Βρυξέλλες, 22
Τον τρόπο με τον οποίο θα εκταμιευθεί η δόση των 8,5 δισ. που εγκρίθηκε στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου προς την Ελλάδα ξεκαθαρίζει με ανακοίνωσή του ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης (ESM). Σύμφωνα, λοιπόν, με την ανακοίνωση η δόση θα εκταμιευθεί σε σε δύο φάσεις, με τη δεύτερη εκταμίευση να αναμένεται να ολοκληρωθεί μετά το καλοκαίρι. Η πρώτη εκταμίευση αναμένεται να πραγματοποιηθεί στις αρχές Ιουλίου και θα ανέρχεται σε 7,7 δισ. ευρώ. Τα χρήματα αναμένεται να καλύψουν κυρίως ελληνικά χρέη προς την ΕΚΤ, το ΔΝΤ και ιδιώτες επενδυτές, αλλά και οφειλές προς τον ιδιωτικό τομέα. Η δεύτερη εκταμίευση, ύψους 800 εκατ. ευρώ, αναμένεται να ολοκληρωθεί μετά το καλοκαίρι, υπό την προϋπόθεση η Ελλάδα να συνεισφέρει με δικούς της πόρους στην προσπάθεια μείωσης των ληξιπρόθεσμων χρεών προς ιδιώτες.
Η Αθήνα «ολοκλήρωσε ένα εντυπωσιακό πακέτο μεταρρυθμίσεων», που «προστίθενται στα όσα έχει ήδη κάνει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια», ανέφερε. «Οι εξελίξεις της δεύτερης αξιολόγησης αποδεικνύουν ότι η προσέγγιση του ESM αποδίδει καρπούς και ότι η Ελλάδα μπορεί να καταστεί το επόμενο success story» τόνισε ο επικεφαλής του ESM, ωστόσο, ο ίδιος διευκρίνισε πως οι στόχοι θα επιτευχθούν με την προϋπόθεση να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις.
Ο κ. Ρέγκλινγκ επεσήμανε, μεταξύ άλλων, τη σημασία που έχουν οι προετοιμασίες για μια δοκιμαστική έξοδο της χώρας στις αγορές, χωρίς να διευκρινίσει, ωστόσο, το χρονικό περιθώριο. Γράφοντας στο ενημερωτικό σημείωμα του ESM προς επενδυτές, ο κ. Ρέγκλινγκ δεν κάνει καμία αναφορά στο θέμα το χρέους, και αρκείται να χαιρετίσει τη συμφωνία του Eurogroup για τη δόση.
Ρέγκλινγκ: Όχι σε ελάφρυνση αν δεν εφαρμοστεί
το πρόγραμμα
Νωρίτερα, επικριτικός για όσους πιστεύουν ότι στην Ελλάδα δεν έχει γίνει τίποτα τα τελευταία χρόνια ήταν σε ομιλία του ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ. Ο κ. Ρέγκλινγκ μίλησε στο Ινστιτούτο Walter Eucken στη Φρανκφούρτη, ενώ παράλληλα, επανέλαβε ότι η Ελλάδα θα μπορεί να βγει στις αγορές το αργότερο το 2018, εφόσον εφαρμοστούν οι συμφωνηθείσεις μεταρρυθμίσεις.
“Ιδιαίτερα στην Γερμανία, ακούω ξανά και ξανά ότι τίποτα δεν συνέβη στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για μια απαράδεκτη διαστρέβλωση των γεγονότων, και μια προσβολή προς τον ελληνικό λαό, που έπρεπε να αποδεχθεί τις μειώσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, οι οποίες θα ήταν αδιανόητες στη Γερμανία. Ας τονίσω, λοιπόν, ότι η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο. Η δημοσιονομική προσαρμογή είναι ιδιαιτέρως αξιοσημείωτη. Το 2009, το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν πάνω από το 15% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Το 2016, η Ελλάδα πέτυχε δημοσιονομικό πλεόνασμα 0,7%. Μόνον η Γερμανία και τρεις άλλες χώρες της ΕΕ είχαν πλεόνασμα που ήταν λίγο υψηλότερο. Μια τέτοια επιτυχημένη εξυγίανση θα ήταν αδύνατη χωρίς θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις. Η Γερμανία θα πρέπει να το εκτιμά αυτό”, δήλωσε ο Ρέγκλινγκ σύμφωνα με το κείμενο της ομιλίας του που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του ESM. Ο επικεφαλής του ESM χαρακτήρισε την Ελλάδα ειδική περίπτωση ανάμεσα στις πέντε χώρες που μπήκαν σε προγράμματα οικονομικής στήριξης, εκτιμώντας ότι η Αθήνα δεν θα χρειαστεί το σύνολο των κεφαλαίων που προβλέπονται από το τρέχον πρόγραμμα στήριξης. “Στο τρέχον πρόγραμμα του ESM, έχουμε εκταμιεύσει περίπου 30 δισεκ. ευρώ προς την Ελλάδα από το συνολικό πρόγραμμα ύψους έως 86 δισεκ. ευρώ. Από την αρχή του πρώτου προγράμματος το 2010, το συνολικό ποσό ανέρχεται τώρα στα 174 δισεκ. ευρώ. Το πρόγραμμα του ESM διαρκεί έως τον Αύγουστο του 2018, αλλά δεν αναμένω ότι η χώρα θα χρειαστεί το σύνολο των κεφαλαίων που απομένουν, που είναι περίπου 55 δισεκ. ευρώ, σε αυτή την περίοδο. Και αυτό σημαίνει ότι μάλλον θα είμαστε σαφώς κάτω από το ανώτατο όριο του προγράμματος των 86 δισεκ. ευρώ”, σημείωσε ο Ρέγκλινγκ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, στο ασφαλιστικό σύστημα, στην αγορά εργασίας και τον τραπεζικό κλάδο ήταν από τις πλέον σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων οικονομικής βοήθειας του EFSF και του ESM. “Αυτοί ήταν οι λόγοι που ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) υπέδειξε την Ελλάδα ως πρωταθλητή των μεταρρυθμίσεων μεταξύ όλων των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ στη μελέτη του “Going for Growth”, σημείωσε ο Ρέγκλινγκ. Παράλληλα, επανέλαβε ότι το ελληνικό πρόγραμμα μπορεί να ολοκληρωθεί με επιτυχία αρκεί η κυβέρνηση να εφαρμόσει τις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις, σημειώνοντας ότι “εάν γίνει αυτό, η κυβέρνηση θα μπορεί, επίσης, να εκδώσει και πάλι κρατικά ομόλογα το αργότερο το επόμενο έτος, όπως έκανε δύο φορές η προκάτοχός της στα μέσα του 2014”. “Η αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την πετυχημένη ολοκλήρωσή του. Χωρίς αυτή, οι χώρες δεν θα είναι διατεθειμένες να παράσχουν περαιτέρω ελάφρυνση χρέους στην Ελλάδα μετά το τέλος του προγράμματος το 2018, εάν συνεχίζει έως τότε να υπάρχει ανάγκη για αυτό”, τόνισε ο Ρέγκλινγκ.
ΕΚΤ: Εμείς θα αποφασίσουμε εάν θα μπει η Ελλάδα στο QE
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα αποφασίσει για την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγορών ομολόγων (QE) με βάση τη δική της αξιολόγηση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, δήλωσε το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της, Πέτερ Πράετ, σε συνέντευξη που έδωσε στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel. Πριν την όποια αλλαγή του προγράμματος αγορών ομολόγων, «πρέπει να κάνουμε τη δική μας ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους», τόνισε, προσθέτοντας: «Δεν θα βασιστούμε σε άλλους για αυτό. Είτε πρόκειται για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας είτε για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο καθένας έχει τη δική του προοπτική. Όταν, όμως, πρόκειται για αγορά ομολόγων, πρέπει να το εξετάσουμε εμείς».
Ερωτηθείς, αν η διατύπωση αυτή σημαίνει «όχι», ο Πράετ απάντησε: «Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να το εξετάσουμε εμείς».
Ο κεντρικός τραπεζίτης είπε ότι η ΕΚΤ ασκεί τη νομισματική πολιτική για το σύνολο της Ευρωζώνης και η πολιτική αυτή ήταν αποτελεσματική. Υπάρχει, είπε, μία ευρύτερη ανάκαμψη, η οποία πιθανόν θα συνεχισθεί. Απρόσμενα, πρόσθεσε, οι τιμές αυξάνονται ακόμη με βραδύ ρυθμό.
«Αυτό, όμως, θα αλλάξει βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα και θα βοηθήσει για να επέλθει μία αλλαγή στη νομισματική πολιτική. Επομένως, υπάρχει φως στο τέλος του τούνελ», σημείωσε.
Στην ερώτηση, αν θα είναι εύκολο να αποφασίσει η ΕΚΤ τη σταδιακή κατάργηση των αγορών κρατικών ομολόγων, καθώς θα αυξάνονταν και πάλι τα spreads (οι διαφορές στις αποδόσεις) των ομολόγων χωρών, όπως η Ιταλία, ο Πράετ απάντησε: «Εάν αυξηθούν τα spreads για μία συγκεκριμένη χώρα, αυτό δεν είναι πρόβλημα νομισματικής πολιτικής.
Δεν ξεχωρίζουμε συγκεκριμένες χώρες και ούτε είμαστε εδώ για να διασφαλίζουμε ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης για τις κυβερνήσεις.
Όταν έρθει η ημέρα, θα κοιτάξουμε τον πληθωρισμό και θα δράσουμε ανάλογα, ανεξάρτητα από το αν θα διαμαρτυρηθούν κυβερνήσεις».