Ρεπορτάζ

Δεν αρκεί η υποψία: Η Δικαιοσύνη θέτει όρια στην ποινική δίωξη δικηγόρων

• Η υπ’ αριθ. 24-239/2024 διάταξη της Εισαγγελέως Εφετών κ. Ουρανίας Σταθέα ξεκαθαρίζει ότι ο δικηγόρος, όταν ενεργεί εντός των ορίων της εντολής του, δεν μπορεί να διώκεται ποινικά για πράξεις ή λόγια των εντολέων του

Σε μια εποχή όπου οι ποινικές διώξεις αξιοποιούνται συχνά όχι μόνο για την απόδοση δικαιοσύνης αλλά και ως μέσο πίεσης ή αντιπερισπασμού σε νομικές διαμάχες, η απόφαση 24-239/2024 της Εισαγγελέως Εφετών κ. Ουρανίας Γ. Σταθέα έρχεται να επαναφέρει τη νομική τάξη και την αναλογικότητα στη χρήση του ποινικού μηχανισμού.
Με τη συγκεκριμένη διάταξη απορρίπτεται προσφυγή πολιτών που ζητούσαν την ποινική δίωξη δικηγόρου για τα αδικήματα της εξύβρισης και συκοφαντικής δυσφήμησης, με βάση δικόγραφα και διαδικαστικά έγγραφα που συντάχθηκαν και κατατέθηκαν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Η απόφαση αποσαφηνίζει με νομική σαφήνεια και αυστηρότητα τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί —και κυρίως, δεν μπορεί— να κινηθεί ποινική δίωξη κατά δικηγόρου.

Η Αρχή της νομιμότητας δεν σημαίνει αυτόματη δίωξη
Η Εισαγγελέας Εφετών τονίζει ότι η αρχή της νομιμότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 51 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δεν επιβάλλει στον εισαγγελέα την αυτόματη άσκηση ποινικής δίωξης κάθε φορά που λαμβάνει μια μήνυση ή καταγγελία. Για να ενεργοποιηθεί η δίωξη απαιτείται σαφής και επαρκής ένδειξη τέλεσης αξιόποινης πράξης, και όχι απλώς η ύπαρξη μιας καταγγελίας.
Με βάση τον ισχύοντα ΚΠΔ, αλλά και τους προγενέστερους νόμους (3160/2003, 3346/2005, 3904/2010, 4055/2012), ο νομοθέτης έχει υιοθετήσει ένα αυστηρότερο φίλτρο ως προς την έναρξη ποινικών διαδικασιών, ειδικά όταν πρόκειται για κακουργήματα ή σοβαρά πλημμελήματα. Η διάταξη της κας Σταθέα καθιστά σαφές ότι η αποτροπή άσκοπων διώξεων είναι εξίσου θεμελιώδης αρχή με την απόδοση ποινικής δικαιοσύνης.

Ο ρόλος του δικηγόρου ως εκτελεστής εντολών – Όχι ως υποκείμενο ευθύνης
Το πιο κρίσιμο σημείο της απόφασης αφορά στη θέση του δικηγόρου στη δικαστική διαδικασία. Η διάταξη υπενθυμίζει —με επίκληση πλούσιας νομολογίας (ΑΠ 912/1998, 1568/1997, 1395/1996)— ότι ο δικηγόρος δεν υπέχει ποινική ευθύνη για την παράθεση ισχυρισμών, γεγονότων ή αξιολογήσεων που περιλαμβάνονται σε αγωγές, μηνύσεις ή δικόγραφα, όταν αυτά συντάσσονται κατόπιν εντολής του πελάτη του.
Ο λόγος είναι απλός: ο δικηγόρος ενεργεί κατ’ εντολή και υπό το βάρος της εμπιστοσύνης που του παρέχει ο εντολέας του. Το νομοθετικό και δεοντολογικό πλαίσιο (Κώδικας Δικηγόρων, ν. 4194/2013) αναγνωρίζει στον δικηγόρο τον ρόλο του εκτελεστή μιας νόμιμης και συνειδητής εντολής — όχι του δημιουργού περιεχομένου με ποινική ευθύνη.

Όχι “κατηγορώ” για τα λόγια του πελάτη
Η απόφαση προχωρά ακόμη πιο πέρα, αποκλείοντας το ενδεχόμενο ποινικής ευθύνης του δικηγόρου για όσα κατέθεσε προφορικά ο πελάτης του στο ακροατήριο σε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων. Το Δικαστήριο ξεκαθαρίζει πως δεν συνιστά αξιόποινη πράξη η παρουσία και συμμετοχή του δικηγόρου σε μια τέτοια διαδικασία, ακόμη και όταν ο πελάτης του εκφράζει προσβλητικούς ή επιθετικούς ισχυρισμούς για τον αντίδικο.
Στην πράξη, αυτό προστατεύει τον δικηγόρο από την εργαλειοποίηση του ποινικού δικαίου από αντιδίκους που επιχειρούν να τον στοχοποιήσουν προσωπικά, με απώτερο στόχο τη δημιουργία πίεσης και τον εκφοβισμό του.

Η “υπηρεσιακή ενέργεια” του συνηγόρου –  Όριο στην καταχρηστική ποινικοποίηση
Η έννοια της “υπηρεσιακής ενέργειας”, που αναπτύσσεται εκτενώς στη διάταξη, είναι καθοριστική: η κατάθεση δικογράφων ή σημειωμάτων, ακόμη και όταν αυτά περιέχουν υπερβολικές ή αιχμηρές εκφράσεις, δεν είναι προσωπική ενέργεια του δικηγόρου αλλά τυπική εκπλήρωση εντολής.
Η ύπαρξη “υπερχειλούς δόλου”, δηλαδή συνειδητής και εντατικής πρόθεσης βλάβης, απαιτείται για την ποινική στοιχειοθέτηση αδικημάτων όπως η ψευδής καταμήνυση ή η συκοφαντική δυσφήμηση. Όταν αυτός ο δόλος δεν τεκμηριώνεται —και στην προκειμένη περίπτωση κρίθηκε ότι δεν υπάρχει καν υπόνοια— τότε δεν μπορεί να προχωρήσει δίωξη.
Το τέλος της υπόθεσης – Η προσφυγή  απορρίπτεται
Η απόφαση της κας Σταθέα έρχεται μετά από προσφυγή πολίτη (Χ1), ο οποίος διαφώνησε με προηγούμενη διάταξη της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών, που είχε απορρίψει την έγκλησή του ως προς τον δικηγόρο Χ2, αλλά είχε ασκήσει δίωξη κατά των λοιπών εγκαλουμένων. Ο Χ1 ζητούσε τη δίωξη και του δικηγόρου, θεωρώντας ότι συμμετείχε ουσιαστικά στα αδικήματα που καταγγέλλονταν.
Ωστόσο, η Εισαγγελέας Εφετών έκρινε ότι οι ενδείξεις ήταν “ιδιαίτερα ασθενείς έως μηδενικές” και ότι η προσφυγή είναι “ουσιαστικά αβάσιμη”. Η αρχή της αναλογικότητας και του προσήκοντος βαθμού υποψίας δεν επιτρέπει ποινική δίωξη με αφορμή αμφίβολες ή αόριστες ενδείξεις.

Συμπερασματικά
Η Διάταξη 24-239/2024 αποτελεί σημαντικό νομικό ορόσημο ως προς τη θωράκιση της ανεξαρτησίας και της λειτουργικότητας του δικηγορικού λειτουργήματος έναντι καταχρηστικών ποινικών επιθέσεων.
Πέρα από τη συγκεκριμένη υπόθεση, στέλνει ένα ευρύτερο μήνυμα:
Η ποινική δίωξη δεν είναι εργαλείο τιμωρητικής εκδίκησης, αλλά θεσμική πράξη  ευθύνης και  τεκμηρίωσης.
Σε μια εποχή δικαστικών εντάσεων και συχνών καταγγελιών, η απόφαση αυτή θέτει τα όρια. Και τα όρια αυτά λέγονται: αποδείξεις, σκοπός, εντολή, και ευθύνη — αλλά όχι υπέρμετρη ποινικοποίηση της νομικής άσκησης.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου