Της Στεφανίας Σούκη
«Η τουριστική ζήτηση που υπάρχει για την Ελλάδα, μπορεί κάλλιστα να απορροφηθεί, προσφέροντας απασχόληση και εισόδημα σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας».
Αυτή είναι η απάντηση του προέδρου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων κ. Γιάννη Ρέτσου, στο ερώτημα για το «αν μπορεί η Ελλάδα να αντέξει φέτος το ρεκόρ των τουριστών», που θέτουν διεθνή μέσα ενημέρωσης επικαλούμενα τα προβλήματα που μπορεί να παρατηρηθούν φέτος κατά τη διάρκεια της υψηλής σεζόν στους πιο δημοφιλείς ελληνικούς προορισμούς λόγω της αύξησης της τουριστικής κίνησης, ξεκινώντας από τις «πρωταθλήτριες» Κυκλάδες και τη Σαντορίνη και φθάνοντας μέχρι το Ιόνιο και την Κέρκυρα, όπου το ζήτημα των απορριμμάτων έχει επανέλθει στο προσκήνιο.
Οι τουριστικοί φορείς θεωρούν ότι προβλήματα, όπως για παράδειγμα αυτό της διαχείρισης απορριμμάτων, μπορεί να αναδεικνύονται περισσότερο λόγω της ανόδου της τουριστικής κίνησης, ωστόσο, είναι κατά κύριο λόγο ζητήματα σχεδιασμού και προγραμματισμού των προορισμών και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται, ενώ δε θα πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός των ωφελειών του κλάδου στις τοπικές οικονομίες.
Και πράγματι ως προς το εισόδημα που έχει προσφέρει ο κλάδος μέσα στην κρίση, αρκεί να αναφερθεί ότι από το 2013 και μετά ο τουρισμός και τα επαγγέλματα που τον υποστηρίζουν, έχουν συνεισφέρει στο ελληνικό ΑΕΠ περίπου 200 δισ. ευρώ, ενώ κατά τη διάρκεια της τελευταίας οκταετίας, μέσα στην κρίση, οι άμεσες ταξιδιωτικές εισπράξεις, τα έσοδα δηλαδή που εισέρρευσαν στη χώρα από τους ξένους τουρίστες που επισκέφθηκαν την Ελλάδα, αγγίζουν τα 100 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Ενδεικτικά, σε Κρήτη, Νότιο Αιγαίο και Ιόνιο συνεισφέρει άμεσα στη δημιουργία άνω του 47,4% του ΑΕΠ των Περιφερειών αυτών, με αποτέλεσμα αυτές να έχουν από τα υψηλότερα κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα.
Ο κ. Ρέτσος στη συνέντευξή του στο ”business stories”, θεωρεί ότι παρά το «σερί» της ανόδου των τελευταίων ετών, η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει θέμα υπερτουρισμού- ένα ζήτημα το οποίο συζητείται ευρέως σε άλλους ευρωπαϊκούς προορισμούς. Ωστόσο, με το βλέμμα και στις επόμενες σεζόν, θέτει εκ των ων ουκ άνευ την περαιτέρω βελτίωση των υποδομών αλλά και την ανάπτυξη συμπληρωματικών τουριστικών προϊόντων, τονίζοντας και το ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία θα πρέπει να αναλαμβάνει και αυτή πρωτοβουλία προκειμένου να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που προκύπτουν σε τοπικό επίπεδο.
«Ο υπερτουρισμός, είναι μια έννοια που έχει λάβει μεγάλη προβολή τους τελευταίους μήνες. Στην πραγματικότητα όμως, είναι ένα φαινόμενο που είναι συγκεντρωμένο και χωρικά, τοπικά και χρονικά, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλον τον κόσμο. Επίσης ο υπερτουρισμός δεν πρέπει να συγχέεται με τον «συνωστισμό», δηλαδή την απλή συγκέντρωση μεγάλου αριθμού τουριστών σε κάποιο αξιοθέατο.
Υπερτουρισμό έχουμε όταν ο τουρισμός διαταράσσει την ζωή των μόνιμων κατοίκων, ή επηρεάζεται ένας φυσικός ή πολιτιστικός πόρος από τις μεγάλες τουριστικές ροές και όχι όταν απλά έχουμε μεγάλο αριθμό τουριστών. Τα προβλήματα, όπως για παράδειγμα της διαχείρισης απορριμμάτων, όπως και άλλα θέματα που μπορεί να συνδέονται με την έννοια του υπερτουρισμού, είναι κατά κύριο λόγο ζητήματα σχεδιασμού και προγραμματισμού των προορισμών και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται».
Ο κ. Ρέτσος επισημαίνει ότι το πρόβλημα του υπερτουρισμού είναι σχετικά πρόσφατο και οι πολιτικές αντιμετώπισής του είναι υπό διαμόρφωση στις περισσότερες χώρες. Πάντως δύο πράγματα είναι σίγουρα:
«Πρώτον, η αντιμετώπιση πρέπει να είναι στοχευμένη, ανάλογα με τα προβλήματα που προκύπτουν σε κάθε περιοχή και δεν υπάρχουν οριζόντιες λύσεις για όλες τις περιπτώσεις. Και, δεύτερον, δεδομένης της τοπικής υφής των προβλημάτων του υπερτουρισμού, η πρωτοβουλία αντιμετώπισής τους θα πρέπει να ανήκει στην Αυτοδιοίκηση, η οποία έχει πολύ μεγάλα οικονομικά οφέλη από την τουριστική κίνηση. Σε κάθε περίπτωση ο ΣΕΤΕ, στο πλαίσιο δράσεων για την ενδυνάμωση της φωνής του ελληνικού τουρισμού στις Βρυξέλλες, έχει ήδη αναλάβει πρωτοβουλία, προκειμένου το ζήτημα της αντιμετώπισης του υπερτουρισμού να συμπεριληφθεί στην ατζέντα των θεμάτων προς συζήτηση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Με τις προβλέψεις από πλευράς του υπουργείου Τουρισμού να κάνουν λόγο για αύξηση φέτος των διεθνών αφίξεων σε επίπεδα πάνω από τα 32 εκατομμύρια από τα 30 και πλέον του 2017, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, θεωρεί ότι η τουριστική ζήτηση μπορεί κάλλιστα να απορροφηθεί: «Μεμονωμένα ζητήματα που τυχόν παρουσιάζονται σε κάποιους προορισμούς, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα, από την Πολιτεία.
Παράλληλα, όμως πρέπει να μεριμνήσουμε και για το μέλλον, δρομολογώντας τις απαραίτητες δημόσιες επενδύσεις που απαιτούνται για τη βελτίωση των υποδομών, αλλά και μικρότερου ύψους επενδύσεις, που θα υποστηρίξουν τη δημιουργία συμπληρωματικών τουριστικών προϊόντων. Έχουμε καταγράψει τις επιπτώσεις που έχουν υποστεί ανταγωνιστικοί μας προορισμοί, στους οποίους έχουν λάβει διαστάσεις τέτοιου είδους φαινόμενα εν μέσω της αιχμής της σεζόν και θέλουμε μέσω της λήψης των κατάλληλων μέτρων, να αποφευχθεί κάτι ανάλογο τα επόμενα χρόνια και στη χώρα μας».
Οι αφίξεις φέτος, η εποχικότητα κι ο εσωτερικός τουρισμός
Ειδικά για την πορεία του κλάδου το 2018, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ επισημαίνει ότι η δυναμική του ελληνικού τουρισμού, συνεχίζεται και τη φετινή σεζόν. Τα πλέον πρόσφατα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ, δείχνουν μία αύξηση της τάξης του 15% των διαθέσιμων αεροπορικών θέσεων στα περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας, σε σχέση με το 2017. «Το θέμα όμως για εμάς, δεν είναι μόνο πόσοι περισσότεροι τουρίστες θα έρθουν στην Ελλάδα σε ετήσια βάση. Θα πρέπει να βελτιωθούν και άλλα σημαντικά τουριστικά μεγέθη, όπως για παράδειγμα η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη των ξένων επισκεπτών μας», σχολιάζει χαρακτηριστικά.
Στο ερώτημα αν τελικά έχει περιοριστεί η εποχικότητα και έχει επιτευχθεί σε ένα μεγάλο βαθμό το μεγάλο ζητούμενο της επιμήκυνσης, όπως υποστηρίζει το υπουργείο Τουρισμού και η ίδια η υπουργός κ. Ελενα Κουντουρά αναφερόμενη στον σχεδιασμό για «τουρισμό 365 ημέρες το χρόνο» ο κ. Ρέτσος απαντά ότι «πράγματι, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει βήματα στη κατεύθυνση της διεύρυνσης της τουριστικής περιόδου. Η Ελλάδα έχει τις δυνατότητες να προσελκύσει ακόμη μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών, πέραν της αιχμής της σεζόν. Η επιμήκυνση της σεζόν, ωστόσο, δεν είναι μία υπόθεση που αφορά μόνο το υπουργείο Τουρισμού. Θα πρέπει να υπάρχει ανταπόκριση και από τον ιδιωτικό τομέα, για να διαμορφωθεί το μείγμα εκείνο των ενεργειών που θα ανοίξει σε μόνιμη βάση τη σεζόν για τη χώρα μας».
Ο ίδιος απαντά και στο ερώτημα αν ακριβώς λόγω της μεγάλης αύξησης της ζήτησης και την εφετινή χρονιά έχει κλείσει η «ψαλίδα» ως προς την τουριστική Ελλάδα των «δύο ταχυτήτων», από τη μία πλευρά με τους δημοφιλείς – κυρίως νησιωτικούς- προορισμούς κι από την άλλη τους λιγότερο προβεβλημένους κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας που στηρίζονταν, σε μεγάλο βαθμό στον εσωτερικό τουρισμό:
«Η τουριστική κίνηση από την εσωτερική αγορά, έχει σταθεροποιηθεί στα χαμηλά επίπεδα των προηγούμενων ετών, ως αποτέλεσμα της κρίσης που έχει περιορίσει το διαθέσιμο εισόδημα για ταξιδιωτικές αποδράσεις. Αρκεί να αναφέρω πως η δαπάνη των Ελλήνων για ταξίδια το 2008 ήταν περίπου 3,9 δισ. ευρώ και σήμερα είναι περίπου 1,3 δισ. ευρώ. Τώρα, τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου δείχνουν αύξηση των τουριστικών μεγεθών τόσο στους δημοφιλείς όσο και στους λιγότερο γνωστούς προορισμούς στις διεθνείς αγορές.
Η διαμόρφωση των μεγεθών στο πλαίσιο της λειτουργίας του εκάστοτε προορισμού, είναι το αποτέλεσμα μίας σύνθεσης πολλών παραμέτρων. Από τη συχνότητα των αεροπορικών ή ακτοπλοϊκών συνδέσεων, έως τοπικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα το μεταναστευτικό, που δύνανται να επηρεάσουν την λειτουργία του εκάστοτε προορισμού, ή καθημερινά πράγματα όπως η καθαριότητα και η ευπρέπεια των δημόσιων χώρων. Επίσης σημαντικός παράγοντας, είναι ο βαθμός εξάρτησης από συγκεκριμένες αγορές του εξωτερικού, με δυναμική ή ασθενική τουριστική διείσδυση ανά έτος σε επίπεδο χώρας».
Oι κερδισμένες Περιφέρειες
Δεδομένα πάντως είναι τα οφέλη του κλάδου στις τοπικές οικονομίες, με εντυπωσιακή τη συμμετοχή του τουρισμού στην διαμόρφωση του ΑΕΠ του Νοτίου Αιγαίου, σε ποσοστό 76,8%, της Κρήτης, σε ποσοστό 47,4%, και των Ιόνιων Νήσων, σε ποσοστό 73%. Ακολουθούν με μεγάλη όμως απόσταση η Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας, (10%), το Βόρειο Αιγαίο (8,6%) και η Ηπειρος με 7,1%.
Με βάση τα στοιχεία του Sete Intelligence, η άμεση συνεισφορά του τουρισμού στη διαμόρφωση του ΑΕΠ ανήλθε πέρυσι στο 10,3% ή σε περίπου 18,3 δισ. (+9,3% σε σύγκριση με το 2016), ενώ η έμμεση, από τα επαγγέλματα που την υποστηρίζουν, ξεπέρασε τα 30 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας τελικά τα 48 δισ. ευρώ. Από τα 18,3 δισ. ευρώ, τα 14,2 δισ. ευρώ αφορούν τη δαπάνη των εισερχόμενων τουριστών, το 1,32 δισ. ευρώ τον εγχώριο τουρισμό, το 1,4 δισ. ευρώ τις αερομεταφορές και ακολουθούν επιμέρους κατηγορίες όπως οι θαλάσσιες μεταφορές, οι επενδύσεις κ.α..
Ανά Περιφέρεια, από το σύνολο των 18,3 δισ. ευρώ, η αναλογία της άμεσης τουριστικής δαπάνης στο Νότιο Αιγαίο είναι 4,7 δισ. ευρώ, στην Κρήτη 4,2 δισ. ευρώ και στα Ιόνια νησιά στα 2,29 δισ. ευρώ. Οι Περιφέρειες αυτές έχουν από τα υψηλότερα κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα, τεκμηριώνοντας την άποψη ότι ο τουρισμός οδηγεί σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των περιοχών στις οποίες αναπτύσσεται.
Με βάση τα στοιχεία του Sete Intelligence, από το 2013 και μετά ο τουρισμός και τα επαγγέλματα που τον υποστηρίζουν, έχουν συνεισφέρει στο ελληνικό ΑΕΠ περίπου 200 δισ. ευρώ, ενώ για κάθε 1 ευρώ που φέρνει ο κλάδος, προσθέτει στο ΑΕΠ της χώρας 2,2 με 2,65 ευρώ. Επιπλέον, όσον αφορά την απασχόληση υπολογίζεται ότι έχει συμβάλει να δημιουργηθούν περίπου 4 στις 10 θέσεις εργασίας στη χώρα.