Ρεπορτάζ

Στις 10 Απριλίου η εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό για δύο Ροδίτες που κατηγορούνται για εκβίαση με αφορμή εργατικό ατύχημα

Στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου θα συνεχιστεί η δικαστική διαμάχη που ξεκίνησε το 2017, με πρωταγωνιστές έναν άνδρα 38 ετών και τη σύζυγό του, 39 ετών, οι οποίοι φέρονται να επιχείρησαν να εκβιάσουν τον εργοδότη του πρώτου, ζητώντας αποζημίωση δεκάδων χιλιάδων ευρώ με απειλές για προσφυγή στη Δικαιοσύνη και στις ασφαλιστικές αρχές.
Η υπόθεση είχε απασχολήσει έντονα την τοπική κοινωνία της Ρόδου, καθώς ανέδειξε πρακτικές πίεσης στον χώρο της οικοδομής, με φόντο ένα εργατικό ατύχημα.

Το χρονικό της υπόθεσης
Σύμφωνα με τη δικογραφία, το περιστατικό εκτυλίχθηκε τον Ιούλιο του 2017 σε εργοτάξιο που αφορούσε εργασίες στη Μονή Παναγίας Τσαμπίκας. Ο 38χρονος εργαζόταν εκεί ως οικοδόμος όταν τραυματίστηκε, με αποτέλεσμα να υποστεί θλαστικό τραύμα στην αριστερή πλευρά του σώματός του και να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση.
Ο εργοδότης του, αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες, του έδωσε συνολικά 450 ευρώ για την κάλυψη των πρώτων εξόδων, υποστηρίζοντας όμως ότι δεν έφερε ευθύνη για το συμβάν, το οποίο χαρακτήρισε ως καθαρές ατύχημα λόγω αμέλειας του ίδιου του παθόντος.
Ωστόσο, λίγες ημέρες αργότερα ξεκίνησαν οι πιέσεις. Όπως προέκυψε από τις καταθέσεις, η 39χρονη σύζυγος του τραυματισθέντος επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον εργολάβο, ζητώντας να προσλάβει πλήρως τον άνδρα της με μισθό 250 ευρώ για διάστημα 50 μηνών – δηλαδή συνολικά 12.500 ευρώ – και ταυτόχρονα να δεσμευτεί ότι δεν θα τον απολύσει για όλο αυτό το διάστημα.
Σύμφωνα με την κατηγορία, του ξεκαθάρισε πως αν δεν δεχτεί, θα καταθέσουν μήνυση εναντίον του για υπαιτιότητα στο ατύχημα και θα προχωρήσουν και σε επίσημη καταγγελία στο ΙΚΑ, γεγονός που ενδέχεται να είχε σοβαρές νομικές και οικονομικές συνέπειες για τον εργοδότη.
Μάλιστα, λίγες ημέρες αργότερα, ο 38χρονος φέρεται να επανήλθε, αυτή τη φορά μειώνοντας τη συνολική απαίτηση, ζητώντας 200 ευρώ εβδομαδιαίως για τους επόμενους 50 μήνες – δηλαδή περίπου 40.000 ευρώ – διατηρώντας όμως τον ίδιο εκβιαστικό τόνο.

Η στάση του εργοδότη και η καταγγελία
Ο εργοδότης αρνήθηκε να υποκύψει στις απειλές. Αντιθέτως, προσέφυγε άμεσα στις δικαστικές αρχές, καταγγέλλοντας το περιστατικό και παραδίδοντας στοιχεία που, κατά την κρίση των διωκτικών αρχών, επιβεβαίωναν τον εκβιαστικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς των δύο κατηγορουμένων.

Κατά την πρωτοβάθμια εκδίκαση της υπόθεσης, το δικαστήριο έκρινε ότι οι δύο κατηγορούμενοι ενήργησαν με κοινό δόλο και από κοινού, με σκοπό να αποσπάσουν παράνομο περιουσιακό όφελος από τον εργολάβο, χρησιμοποιώντας ως μοχλό πίεσης την απειλή μηνύσεων και διοικητικών καταγγελιών. Το στοιχείο που βάρυνε ιδιαίτερα ήταν ότι η πράξη αυτή δεν ολοκληρώθηκε από επιλογή τους, αλλά επειδή ο παθών δεν ενέδωσε.
Το δικαστήριο τους έκρινε ενόχους για απόπειρα εκβίασης και επέβαλε σε καθέναν ποινή φυλάκισης ενός έτους.
Η δίκη σε δεύτερο βαθμό
Η υπόθεση επιστρέφει στο ακροατήριο, αυτή τη φορά ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου, στις 10 Απριλίου 2025. Οι δύο κατηγορούμενοι αναμένεται να προσπαθήσουν να ανατρέψουν την απόφαση, ενώ ο εργοδότης διατηρεί τη στάση του, επιμένοντας ότι ήταν θύμα μιας καλά οργανωμένης απόπειρας οικονομικού εκβιασμού.

Η απόφαση του Εφετείου θα κρίνει οριστικά την ποινική μεταχείριση των δύο κατηγορουμένων και αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς πρόκειται για μια υπόθεση που φέρνει στο φως τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να εργαλειοποιηθούν νομικά και διοικητικά μέσα για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών σκοπών.

 

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου