Συνεντεύξεις

Βασιλική Πίτση: “Η Θάλειά μου έφυγε από τη ζωή νικήτρια, όχι νικημένη”

H ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΓΕΝΝΑΙΟΥ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ ΟΠΩΣ ΤΗ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΣΤΗ «δ» Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ • «Ελεγα δεν σε γέννησα φυσιολογικά, δεν γνώρισα ωδίνες τοκετού δυστυχώς όμως γνώρισα τις ωδίνες του θανάτου» • «Καθώς έπεφτε σε κώμα, ξαφνικά σηκώνει το κεφάλι της, γουρλώνει τα μάτια της με μια διαπεραστικότητα, με καρφώνει το βλέμμα της και μου λέει – δεν ξέρω αν μίλαγε σε εμένα ή σε κάποιον άλλον εκείνη τη στιγμή – “Εγώ, θέλω να ζήσω!» • «Η ζωή είναι πόνος αλλά και χαρά, ξέρω ότι κάθε μέρα που περνάει με φέρνει όλο και πιο κοντά της και είμαι πολύ χαρούμενη. Και από την άλλη κάθε στιγμή που ζω, είναι δώρο του Θεού»

Η Βασιλική Πίτση μέσα από τον αφόρητο πόνο που βιώνει μια μάνα που χάνει το παιδί της, θέλησε να τιμήσει την μνήμη της κόρης της Θάλειας Καρακατσάνη, γράφοντας ένα παραμύθι για την αγάπη και την ενσυναίσθηση.
Ο καλόκαρδος γέροντας ο μπάρμπα-Γιάννης κι ο ευαίσθητος γαϊδαράκος Θαλής, είναι οι πρωταγωνιστές του παραμυθιού «Ο γαϊδουράκος Θαλής και το τριαντάφυλλο που το έλεγαν Αγάπη».
Πίσω από κάθε λέξη του παραμυθιού που πολύ σύντομα θα κυκλοφορήσει και στο εξωτερικό, βρίσκεται η Θάλεια, ένα φωτεινό και αισιόδοξο κορίτσι που βιαζόταν να κάνει πράγματα στη ζωή της. Και έκανε πολλά στα μόλις 34 χρόνια που πρόλαβε να ζήσει.
Τη συγκλονιστική ιστορία της Θάλειας, αφηγείται η μητέρα της, Βασιλική, στη συνέντευξή της σήμερα στη «δημοκρατική»…
• Βασιλική, θα ήθελα να ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας από την αφορμή, από την ιδέα, για τη συγγραφή του βιβλίου.
Αυτό έγινε έναν χρόνο σχεδόν από τον χαμό της Θάλειας στις 26 Φεβρουαρίου του 2022. Το ’23 προέκυψε η ιδέα εντελώς απροσδόκητα. Προσπαθώντας τότε να διαχειριστώ την απώλεια του παιδιού μου, ήθελα να κάνω μια αναδρομή στο παρελθόν μου από τότε που ήμουν μικρή και μπήκα να δω φωτογραφίες. Εκεί που σκάλιζα τις φωτογραφίες στον υπολογιστή μου, έπεσα σε μια από ένα Reunion των αποφοίτων του Γυμνασίου Θηλέων του ’84, που μου είχε στείλει μια φίλη μου. Ήταν φωτογραφία από ένα λεύκωμα, που μου είχαν στείλει 10 χρόνια πριν μαζί με άλλες, αλλά εγώ δεν την είχα δει. Έγραφα κάτι σαν αποχαιρετιστήριο μήνυμα, επειδή τελειώναμε το Γυμνάσιο το οποίο είχε ως εξής: “Αγαπημένη μου Μαρία, πρέπει να ξέρεις ότι ο χρόνος είναι τόσο γοργός που είναι αδύνατον να τον προφτάσεις ποτέ. Τα βάσανα, οι κακίες του κόσμου, θα σε περιτριγυρίζουν, θα προσπαθούν να σε αρπάξουν, θα τα νικήσεις έχοντας μια δυνατή ανάμνηση μέσα σου. Μια ανάμνηση από τα παιδικά σου χρόνια, στις κάθε είδους δυσκολίες κάνε μια αναδρομή στο παρελθόν, σκέψου τις φίλες σου, τα καλά τους λόγια, πάρε δύναμη και προχώρα. Αρματώσου με τα όπλα της αγνής αγάπης, διότι πρέπει να ξέρεις ότι το μόνο τριαντάφυλλο στον κόσμο που δεν έχει αγκάθια είναι η αγάπη”. Προσπαθούσα να θυμηθώ πότε το έγραψα, σε ποια το έγραψα. Και συνειδητοποιώ ότι ήμουν στην Τρίτη Γυμνασίου και ότι ήταν το μόνο πράγμα από τη ζωή μου που δεν το μοιράστηκα ποτέ με την Θάλεια κι αυτό μου προκαλούσε πόνο. Και από το έντονο κλάμα δεν άντεχα άλλο μέσα στο σπίτι, οπότε αποφάσισα να βγω έξω. Μπήκα λοιπόν στο αυτοκίνητο και καθώς είμαι σε αγροτική περιοχή, σταματάει μπροστά μου μια μαμά γαϊδουρίτσα και πίσω της χαρωπά το γαϊδουράκι. Εκείνη τη στιγμή κοκκαλώνω, βλέπω αυτή τη σκηνή την ταυτίζω με τη σχέση που είχα εγώ με την κόρη μου. Ήμασταν πολύ δεμένες, η αγκαλιά μας λειτουργούσε σαν μαγνήτης. Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να μου έρχονται ιδέες. Είχα αποδείξεις από σούπερ μάρκετ μέσα στο αυτοκίνητο, βρήκα στυλό και άρχισα να γράφω, δεν μπορούσα να σταματήσω. Μου τελειώνουν τα χαρτάκια, κάνω αναστροφή και σε τρία λεπτά έφτασα στο σπίτι. Ήταν μεσημέρι και μέχρι τα μεσάνυχτα είχα τελειώσει το παραμύθι. Ένιωθα σαν κάποιος -σίγουρα η κόρη μου- να μου οδηγεί το χέρι σαν να μου έλεγε “μπορεί να μην μου το είπες εμένα αυτό αλλά αυτό θα μαθευτεί παντού, θα γίνει μια ιστορία αγάπης”. Έβγαλα όλα αυτά τα συναισθήματα που νιώθαμε και μοιραστήκαμε με την Θάλεια σε όλη την πορεία της ζωής της αλλά και στη διαχείριση των συναισθημάτων μας στη διάρκεια της αρρώστιας, και με τον καρκίνο και με το αυτοάνοσο. Αυτές τις δύο βόμβες που ήρθαν σχεδόν ταυτόχρονα σε εκείνη.


• Σε ποια ηλικία αρρώστησε η Θάλεια;
Στα 32 χωρίς να υπάρχει ούτε οικογενειακό ιστορικό, γι’ αυτό και ποτέ δεν μπορούσα να το φανταστώ.
• Πρώτα ήρθε ο καρκίνος;
Όχι. Πρώτα ήρθε το αυτοάνοσο, το Βέγκενερ που είναι μια μορφή αγγειίτιδας. Ξεκίνησε αρχικά με αιμορραγίες στη μύτη. Η Θάλεια ήταν στην Αγγλία. Είχε τελειώσει ψυχολόγος εδώ στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας των Ιωαννίνων. Μετά πέρασε με υποτροφία και έκανε το μεταπτυχιακό της στο Birmingham και στη συνέχεια το διδακτορικό της πάνω στην αυτοτραυματική συμπεριφορά των παιδιών με αυτισμό. Είχε μεγάλη πίεση, ήταν συγχρόνως και ερευνήτρια, δίδασκε στα Πανεπιστήμια 10 χρόνια, μετά πήγε στην Κύπρο και αφού πέρασαν τα χρόνια, ήθελε πάρα πολύ να επιστρέψει στον τόπο της. Και μου έλεγε “μαμά θέλω να έρθω στη Ρόδο και με όλα αυτά που έχω καταφέρει, να βοηθήσω κι εγώ τον τόπο μου”. Κατά τον Σεπτέμβριο, ανοίγει εδώ στη Ρόδο για δύο μήνες ένα κέντρο για παιδιά με αυτισμό και τότε βλέπαμε να γίνονται πιο συχνές οι αιμορραγίες από τη μύτη. Μετά ξαφνικά δεν μπορούσε να περπατήσει. Τρέχουμε κατευθείαν εδώ στον ρευματολόγο τη βλέπει, μας στέλνει επειγόντως στο ΠΑΓΝΗ στην Κρήτη. Στην αξονική, φάνηκε κάτι ελάχιστο στο στήθος αλλά εκείνη τη στιγμή δεν ήταν κάτι που κρίθηκε επείγον να το δουν οι γιατροί, προηγείτο η ταυτοποίηση του αυτοάνοσου. Αφού ταυτοποιήθηκε το αυτοάνοσο, ξεκινούν οι ανοσοθεραπείες. Ερχόμαστε στη Ρόδο και τότε μπαίνουμε στην φάση του κορωνοϊού. Μια μέρα, μετά από δύο μήνες, μου λέει «Μαμά, κάτι έπιασα στο στήθος μου» και της είπα ότι πιθανότατα δεν είναι κάτι ανησυχητικό. Και τότε μου λέει το εξής: «Μαμά, μια φωνή μού λέει ότι έχω καρκίνο μεταστατικό στο συκώτι και στη σπονδυλική στήλη». Ο γιατρός επιβεβαίωσε τον μεταστατικό επιθετικό καρκίνο, αυτό ακριβώς που μου είχε πει.
Από τους πόνους δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί ούτε να περπατήσει. Φεύγουμε στην Αθήνα σε ιδιωτικό κέντρο όπου υποβάλλεται σε ακτινοβολίες και χημειοθεραπείες. Αυτός ο κύκλος κράτησε από τον Μάιο μέχρι τέλος Αυγούστου του ’20. Τον Σεπτέμβριο ερχόμενοι εδώ, της ήρθε και ο διορισμός της σε ένα σχολείο. Είχα αντιρρήσεις γιατί ήταν πολύ ταλαιπωρημένος ο οργανισμός της. Εκείνη είχε απίστευτη δύναμη και το να ασχοληθεί με τα παιδιά ήταν ό,τι καλύτερο για την ίδια. Ήταν πολύ δοτική στο επάγγελμά της και μου είχε πει ότι αν δεν πάει στη δουλειά της, δεν θα το αντέξει. Σε όλο αυτό το διάστημα, είχαμε ξεκινήσει υποστήριξη ήδη από το αυτοάνοσο με μια εξαιρετική ψυχολόγο στην Αθήνα και η Θάλεια και εγώ, έτσι ώστε να αγωνιζόμαστε σε όλο αυτό και να δούμε και τι έπαιξε ρόλο να εμφανιστεί. Κι έτσι ξεκινάει στο σχολείο της κανονικά. Τον Ιούνιο του ΄21 παντρεύεται και μετά από δύο μήνες, τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου μάς δείχνει ότι ο καρκίνος ο οποίος ήταν γονιδιακός, δεν ανταποκρινόταν στη θεραπεία για τον μαστό ενώ υπήρχε στασιμότητα από το συκώτι και από τη σπονδυλική στήλη. Οι γιατροί κρίνουν ότι πρέπει να γίνει μαστεκτομή. Κάνουμε την μαστεκτομή τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο υποβάλλεται πάλι σε ακτινοβολίες και σε χάπι χημειοθεραπείας στην Αθήνα στο “Υγεία”. Ερχόμενοι στη Ρόδο, τον Φλεβάρη του ’22 κολλάει κορωνοϊό.

Ο οργανισμός ήταν ήδη πάρα πολύ εξαντλημένος. Αυτό έπαιξε ρόλο από ότι μας είχαν πει και οι γιατροί. Βρήκε έδαφος πρόσφορο και πήγε κατευθείαν στο συκώτι και άρχισε όλο το μαρτύριο τις δύο τελευταίες εβδομάδες του Φεβρουαρίου. Φεύγουμε από το Νοσοκομείο της Ρόδου με αεροδιακομιδή στον «Άγιο Σάββα» και εκεί πέρα οι γιατροί μάς είπαν ότι η Θάλεια δεν έχει πολλές μέρες ζωή… Εκεί χάθηκε η γη κάτω από τα πόδια μου. Νομίζαμε ότι θα πηγαίναμε για να κάνουμε βιοψία, δεν ξέραμε ότι πήγαινε προς τα εκεί όλη αυτή η κατάσταση. Δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε, ούτε κι εκείνη.


• Μου περιγράφεις έναν άνθρωπο που όχι μόνο το πάλεψε για δύο χρόνια αλλά ζούσε τη ζωή της με δύναμη και αποφασιστικότητα να βγει νικήτρια.
-Η Θάλεια ήταν ένα αισιόδοξο παιδί. Δεν την είδα ποτέ από μικρό παιδάκι να ξυπνήσει κατσουφιασμένη, να βαριέται…
• Και στην περίοδο της ασθένειάς της;
Εκεί που πολλές φορές αγκαλιαζόμασταν και μου έλεγε μαμά μου μήπως υπάρχει περίπτωση να μην τα καταφέρω; Φοβάμαι μην γίνει κάτι και δεν τα καταφέρω και φύγω τελικά από τη ζωή. Κι εγώ την αγκάλιαζα και της έλεγα δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει αυτό, δεν μπορούμε να ζήσουμε η μια μακριά από την άλλη, δεν αντέχω να μη χτυπάει το τηλέφωνο και να μην είναι η κορούλα μου. Θα παλέψουμε, θα τα καταφέρουμε και θα νικήσουμε. Αμέσως άστραφτε το βλέμμα της και έλεγε, “ναι μαμά θα τα καταφέρουμε, συνεχίζουμε με το κεφάλι ψηλά. Δεν το βάζουμε κάτω, είμαι μαχήτρια” μού έλεγε. Ποτέ δεν το έβαλε κάτω. Η Θάλεια δεν ξεκουράστηκε καθόλου από το σχολείο. Μου έλεγε, ο χρόνος δεν μας περιμένει. Ήθελε να τα προλάβει όλα. Σπουδές, μεταπτυχιακό, διδακτορικό…
• Αυτά τα δύο χρόνια, έχω την αίσθηση ότι αυτή τη μάχη τη δώσατε μαζί, αχώριστες.
Ήμασταν πάντα αχώριστες με τη Θάλεια, είχαμε μια ξεχωριστή σχέση, μια “ερωτευμένη” σχέση. Η επικοινωνία μαζί της είχε μια δυναμική, μία έκρηξη θετικών συναισθημάτων που έσβηνε κάθε αρνητική σκέψη. Ήταν ένας φωτεινός οδοδείκτης που σε μάγευε να επικοινωνείς μαζί της. Αυτό συνεχίζεται και σήμερα. Είναι σαν να μου μιλάει νοερά. Και τον γιο μου τον λατρεύω και του έχω εξηγήσει ότι δεν θέλω να θεωρεί ότι δεν τον αγαπάω το ίδιο ή να νιώθει παραγκωνισμένος. Η Θάλεια μάς έδινε τόση δύναμη και τόση αισιοδοξία, που δεν χωρούσαν αρνητικά συναισθήματα στη ζωή της και στη σκέψη της. Έδινε δύναμη σε όλους μας.
• Αυτή τη δύναμη, σου την έδωσε η Θάλεια για να διαχειριστείς και τον αποχωρισμό;
Όταν ανεβήκαμε στον «Άγιο Σάββα» που είχε τον κορωνοϊό, δεν μου επέτρεπαν να ανέβω να τη δω. Ήταν ημέρα Τετάρτη. Παρακαλούσα να δω το παιδί μου, είχα ήδη μάθει ότι θα “φύγει” και δεν μου επέτρεπαν να τη δω. Δεν το άντεχα. Πάμε εκεί που νοικιάζαμε με τον μπαμπά της και με τον γιο μου, και ξαφνικά με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει “μάνουλα μου πότε θα έρθεις”. Και της λέω αγάπη μου αυτό προσπαθώ, αλλά λόγω του κορωνοϊού δεν με αφήνουν. Και μου λέει “εντάξει μαμά μου”. Εκείνη τη στιγμή, τους παρατάω, φεύγω, πάω στον Αγιο Σάββα απ΄εξω και τους λέω “Δεν ξέρω τι θα κάνετε, όλα τα κανάλια θα φέρω εδώ, δεν υπάρχει περίπτωση να μου στερήσει κανείς τις τελευταίες ώρες με το παιδί μου”. Πάντα έλεγα στη Θάλεια ότι θα κινήσω γη και ουρανό και θα έρθω να σε βρω όπου και να είσαι… Εκείνη τη στιγμή, ειδοποιούν ένα γιατρό. Έρχεται ο άνθρωπος, του λέω «είστε γονιός;». Μου λέει, ναι. Του λέω «μπορείτε να με καταλάβετε»; Μου λέει θα σε πάρω κι ας διακινδυνεύσω, αλλά μόνο για 10 λεπτά.


• Η Θάλεια δεν σας περίμενε…
Η Θάλεια δεν ήξερε ότι θα πήγαινα. Με ντύνουν σαν τον αστροναύτη, πάμε και της λένε, “ήρθε μια κυρία να σε δει”, για να της κάνουν έκπληξη. Η Θάλεια εντωμεταξύ δεν έτρωγε καθόλου, πόναγε απίστευτα γιατί διαλυόταν το συκώτι της… Με βλέπει, μου πιάνει το χέρι και μου λέει «κυρία σας παρακαλώ, βοηθήστε με, πονάω». Και της λέω «αγάπη μου εγώ γι’ αυτό ήρθα… Σου είχα πει ότι θα κινήσω γη και ουρανό και θα έρθω να σε βρω». Με κοίταξε έκπληκτη, σήκωσα για λίγο τη μάσκα και λέει «μανούλα μου…», και της λέω «ναι αγάπη μου είμαι εδώ και θα σου πω ένα παραμύθι όπως σου έλεγα όταν ήσουν μωράκι». Την τάισα το κοτόζουμο κι άρχισε να τρώει και να χαίρεται, να αγαλλιάζει η ψυχή της. Εκατσα μισή ώρα μαζί της, της έλεγα ότι όλα θα πάνε καλά και μου έλεγε “ναι, μανούλα μου, πόσο καλά είμαι που ήρθες τώρα”. Ηξερα τι θα γίνει αλλά προσπαθούσα να είμαι δυνατή, έκανα την ψυχή μου πέτρα για να αντέξω…. Την επόμενη ημέρα, μου επέτρεψαν και έμεινα μαζί της Πέμπτη, Παρασκευή μέχρι και το Σάββατο το μεσημέρι που “έφυγε”. Ηθελα αυτές τις μέρες να της δώσω όλη μου τη φροντίδα. Επειδή πονούσε πολύ, προσπαθούσα να της κάνω μασάζ να την ανακουφίσω, είχα μαζί μου και διάφορα λαδάκια από εκκλησίες. Κάποιες στιγμές με έπαιρνε για ελάχιστα λεπτά ο ύπνος και μου έλεγε «μανούλα μου συγγνώμη που σε ενοχλώ, που δεν σε αφήνω να ξεκουραστείς αλλά μόνο εσύ με ανακουφίζεις, μπορείς λίγο ακόμα;». Θυμάμαι να φιλάω το παιδί μου, να το τρίβω με λάδι και να έχω στο κινητό μου όλες τις προσευχές και να τις διαβάζω από μέσα μου και συγχρόνως της έλεγα ότι όλα θα πάνε καλά. Μου έλεγε “μαμά μου, τι άτιμος που είναι αυτή τη στιγμή αυτός, τώρα τι είναι ο καρκίνος ή ο κορωνοϊός;”. Λέω αγάπη μου, ο,τι και να είναι θα το ξεπεράσουμε. Την επόμενη μέρα που ξημέρωσε Σάββατο, άρχισε να πέφτει σε κώμα. Εκεί καθώς έπεφτε σε κώμα, ξαφνικά σηκώνει το κεφάλι της, γουρλώνει τα μάτια της με μια διαπεραστικότητα, με καρφώνει το βλέμμα της και μου λέει – δεν ξέρω αν μίλαγε σε εμένα ή σε κάποιον άλλον εκείνη τη στιγμή – “Εγώ, θέλω να ζήσω! Τ’ ακούς; Εγώ θέλω να ζήσω”. Τέσσερις φορές το είπε και σκέφτηκα ότι το παιδί μου αρχίζει να γίνεται καλά. Φώναξα έναν γιατρό και μου είπε ότι πλησιάζουμε στο τέλος… Πάντα η Θάλεια μού έλεγε ότι “δεν έχω πει την τελευταία μου κουβέντα”, για εμένα εκείνη τη στιγμή η Θάλεια ήταν νικήτρια. Μέχρι και την τελευταία στιγμή πάλευε τον καρκίνο. Η Θάλεια δεν έφυγε νικημένη, έφυγε νικήτρια. Δεν είπε πονάω, θέλω να ξεκουραστώ, πάρε με, δεν αντέχω άλλο. Είπε εγώ θέλω να ζήσω! Και μετά από λίγο χαλαρώνει, γυρνάει το κεφαλάκι της και μου λέει, «μανουλίτσα μου δεν έχω τίποτα, απλά είναι ταχυκαρδίες αυτές που έχω – που όντως είχε- και πες στον γιατρό μια ενεσούλα να μου βάλει και θα γίνω καλά». Κι εκεί έγειρε το κεφαλάκι της και άρχισαν να βγαίνουν οι ωδίνες του θανάτου. Οι ανασούλες της, λίγο λίγο… Ωσότου έφυγε και η τελευταία, στα χέρια μου. Η πίστη μου μέχρι τελευταία ήταν εκεί, παρακαλούσα τον Θεό για ένα θαύμα. Δεν ήθελα να χάσω στιγμή, δευτερόλεπτο από την κόρη μου. Ελεγα δεν σε γέννησα φυσιολογικά, δεν γνώρισα ωδίνες τοκετού δυστυχώς όμως γνώρισα τις ωδίνες του θανάτου. Αλλά για εμένα αυτό, ήταν μια δύναμη. Ενιωθα τόσο δυνατή και εκείνη τη στιγμή… Μέχρι που η Θάλεια έφυγε. Και εκεί πάγωσα. Δεν μπορούσα να βγάλω ανάσα, το μόνο που έλεγα ήταν «Θεέ μου…». Ηταν αυτό που Του είχα πει όταν “διαπραγματευόμουν”μαζί Του. Οταν ήταν άρρωστη η Θάλεια με όλα αυτά που πέρναγε, έλεγα “Θεέ μου, δεν μπορείς να το δώσεις σε εμένα; Να το πάρεις από εκείνη και το φέρεις σε εμένα, να γίνει καλά το παιδί μου; Θεέ μου -Του έλεγα- να πάω να ταχθώ σε ένα μοναστήρι, να γίνω καλόγρια, κάντην καλά. Τι άλλο θέλεις να σου πω;” Του έλεγα. Και μετά την ίδια στιγμή σκεφτόμουν, ποια είμαι εγώ… Και μετά έλεγα “συγγνώμη τώρα, εγώ διαπραγματεύομαι με Εσένα;”. Κι εκεί Του είπα “Θεέ μου, ας γίνει το θέλημά Σου”. Αλλά μέχρι την τελευταία στιγμή η ελπίδα μου και η προσευχή μου, και της Θάλειας, δεν σταμάταγε.
• Είναι όμως συγκλονιστικό αυτό που λες, ότι η Θάλεια έφυγε νικήτρια και όχι νικημένη.
Ναι, έφυγε νικήτρια. Αυτές οι εικόνες δεν θα φύγουν ποτέ από το μυαλό μου. Εχουν έρθει απίστευτες δυσκολίες στη ζωή μου, αυτή τη δύναμη της Θάλειας σκέφτομαι, και λέω ότι δεν υπάρχει τίποτα που θα με κάνει να το βάλω κάτω. Ναι, βεβαίως, θα στενοχωρηθώ. Αλλά θα πάρω πίσω τη δύναμή μου και θα πω “προχώρα, η ζωή είναι αυτή”. Η ζωή είναι πόνος αλλά και χαρά, ξέρω ότι κάθε μέρα που περνάει με φέρνει όλο και πιο κοντά της και είμαι πολύ χαρούμενη. Και από την άλλη κάθε στιγμή που ζω, είναι δώρο του Θεού, δεν το υποτιμώ, το τιμώ και το κρατάω για μένα και για τους αγαπημένους μου ανθρώπους και ό,τι καλό μπορώ να κάνω, θα το κάνω. Ο,τι κακό είναι να κάνω, θα το αποφύγω.

• Αυτό το βιβλίο λοιπόν, εμπεριέχει συναισθήματα από τη ζωή σου με τη Θάλεια, από αυτά που μοιραστήκατε όλα αυτά τα 34 χρόνια γι΄αυτό και τα έσοδα διατίθενται για καλό σκοπό. Πρόσφατα με τα χρήματα αυτά δώρισες μια καρέκλα χημειοθεραπείας στο Νοσοκομείο της Ρόδου.
Ολα τα έσοδα του βιβλίου διατίθενται για καλό σκοπό και ό,τι μπορώ κι εγώ από μόνη μου, αυτό κάνω. Νιώθω ότι τιμώ την μνήμη της αλλά και πέρα από αυτό, νιώθω ότι αυτή τη στιγμή είναι σαν να έχει έρθει από την Αγγλία και να μου δίνει δύναμη. Δεν έφυγε από κοντά μου. Συνεχίζει να μου δίνει δύναμη, αισιοδοξία, ελπίδα. Ο πρώτος χρόνος χωρίς τη Θάλεια δεν μπορώ να περιγράψω πώς ήταν. Λίγο λίγο όμως, καθώς εξελισσόταν και πέρναγε ο χρόνος και είδα αυτή τη σελίδα του λευκώματος που δεν ήξερα, και η συγγραφή του παραμυθιού, και η αγάπη του κόσμου, μου δίνουν τέτοια δύναμη που τα αδύνατα, τα κάνω δυνατά. Η Θάλεια ακόμα και στη φάση που ήταν, δεν σταμάτησε να δίνει σε όλους δύναμη. Ελεγε ότι είχε μεταστατικό καρκίνο, «το παλεύω και ζω την κάθε στιγμή» και την έβλεπαν καλά καλά, κανείς δεν την πίστευε. Η Θάλεια δεν πρόλαβε να απολαύσει τη ζωή, αυτά τα δύο χρόνια του καρκίνου τα θεώρησε δώρο Θεού διότι σε αυτά τα δύο χρόνια έριξε λίγο λίγο όλες αυτές τις πολλές απαιτητικές εργασίες και στο ένα και στο άλλο Πανεπιστήμιο και άρχισε να νιώθει τον χρόνο… Να μετράει με απλό ρολόι την ώρα και όχι να τρέχει όπως έτρεχε παλιά. Ισως αυτό να της έδωσε την δυνατότητα να νιώσει κάθε στιγμή. Στο ημερολόγιό της είχε γράψει την πρώτη εβδομάδα που είχε πάει στο σχολείο, λίγες μέρες μετά την τελευταία χημειοθεραπεία: «Η ζωή είναι γλυκιά αλλά ευαίσθητη, μικρή αλλά και ανυπόφορη, εξαρτάται από ποια πλευρά τη βλέπεις. Εγώ θα τη βλέπω από την πολύχρωμη και όμορφή της πλευρά». Αυτό το παιδί είχε τόσο μεγάλη δύναμη και τόσο μεγάλη πίστη…

*Στην κεντρική φωτογραφία, από αριστερά η Θάλεια και δεξιά η μητέρα της Βασιλική

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου