«Θα έχουμε όλοι ήσυχη τη συνείδησή μας στο τέλος της ιστορίας; Εμείς ναι» δηλώνει ο Σωτήρης Τσιόδρας – Ένα διπλό ή τριπλό κοκτέιλ φαρμάκων θα είναι μια αρκετά αποτελεσματική θεραπεία τους επόμενους 2-3 μήνες
Εχοντας παρακολουθήσει τους τελευταίους τρεις μήνες την εμφάνιση και την πορεία του κορωνοϊού SARS-COV-2, και ιδίως τον τελευταίο μήνα το σαρωτικό πέρασμά του στην Ευρώπη, ο καθηγητής Παθολογίας – Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας για τον κορωνοϊό, Σωτήρης Τσιόδρας, δεν κρύβει, μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», την αγωνία και την ανησυχία του. «Εξαρχής αγωνιούσα βλέποντας την πορεία του κορωνοϊού όπως οι στρατιώτες στο φυλάκιο που βλέπουν τον εχθρό να έρχεται».
«Οι επιστήμονες αντιληφθήκαμε τον εχθρό αρκετά έγκαιρα, θεωρούμε. Ισως δεν τον έχει δει ακόμη όλος ο πληθυσμός», λέει ο καθηγητής σε ένα βραχύ διάλειμμα από το φορτωμένο πρόγραμμά του.
Πλέον έχει δύο συγκεκριμένους, βάσιμους και επιστημονικά πια τεκμηριωμένους λόγους για την ανησυχία του: «Τη μεγάλη μεταδοτικότητα που έχει ο ιός, ιδίως από ασθενείς που νοσούν χωρίς να έχουν έντονα συμπτώματα, αλλά και την ευπάθεια των ηλικιωμένων και των ευπαθών ομάδων. Είναι δύο κρίσιμοι παράγοντες που οδηγούν σε ταχεία αύξηση κρουσμάτων και τεράστιο φορτίο για το σύστημα υγείας και τις ομάδες αυτές του πληθυσμού».
Θεωρεί ότι τα περίπου 3.000 κρούσματα της νόσου που βρίσκονται πλέον διεσπαρμένα στην επικράτεια, και εκ των οποίων έχουν εντοπιστεί τα 624, είναι ένας αριθμός διαχειρίσιμος, ο οποίος θα παραμείνει διαχειρίσιμος μόνο αν τηρηθούν τα μέτρα που έχουν ληφθεί. Πιστεύει ότι η συστράτευση όλων των Ελλήνων μπορεί να αντιστρέψει τις δυσοίωνες εκτιμήσεις που παραπέμπουν στη δραματική πραγματικότητα της Ιταλίας.
Μέσα στους επόμενους δύο με τρεις μήνες θα είναι διαθέσιμη μια αρκετά αποτελεσματική θεραπεία της νόσου – θα πρόκειται για διπλό ή τριπλό κοκτέιλ φαρμάκων». Σημαντικά αποτελέσματα περιμένει ο καθηγητής το επόμενο διάστημα και από άλλες επιστημονικές δράσεις που έχουν δρομολογηθεί, όπως η μελέτη αντισωμάτων για τους ασθενείς που ανάρρωσαν, καθώς και από την εργαστηριακή παρακολούθηση των επαφών επιβεβαιωμένων εργαστηριακά κρουσμάτων που θα αποτυπώσει αδρά την εικόνα της πανδημίας στην Ελλάδα.
– Υπεραμύνεστε της αξίας του εργαστηριακού ελέγχου (τεστ) με τον τρόπο που γίνεται. Εξηγήστε μας πώς ωφελείται από αυτόν ο πληθυσμός;
Το σύστημα του εργαστηριακού ελέγχου που υλοποιείται για τον κορωνοϊό σχετίζεται με την επάρκεια των αντιδραστηρίων και την επιδημιολογική επιτήρηση της νόσου COVID-19 και ακολουθεί τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) για τον νέο κορωνοϊό. Eχει δύο στόχους για τη δημόσια υγεία:
1) Την καταγραφή των σοβαρών κρουσμάτων σε νοσοκομεία (ΤΕΠ και εντός νοσοκομείου, π.χ. ΜΕΘ, επί υποψίας), ώστε να νοσηλεύονται οι ασθενείς, να τους χορηγείται θεραπεία και να λαμβάνονται μέτρα για νοσοκομειακές επιδημίες.
Από μόνο του το σύστημα αυτό δίνει μια πολύ καλή εικόνα της επιδημίας, έχει βοηθήσει σε μαθηματικές προβλέψεις σχετικά με την πορεία της νόσου στη χώρα και εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια για τη γρίπη.
2) Τη δειγματοληπτική καταγραφή, τηρώντας όμως κανόνες ασφάλειας, ενός μικρού ποσοστού ασθενών με συμπτώματα της νόσου πανελλαδικά ώστε να υπάρχει μια ακόμη «φωτογραφία» της εικόνας της επιδημίας στη χώρα.
Επίσης, είναι σε σχεδιασμό μελέτη αντισωμάτων για ακόμη πιο ακριβή εικόνα, ενώ θα δημιουργηθεί και ερευνητικό σύστημα εργαστηριακής παρακολούθησης των επαφών επιβεβαιωμένων εργαστηριακά κρουσμάτων σε συνεργασία με την Ιατρική Σχολή για να δούμε κάποια χαρακτηριστικά της πανδημίας.
Ολο αυτό το διάστημα έχουν εξεταστεί περισσότερα από 7.000 δείγματα – ειδικά όσων νοσούν σοβαρά στα νοσοκομεία. Ούτως ή άλλως οι δράσεις αυτές δεν αλλάζουν το κύριο μήνυμα: «Μένουμε σπίτι με ελαφρά συμπτώματα, δεν υπάρχει ανάγκη εργαστηριακού ελέγχου». Θα ήταν τεράστιο λάθος να περάσουμε αντίθετο μήνυμα.
– Η επιτροπή των λοιμωξιολόγων έχει εισηγηθεί πολλά και σημαντικά, όπως αποδεικνύεται τώρα, μέτρα για την πανδημία. Τι ήταν αυτό που σας έκανε να δράσετε τόσο γρήγορα σε σχέση με άλλες χώρες;
Αυτό που μας έκανε να δράσουμε άμεσα δεν ήταν πάρα μόνο η συνεχής εγρήγορσή μας ως επιστήμονες και το ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία. Οταν είσαι σε αυτό το πεδίο, δεν εφησυχάζεις ποτέ. Είναι σαν να βρίσκεσαι στο φυλάκιο και να περιμένεις τον εχθρό. Και εδώ πρόκειται για έναν αόρατο εχθρό που πρέπει να αντιμετωπίσεις όσο πιο έγκαιρα γίνεται. Αυτό ήταν από την πρώτη στιγμή η δική μου αγωνία.
Σε αυτή τη θέση είμαστε, δεν είμαι μόνο εγώ, όλοι οι συνάδελφοι στον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), όλη η επιστημονική κοινότητα της Ελλάδας. Και αντιληφθήκαμε τον εχθρό αρκετά έγκαιρα, θεωρούμε. Ισως δεν το έχει δει ακόμη όλος ο πληθυσμός, και δυστυχώς ο κόσμος γενικότερα (βλέπετε για παράδειγμα τι γίνεται στις ΗΠΑ). Γι’ αυτό επιμένουμε στην τήρηση των μέτρων. Εμείς εισηγηθήκαμε αυστηρά μέτρα. Πρέπει όμως τώρα να συνεργαστούμε όλοι μαζί, είναι κρίσιμη η συστράτευση όλων. Ακριβή εικόνα για την πορεία της πανδημίας θα έχουμε σε λίγες εβδομάδες και όσο περισσότερη συμμόρφωση υπάρχει με τα μέτρα, τόσο καλύτερη θα είναι η εικόνα αυτή.
– Σας ανησυχεί το ενδεχόμενο να μην έχουν τα μέτρα το αποτέλεσμα που θέλετε;
Ο κόσμος δεν έχει εκπαιδευτεί να δρα προληπτικά σε τέτοια πρωτόγνωρα θέματα δημόσιας υγείας, το γνωρίζει η επιστημονική κοινότητα αυτό. Κατά την εκτίμησή μου είναι αδύνατον να μην αποδώσουν – έστω και μερικά. Πιστεύω ότι οι Ελληνες έχουν καταλάβει και προσπαθούν, έχουμε πράξει το ανθρωπίνως δυνατό ως επιστήμονες σε αυτή την κρίση δημόσιας υγείας. Εμείς έχουμε ήσυχη τη συνείδησή μας, και αυτό καλώ όλους να το σκεφτούν καλά. Θα έχουμε όλοι τη συνείδησή μας ήσυχη στο τέλος αυτής της ιστορίας; Είναι βασικό ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει τους Ελληνες και τώρα και μετά. Χρειαζόμαστε στρατιωτικού τύπου μέτρα -να τεθούμε υπό επιτήρηση- όπως αυτά που εφαρμόζονται ήδη στη Γαλλία; Δεν νομίζω πως θα μας άρεσε κάτι τέτοιο και γι’ αυτό είναι σημαντικό να υπάρχει ομοψυχία στην τήρηση των μέτρων.
– Τι σας ανησυχεί περισσότερο σε αυτή τη φάση, έχοντας ήδη διανύσει 9 εβδομάδες (από 9 Ιανουαρίου μετά τις πρώτες ανησυχητικές αναφορές από Κίνα) στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού;
Η μεγάλη μεταδοτικότητα που έχει ο ιός, ιδίως από ασθενείς που νοσούν χωρίς να έχουν έντονα συμπτώματα, αλλά και η ευπάθεια των ηλικιωμένων και των ευπαθών ομάδων, των χρονίως πασχόντων. Είναι δύο κρίσιμοι παράγοντες που οδηγούν σε ταχεία αύξηση των κρουσμάτων και τεράστιο φορτίο για το σύστημα υγείας και τις ομάδες αυτές του πληθυσμού.
– Τις τελευταίες ημέρες παρουσιάζετε και μοντέλα από τα οποία προκύπτει η εξάπλωση. Ποια είναι η εκτίμησή σας για το θέμα αυτό; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει και να αποτυπωθεί αριθμητικά στα κρούσματα;
Οι προβλέψεις μας αυτή τη στιγμή, με βάση τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, παραμένουν σταθερές. Εκτιμάται ότι έχουμε ήδη περίπου 3.000 κρούσματα της νόσου που προκαλεί ο κορωνοϊός. Εμείς έχουμε εντοπίσει τα 500, υπάρχουν όμως αρκετά άλλα έξω που μπορεί να περιλαμβάνουν ανθρώπους με πολύ ήπια συμπτώματα και κύκλους μεταδόσεων από αυτά. Σύμφωνα με διεθνείς εκτιμήσεις, μόνο το 15% των ασθενών καταγράφεται. Αυτή τη στιγμή είναι ένας αριθμός διαχειρίσιμος.
Ωστόσο η καμπύλη, και κατά συνέπεια ο αριθμός των κρουσμάτων, μπορεί να αλλάξει γρήγορα. Εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα των μέτρων το αν ο ρυθμός της αύξησης θα αλλάξει ή/και θα εκτιναχθεί. Σίγουρα δεν το θέλουμε. Αυτό που βλέπουμε και διαχειριζόμαστε τώρα όσον αφορά τα σοβαρά κρούσματα αντικατοπτρίζει ό,τι γινόταν σε σχέση με την κυκλοφορία του ιού περίπου δέκα ημέρες νωρίτερα. Αν λοιπόν συνεχίσουμε να εφαρμόζουμε πιστά τα μέτρα, η εκτίμηση είναι ότι θα έχουμε καλύτερο αποτέλεσμα και όχι μία εκτός ελέγχου διασπορά η οποία θα οδηγήσει σε πολλά σοβαρά κρούσματα σε ηλικιωμένους και επιβαρημένους από χρόνια νοσήματα συνανθρώπους μας.
– Πόσο κοντά βρίσκεται η επιστημονική κοινότητα στο φάρμακο;
Εχουμε σίγουρα ενθαρρυντικά αποτελέσματα από κάποιες ομάδες επιστημόνων, τα οποία ελέγχουμε και στη δική μας καθημερινή πρακτική. Παρόλο που κατανοώ το ότι ο κόσμος αγωνιά πολύ, δεν αντιλαμβάνεται πάντοτε εύκολα τους χρόνους των επιστημόνων, τον αγώνα δρόμου που γίνεται με τις μελέτες, τις κλινικές δοκιμές στα εργαστήρια και δίπλα στην κλίνη του ασθενούς.
Εκτιμώ ότι μια αρκετά αποτελεσματική θεραπεία της νόσου COVID-19 θα είναι διαθέσιμη μέσα στους επόμενους δύο με τρεις μήνες – και θα πρόκειται για διπλό ή τριπλό κοκτέιλ φαρμάκων. Από τα διαθέσιμα στοιχεία φαίνεται πως η μονοθεραπεία -με ένα φάρμακο- δεν προκρίνεται σε αυτή τη νόσο. Η Ελλάδα ακολουθεί όλες τις παγκόσμιες επιστημονικές εξελίξεις και θα μπορεί να καλύψει θεραπευτικά τους ασθενείς όπως ακριβώς και οι άλλες χώρες. Ηδη χορηγούνται και τελευταίας γενιάς φάρμακα σε κάποιους ασθενείς.