Βρέθηκα πριν από μερικές μέρες σ᾿ ένα εξοχικό αναψυκτήριο, στη Ρόδο. Ο ιδιοκτήτης του ένθερμος πατριώτης: με διακηρύξεις για τη γλώσσα που πάνε να μας τη χαλάσουν, με αναφορές στον Διαγόρα και την Καλλιπάτειρα, μέχρι και στον Πίνδαρο και τη δωρική διάλεκτο. Ουδεμία αντίρρησις, και μπράβο του.
Όταν όμως του ζήτησα να μου φέρη ένα ντόπιο αναψυκτικό (όχι απλώς ελληνικό αλλά και ροδίτικο), ο καλός πατριώτης μού δήλωσε ότι διαθέτει μόνο ξένα αναψυκτικά. Αυτόν τον ιδιόμορφο πατριωτισμό της τσέπης δεν τον καταλαβαίνω. Τι νόημα έχει να δίνης την εντύπωση ότι είσαι διατεθειμένος να κάνης πλείστες όσες θυσίες για την πατρίδα (συμπεριλαμβανομένων, φαντάζομαι, και των ρανίδων του αίματός σου), όταν δεν μπορής να κάνης μια ελάχιστη θυσία, συζητήσιμη κι αυτή, λίγων λεπτών από το εμπορικό σου κέρδος, προκειμένου να προωθήσης –επί ίσοις όροις, και χωρίς αποκλεισμούς- τα προϊόντα της πατρίδας σου, και μάλιστα της ιδιαιτέρας;
Σημειωτέον ότι τα αυτόχθονα προϊόντα είναι πολύ πιο εύγευστα –πράγμα που σημαίνει ότι η προώθησή τους μπορεί να αποδειχθή μακροπρόθεσμα μια πολύ έξυπνη και αποδοτική εμπορική κίνηση-, και σημειωτέον επίσης ότι η ανάπτυξη της ντόπιας παραγωγής, βιοτεχνικής και αγροτικής, θα δώση δουλειά σε εκατοντάδες νέα παιδιά, που αυτά είναι η συγκεκριμένη ενσάρκωση της έννοιας της πατρίδας. Ο κραυγαλέος αυτός «πατριωτισμός» που εξαντλείται σε αφηρημένες ρητορικές διακηρύξεις, ολότελα ασύμβατες προς τις συγκεκριμένες πράξεις, μου θυμίζει εκείνον τον ανεκδιήγητο «εθνικιστή» που ήθελε να φάη τους Πακιστανούς ωμούς –τους οποίους, μην ξεχνάμε, τους έφερε πρώτος στην Ελλάδα, καραβιές ολόκληρες, ο «εθνικιστής» Πατακός- και συνάμα εισήγε από το Πακιστάν τις μπλούζες της οργάνωσής του.
Από τέτοιο λοιπόν πατριωτισμό της τσέπης χορτάσαμε. Εγώ προτιμώ, αντί των κραυγαλέων ωμοφαγικών διακηρύξεων και των φαντασιώσεων (αρχαιοελληνικού) μεγαλείου, την ήπια, ολιγόλογη, χαμηλών τόνων παράλληλη προώθηση στην πράξη των συμφερόντων της σύγχρονης ελληνικής και ροδίτικης κοινωνίας, έστω και με πρόσκαιρη απάρνηση ενός ελάχιστου ποσοστού του άμεσου, βραχυπρόθεσμου ατομικού κέρδους, προς χάριν του μακροπρόθεσμου ατομικού και συλλογικού. Όπως έλεγε και κάποιος που τον έχουμε ξεχάσει: Στοχάσου κι αρκεί.
Χρίστος Δάλκος, φιλόλογος