Πέρσι ήταν η Αμφίπολη, φέτος στον αστερισμό της πολιτικολογίας μπαίνει η Βεργίνα. Νέες δημοσιεύσεις με επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα που απαντούν ή απορρίπτουν το ερώτημα ποιος είναι ο τάφος του Φιλίππου στη Μεγάλη Τούμπα των Αιγών αναστατώνουν την επιστημονική κοινότητα, εν μέσω της πιο καυτής πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας. Αφορμή αποτέλεσε πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό Ρroceedings of the National Academy of Sciences (PNAS) μελέτης των παλαιοανθρωπολόγων Αντώνη Μπαρτσιώκα και Juan Luis Arsuaga, που αφορά τα συμπεράσματα αναλύσεων σκελετικού υλικού του κιβωτιόσχημου τάφου Ι της βασιλικής ταφικής συστάδας – θεωρία ωστόσο που αμφισβητεί με σειρά ανασκαφικών και ιστορικών δεδομένων η Αρχαιολογική Υπηρεσία σε εκτενή αναφορά που έδωσε χθες στη δημοσιότητα το υπουργείο Πολιτισμού.
Στη νέα μελέτη που διενεργήθηκε στο Eργαστήριο Aνθρωπολογίας του Tμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (ΔΠΘ), διατυπώνεται η άποψη ότι τα κατάλοιπα ανδρικού σκελετού ανήκουν στον Φίλιππο Β΄, ενώ τα κατάλοιπα γυναικείου και βρεφικού σκελετού ανήκουν στην τελευταία σύζυγο του Μακεδόνα βασιλιά Κλεοπάτρα και τη θυγατέρα της Ευρώπη – άποψη η οποία, σύμφωνα με την αναφορά του ΥΠΠΟ, «είχε προταθεί και παλαιότερα από τον ιστορικό Ε. Borza αλλά δεν έγινε αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα».
Η μελέτη του ΔΠΘ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Φίλιππος Β΄ ήταν θαμμένος στον κιβωτιόσχημο τάφο Ι, απορρίπτοντας την άποψη του Μανόλη Ανδρόνικου, σύμφωνα με την οποία, ο τάφος ΙΙ αναγνωρίστηκε ως τάφος του Φίλιππου Β΄, ενώ ο τάφος ΙΙΙ ομόφωνα αποδίδεται στον Αλέξανδρο Δ΄, γιο του Μεγαλέξανδρου και της Ρωξάνης.
«Τα ανθρωπολογικά δεδομένα», αναφέρει στην «Κ» ο κ. Μπαρτσιώκας, «προσδιορίζουν με σιγουριά τη χρονολογία του τάφου, ενώ η μελέτη της παλαιοπαθολογίας δείχνει ότι το οστό που φέρει διαμπερή τρύπα στο γόνατο ανήκει στον Φίλιππο Β΄. Τα στοιχεία συμβαδίζουν απόλυτα με τις ιστορικές αναφορές, καθώς τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του (336 π.Χ.) ο Μακεδόνας βασιλιάς είχε τραυματιστεί από δόρυ.
Υπάρχουν πλέον ατράνταχτες αποδείξεις ότι ο τάφος Ι ανήκει στον βασιλιά Φίλιππο, στη σύζυγό του Κλεοπάτρα (οι επιφύσεις στα οστά δείχνουν γυναίκα 18 ετών) και στο νεογέννητο βρέφος της, ενώ ο τάφος ΙΙ ανήκει στον Αρριδαίο», καταλήγει ο κ. Μπαρτσιώκας.
«Ο κιβωτιόσχημος τάφος Ι ήταν συλημένος», αντιτείνει η Αρχαιολογική Υπηρεσία. «Τα πήλινα αγγεία που περιείχε χρονολογούν με ασφάλεια το μνημείο και την ταφή στις τελευταίες δεκαετίες του πρώτου μισού του 4ου π.Χ. αιώνα, με ύστατο όριο το 350 π.Χ. Ο Φίλιππος Β΄ ωστόσο δολοφονήθηκε το 336 π.Χ., ενώ η Κλεοπάτρα εκτελέστηκε κάποιους μήνες μετά τον θάνατο του συζύγου της, υπάρχει δηλαδή μια χρονική απόσταση που είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να γεφυρωθεί».
Τα οστά του νεκρού, σύμφωνα πάντα με την αναφορά του ΥΠΠΟ, «βρέθηκαν μέσα σε χώματα της επίχωσης που εισχώρησαν στον τάφο έπειτα από τυμβωρυχία, η οποία σχετίζεται με την καταστροφή και τη διαρπαγή του γειτονικού υπέργειου ‘‘ηρώου’’». Στην ερμηνεία ότι πρόκειται για άτομο ηλικίας περίπου 45 χρονών με τραύμα στο πόδι, η Αρχαιολογική Υπηρεσία απαντά ότι «ούτε η μέση ηλικία ούτε η χωλότητα αποτελούν αποκλειστικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του Φιλίππου Β΄». Οσο για την ταύτιση του τάφου ΙΙ με τον Φίλιππο Β΄ από τον Μανόλη Ανδρόνικο, αυτή «ενισχύεται από όλα τα νεοτέρα ανασκαφικά δεδομένα των Αιγών, και στην οποία επανέρχονται με πληθώρα κατηγορηματικών επιχειρημάτων Ελληνες και ξένοι αρχαιολόγοι, ιστορικοί και παλαιοανθρωπολόγοι (Μ. Χατζόπουλος, Αγγελική Κοτταρίδη, Robin Lane Fox, J. Musgrave), με μελέτες και άρθρα που δημοσιεύτηκαν από το 2011 και εξής».
Πώς όμως βρέθηκαν τα οστά της Βεργίνας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και τι απαντά ο κ. Μπαρτσιώκας στα σχόλια αρχαιολόγων για «ελλιπή μεθοδολογική διαδικασία της έρευνας χωρίς τη συνεργασία των ανασκαφέων και τη συσχέτιση των ανασκαφικών δεδομένων»; «Ανέλαβα τη διεύθυνση του εργαστηρίου πριν από τέσσερα χρόνια», αναφέρει, «βρήκα τα οστά του τάφου Ι της Βεργίνας σε ένα κιβώτιο ανάμεσα σε ένα πλούσιο αρχαιολογικό και ανθρωπολογικό υλικό από διαφορές ανασκαφές της χώρας. Δεν γνωρίζω πώς κατέληξαν εκεί. Για τη μελέτη, πρότεινα συνεργασία σε αρχαιολόγους (σ.σ. αρνείται να αναφέρει ονόματα) που έχουν ανασκάψει στη Βεργίνα, αλλά ουδείς αποδέχθηκε. Παράλληλα, με γραπτή αίτηση προς το υπουργείο Πολιτισμού, ζήτησα άδεια για τη μελέτη του αρχαιολογικού υλικού της Βεργίνας, ωστόσο δεν είχα καμιά ανταπόκριση. Ως διευθυντής του εργαστήριου είμαι υποχρεωμένος εκ του νόμου να διενεργήσω έρευνα. Απευθύνθηκα γι’ αυτό σε ομάδα Ισπανών επιστημόνων διεθνούς κύρους και προτίμησα τη δημοσίευση της μελέτης στο έγκυρο περιοδικό PNAS, παρά να ανακοινώσω τα συμπεράσματα σε εκπροσώπους των ΜΜΕ, μια διαδικασία που αμφισβητεί την εγκυρότητα του αποτελέσματος».
Καθημερινή