Δύο διαφορετικά σενάρια για την οικονομική ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων εξετάζει η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσει την περικοπή του ΕΚΑΣ στο δεύτερο πακέτο θετικών μέτρων.
Μάλιστα, δεν αποκλείεται ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, να ανακοινώσει την επιπλέον παροχή κατά την διάρκεια της κεντρικής ομιλίας του, την Παρασκευή το βράδυ, στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα.Σημείο κλειδί για το ύψος της παροχής είναι τα επιπλέον έσοδα που θα εισπραχθούν μέσω της ρύθμισης οφειλών στα ασφαλιστικά ταμεία. Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες νέες παρεμβάσεις, αν κλειδώσουν, δεν θα πρέπει να αναμένονται πριν από το φθινόπωρο, όταν θα διαμορφώνεται σταδιακά και ο προυπολογισμός του 2020. Στόχος είναι η ενίσχυση του ΕΚΑΣ να επιστρέψει, αν κάτι τέτοιο κριθεί εφικτό, όχι ως προνοιακού τύπου επίδομα που θα χορηγείται ειδικά στους συνταξιούχους, αλλά ως μόνιμο τμήμα της συνταξιοδοτικής τους παροχής.
Εφάπαξ παροχή
Το πρώτο σενάριο που εισηγούνται οι ειδικοί, προβλέπει στη καταβολή επιδόματος που θα ξεκινάει από 40 ή 50 ευρώ και θα φτάνει ακόμη και τα 250 ευρώ το μήνα σε βάθος τριετίας μόνο για τους χαμηλοσυνταξιούχους (κυρίως όσους λαμβάνουν έως 500 ευρώ το μήνα μικτά), επιπρόσθετα στην σύνταξή τους. Τα χρήματα για την επιπλέον παροχή θα βρεθούν από πόρους που έχουν εξοικονομηθεί για την κοινωνική πρόνοια. Ο τρόπος αυτός θεωρείται παράδοξος και νομικά έωλος, καθώς για την ενίσχυση των χαμηλών εισοδημάτων έχει θεσμοθετηθεί το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης.
Παράλληλα, δεν είναι ορθό και δίκαιο να ενισχυθεί το εισόδημα μόνο των χαμηλοσυνταξιούχων με την μορφή «μπόνους», καθώς ασφαλισμένος με χαμηλό εισόδημα και λίγα έτη ασφάλισης θα βρεθεί να λαμβάνει σύνταξη μεγαλύτερη από έναν άλλο που έχει εισφέρει περισσότερα στο σύστημα. Υπενθυμίζεται μάλιστα ότι ο νόμος Κατρούγκαλου προβλέπει υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης για χαμηλόμισθους με λίγα έτη ασφάλισης, σε σχέση με υψηλόμισθους με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης.
Ακόμη, θα πρέπει να σημειωθεί η σφοδρή αντίδραση των δανειστών στην καταβολή του ΕΚΑΣ, το οποίο θεωρήθηκε επιπλέον παροχή με τη μορφή επιδόματος σε συνταξιούχους που δεν είχαν εισφέρει τις αντίστοιχες εισφορές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Αύξηση εθνικής σύνταξης
Το δεύτερο σενάριο, νομικά αρτιότερα τεκμηριωμένο κι ακολουθώντας το νόμο Κατρούγκαλου που εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ, προβλέπει την σταδιακή αύξηση του ποσού της εθνικής σύνταξης από 40 έως 250 ευρώ σε βάθος τριετίας από το 2020 έως το 2023. Στο τραπέζι έχει τεθεί η ενίσχυση μόνο των χαμηλοσυνταξιούχων, δηλαδή μόνο όσων λαμβάνουν λιγότερα από 500 ευρώ το μήνα, όπως έγινε και με την καταβολή της 13ης σύνταξης.
Ωστόσο νομικοί, ειδικοί στην κοινωνική ασφάλιση, επισημαίνουν ότι δεν γίνεται η αύξηση της εθνικής σύνταξης να νομοθετηθεί μόνο για τους χαμηλοσυνταξιούχους.
Κι αυτό γιατί η εθνική σύνταξη χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό μέσω της φορολογίας, οπότε δε μπορεί να γίνεται επιλεκτική αναδιανομή της. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το νόμο Κατρούγακλου, η αύξηση στις συντάξεις διαμορφώνεται κατά 50% από την ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
«Δημιουργική λογιστική»
Η ετήσια δαπάνη μιας τέτοιας επιλογής μπορεί να περιοριστεί δραστικά, εφόσον η κυβέρνηση συμψηφίσει την μελλοντική αύξηση της εθνικής σύνταξης με την προσωπική διαφορά που έχει διαπιστωθεί στην πλειοψηφία των συντάξεων και δεν κόπηκε.
Σύμφωνα με τη δέσμευση της υπουργού Εργασίας, Έφης Αχτσιόλγου, εντός του επόμενου μήνα θα σταλούν σε όλους τους «παλιούς» συνταξιούχους τα ενημερωτικά σημειώματα με τα ποσά των συντάξεων τους πριν και μετά τον επανυπολογισμό με βάση το Νόμο Κατρούγκαλου. Στο ειδοποιητήριο θα αναγράφεται η προσωπική διαφορά. Δηλαδή εάν ένας συνταξιούχος πριν το νόμο Κατρούγκαλου έπαιρνε 1.000 ευρώ σύνταξη, μετά τον επανυπολογισμό θα έπρεπε να λάβει 900 ευρώ, η προσωπική του διαφορά είναι 100 ευρώ. Από την 1η Ιανουάριου τα 100 ευρώ εξακολουθούν να καταβάλλονται στον συνταξιούχο, καθώς δεν εφαρμόστηκε η περικοπή της προσωπικής διαφοράς κατά 18%.
Όμως ο νόμος ξεκαθαρίζει ότι το ποσό της προσωπικής διαφοράς θα συμψηφίζεται σταδιακά με τις μελλοντικές αυξήσεις που θα θεσμοθετηθούν για τις συντάξεις.
«Η διαφορά μεταξύ του παλαιού υπολογισμού και του επανυπολογισμού θα καταβάλλεται ως «προσωπική διαφορά» η οποία από 1-1-2023 θα συμψηφίζεται κατ’ έτος με τις ετήσιες αναπροσαρμογές των συντάξεων μέχρι την πλήρη εξάλειψή της», σύμφωνα με το Ν. 4583/18 που προβλέπει τη μη περικοπή της προσωπικής διαφοράς έως 18%.
Σε περίπτωση λοιπόν που οι σχεδιαζόμενες από την κυβέρνηση αυξήσεις έρθουν από το 2023, τότε δεν θα περάσουν στην τσέπη της πλειοψηφίας των συνταξιούχων, καθώς θα συμψηφιστούν με την προσωπική τους διαφορά.
Με αυτό τον τρόπο ευνοημένοι θα είναι κυρίως οι χαμηλοσυνταξιούχοι με απολαβές μικρότερες των 500 ευρώ μεικτά, οι οποίοι δεν έχουν προσωπική διαφορά καθώς είναι ευνοημένοι από τα ποσοστά αναπλήρωσης του Νόμου Κατρούγκαλου.
Η αρχή των αυξήσεων έχει ήδη γίνει με τις αυξήσεις που δόθηκαν από 1/1/2019 σε 620.000 συνταξιούχους, στο πλαίσιο του επανυπολογισμού.
Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και πολλοί χαμηλοσυνταξιούχοι, που εισέπρατταν το ΕΚΑΣ. Από 1/1/2019 έλαβαν το 1/5 της αύξησης που δικαιούνται, ενώ τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα λάβουν σταδιακά και τα υπόλοιπα. Υπενθυμίζεται πως από το 2016 το ΕΚΑΣ δίνεται σε συνταξιούχους που εισπράττουν ακαθάριστο ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης έως 660 ευρώ και φέτος – τελευταία χρονιά χορήγησής του – έχει φτάσει στα 12 ευρώ μηνιαίως.
Εθνική σύνταξη
Η εθνική σύνταξη αποτελεί την βάση πάνω στην οποία χτίζεται το σύνολο της σύνταξης, καθώς σε αυτή προστίθεται η ανταποδοτική σύνταξη, η οποία αντιστοιχεί στις εισφορές που έχει καταβάλλει ο ασφαλισμένος.
Από το 2016 η Εθνική Σύνταξη χορηγείται σε όλους ανεξάρτητα από τον χρόνο ασφάλισης και τις συντάξιμες αποδοχές. Ανέρχεται στα 384 ευρώ για όσους αποχωρούν με 20 και άνω έτη ασφάλισης. Όσοι συνταξιοδοτούνται με 15-20 χρόνια ασφάλισης έχουν απομείωση 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών. Συγκεκριμένα:
-Για 15 έτη ασφάλισης το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης είναι 345,60 ευρώ.
-Για 16 έτη ασφάλισης 353,28 ευρώ
-Για 17 έτη ασφάλισης 360,96 ευρώ
-Για 18 έτη ασφάλισης 368,64 ευρώ
-Για 19 έτη ασφάλισης, 376,32 ευρώ
-Από 20 έτη ασφάλισης και άνω 384 ευρώ
Το πλήρες ποσό της Εθνικής Σύνταξης δεν εξαρτάται μόνο από τον χρόνο ασφάλισης αλλά και από την μόνιμη και νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα. Επίσης το ποσό της εθνικής σύνταξης μειώνεται αναλογικά στις περιπτώσεις καταβολής μειωμένης σύνταξης, ενώ αναλογική παροχή προβλέπεται και για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας κάτω από 80%.