Με την υπ’ αρίθμ. 41/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που δημοσιεύθηκε χθες, απορρίφθηκε η αγωγή που άσκησαν κατά του Δήμου Ρόδου 60 μισθωτές δημοτικών καταστημάτων της Νέας Αγοράς επιδιώκοντας να αναγνωριστεί η ακυρότητα των όρων που περιέχονται στη σύμβαση παρατάσεως μισθώσεων, που υποχρεώθηκαν να υπογράψουν, δυνάμει αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου.
Το Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση για ορισμένους διαδίκους ενώπιον του καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, προκειμένου να εκδικαστεί κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών.
«Λαγός την φτέρη έσειε, κακό της κεφαλής του», είχε δηλώσει ο δήμαρχος Ρόδου κ. Φώτης Χατζηδιάκος, σχολιάζοντας την απόφαση 60 μισθωτών δημοτικών καταστημάτων της Νέας Αγοράς, να προσφύγουν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με τακτική αγωγή.
Ο κ. Χατζηδιάκος δεν είχε κρύψει την ενόχλησή του για την κίνηση αυτή και διαμήνυσε ότι αν η απόφαση ανατραπεί τότε οι μη καταβάλλοντες μίσθωμα θα θεωρηθούν αυθαίρετοι και θα ενεργοποιηθεί η διαδικασία εξώσεώς τους.
Οι 60 μισθωτές, ζήτησαν αρχικά με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων να υποχρεωθεί ο Δήμος Ρόδου να παραλείπει την υπογραφή της σύμβασης παράτασης της μίσθωσης με τους περιεχόμενους σε αυτήν όρους, η οποία συντάχθηκε σε εκτέλεση της με αριθμό 383/2015 απόφασης του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Ρόδου, και να απέχει από την εκτέλεση των όρων της σύμβασης εις βάρος όσων από εκείνους που έχουν ήδη υπογράψει, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της κυρίας αγωγής τους.
Επιπλέον ζήτησαν να μην υπογραφεί η σύμβαση παράτασης μισθώσεως δημοτικών καταστημάτων, ούτε να εκτελεστεί με οποιοδήποτε τρόπο η σύμβαση αυτή μέχρι εκδόσεως αποφάσεως επί της κυρίας αγωγής τους.
Ο Δήμος Ρόδου, ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι οι 60 μισθωτές δεν έχουν δικαίωμα ως τρίτοι να ακυρώσουν συμβάσεις που έχουν επιλέξει να υπογράψουν άλλοι μισθωτές και υποστήριξε ότι ήδη 25 περίπου μισθωτές έχουν τακτοποιήσει την εκκρεμότητα.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου έκρινε μεταξύ άλλων ότι η αγωγή εισάγει διαφορά ιδιωτικού δικαίου, για την οποία υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, και όχι διοικητική διαφορά ουσίας, διότι με τις ένδικες μισθώσεις, οι οποίες συνήφθησαν από τα συμβαλλόμενα μέρη με σκοπό, για μεν το δήμο, την εκμετάλλευση των ακινήτων του, δοθέντος ότι εισπράττει μίσθωμα και μάλιστα όσο υψηλότερο μπορεί (η κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων μίσθωσης έγινε κατόπιν διενέργειας πλειοδοτικού διαγωνισμού), για δε τους μισθωτές, την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας στα μίσθια καταστήματα, άμεσα εξυπηρετείται το συμφέρον του δήμου και των ιδιωτών μισθωτών και όχι του κοινωνικού συνόλου και συνεπώς λείπει η πιο ουσιαστική από τις προϋποθέσεις ύπαρξης διοικητικής σύμβασης.
Με άλλα λόγια, εκ των ένδικων μισθωτικών σχέσεων αναφύονται διαφορές που συνδέονται με την διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και δεν ανακύπτουν στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας ή σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας τους. Το γεγονός ότι υπάρχει η δυνατότητα διατύπωσης των όρων σύναψης της μίσθωσης εκ των προτέρων από το δημόσιο νομικό πρόσωπο δεν επιδρά στο χαρακτηρισμό της σύμβάσης, αφού λείπει από αυτή το παραπάνω στοιχείο. Ως εκ τούτων, οι μισθώσεις αυτές είναι συμβάσεις του ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητικές και οι από αυτές αναφυόμενες διαφορές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια.
Εξάλλου οι ενάγοντες ζητούν την αναγνώριση της ακυρότητας των περιεχόμενων στις συμβάσεις παράτασης των μισθώσεων όρων και δεν επιδιώκει – όπως αβάσιμα διατείνεται το εναγόμενο – την ακύρωση της απόφασης του δημοτικού συμβουλίου του εναγομένου, με την οποία αποφασίσθηκε η παράταση των υφιστάμενων μισθωτικών σχέσεων.
Ωστόσο, η υπό κρίση αγωγή δεν υπάγεται στην τακτική διαδικασία αλλά στην ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών και ανήκει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, διότι έχει ως αναγκαία ιστορική αιτία τις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις μίσθωσης επαγγελματικής στέγης, και επομένως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσας, το αντικείμενο αυτής συνιστά μισθωτική διαφορά.
Συνεπώς, πρέπει αυτή να παραπεμφθεί ενώπιον του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου.
Ο Δήμος Ρόδου εκπροσωπήθηκε από τους δικηγόρους κ.κ. Μανώλη Στάγκα και Δήμο Μουτάφη.