καθώς και τα έγγραφα που είχε υπογράψει προκειμένου να ελέγξει αν ο ισχυρισμός της τράπεζας ότι είχε ενημερωθεί, ήταν αληθής.
Μετά παρέλευση πολλών μηνών, χωρίς να έχει κάποια απάντηση στην επιστολή του και μετά από δικές του διαμαρτυρίες προς τον νέο διευθυντή της τράπεζας, για την καθυστέρηση στην παράδοση των εγγράφων αυτών, του εδόθησαν τα παραστατικά που αφορούν το ομόλογο και χαρακτηριστικά ο διευθυντής ομολόγησε ότι η καθυστέρηση οφείλετο στο ό,τι η τράπεζα είχε πρόβλημα διότι δεν υπήρχε δική του υπογραφή σε κανένα έγγραφο.
Στις 21 Ιανουαρίου 2014 απέστειλε νέα αίτηση στην εναγομένη, να του χορηγήσει αντίγραφα των κατατεθέντων στον λογαριασμό του τόκων του εν λόγω ομολόγου, οπότε και διαπίστωσε ότι οι τόκοι εχορηγούντο κανονικά σύμφωνα με τα διαμοιφθέντα, υπολογιζομένων επί του ποσού των 100.000€.
Εντός του έτους 2017 υπάλληλος της εναγομένης τράπεζας στο κατάστημα της Ρόδου τον ενημέρωσε ότι τις 30.000€ στις οποίες ανερχόταν το ομόλογό του, μπορούσε να τις μετατρέψει σε ομόλογα της εναγομένης, πρόταση την οποία και φυσικά αρνήθηκε και διαμαρτυρήθηκε εντονότατα προς τούτο, διότι εκείνος γνώριζε και πίστευε ότι το κεφάλαιο των 100.000€ ήταν εγγυημένο.
Τέλος αναφέρει ότι όπως ανέγνωσε στο χορηγηθέν αντίγραφο του ομολόγου, αναγραφόταν ως ημερομηνία λήξης του το έτος 2049, ημερομηνία αδιανόητη για οποιονδήποτε, διότι δεν ήταν ποτέ νοητό εκείνος να επενδύσει ποσό 100.000€ το έτος 2003 με ημερομηνία αναλήψεώς το έτος 2049, ούτε δε η ηλικία του επέτρεπε παρόμοιο βάθος χρόνου.
Τονίζει στην αγωγή του ότι πέραν της θετικής ζημίας που υπέστη η ηθική του βλάβη είναι τεράστια, αφού η απώλεια της περιουσίας του σε ποσοστό 70% αποτέλεσε καίριο πλήγμα στη ψυχική του υγεία, του προκάλεσε τεράστιο άγχος και στενοχώρια.
Με την αγωγή του αιτείται να ακυρωθεί η δικαιοπραξία που συνήφθη μεταξύ του και της εναγομένης τράπεζας την 1η Αυγούστου 2003 και αφορά στην αγορά μερίδων του ομολόγου της τράπεζας.
Άλλως και επικουρικώς ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η δικαιοπραξία αυτή είναι άκυρη λόγω παράβασης των διατάξεων του Ν. 2251/1994 εκ μέρους της εναγομένης.
Αιτείται ακόμη να υποχρεωθεί η τράπεζα, να του καταβάλει το ποσό των 100.000 € και επιπρόσθετα το ποσό των 100.000€ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ήτοι συνολικά το ποσό των 200.000 €, νόμιμα, έντοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Κώστας Σαρής.