Ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου έχουν προγραμματιστεί για την 25η Σεπτεμβρίου 2017 τρείς δίκες με κατηγορούμενο ένα 44χρονο ασφαλιστικό σύμβουλο της Ρόδου, που έχει καταδικαστεί πρωτοδίκως με βαρύτατες ποινές.
Στην πρώτη υπόθεση έχει κριθεί συγκεκριμένα ένοχος, χωρίς ελαφρυντικά, για απάτη σε βάρος επενδυτών στην πόλη της Ρόδου και καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 8 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, της εμφάνισης του δύο φορές κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του και της καταβολής χρηματικής εγγύησης ύψους 15.000 ευρώ.
Η υπόθεση κινήθηκε κατόπιν εγκλήσεων 20 ατόμων από τους οποίους φέρεται, να αφαίρεσε στην ασφαλιστική εταιρεία, στην οποία εργαζόταν, με το πρόσχημα επενδύσεων σε αμοιβαία κεφάλαια υψηλής κερδοφορίας, το συνολικό ποσό των 1.753.736,31 ευρώ.
Τα θύματα ισχυρίζονται ότι ο μηνυόμενος τους χορηγούσε εικονικά αμοιβαία κεφάλαια. Η ασφαλιστική εταιρεία διατείνεται ότι τα ποσά που εξασφάλιζε ο ασφαλιστικός σύμβουλος, για τα πλαστά αμοιβαία κεφάλαια που κατάρτιζε, τα διαχειριζόταν μέσω τράπεζας με την οποία δεν συνεργαζόταν και δεν ήταν ο θεματοφύλακας των νόμιμων αμοιβαίων της θυγατρικής εταιρείας του ασφαλιστικού ομίλου στον οποίο εργαζόταν.
Ο ίδιος απολογούμενος υποστήριξε ότι οι φερόμενοι ως θύματά του, του είχαν δανείσει τα χρήματα, επισημαίνοντας ότι δεν είχε πρόθεση να εξαπατήσει και να βλάψει κανέναν, ότι δεν έχει ιδιοποιηθεί χρήματα και ότι έχει διασυρθεί με την υπόθεση αυτή.
Ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι το έτος 1998 και ενώ η ελληνική χρηματαγορά ανθούσε ανέλαβε να προωθήσει τα αμοιβαία κεφάλαια της ασφαλιστικής εταιρείας και να διαμορφώσει ένα ισχυρό επενδυτικό χαρτοφυλάκιο με κέρδη για τους πελάτες του.
Για μια διετία προωθούσε επενδυτικά προϊόντα στους πελάτες του με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες της εταιρείας. Τον Σεπτέμβριο του 2000 όταν συντελέστηκε η πτώση του Χρηματιστηρίου οι απώλειες των αμοιβαίων έφταναν, όπως υποστήριξε, το 70% και οι πελάτες του ζητούσαν την εξαγορά τους.
Ακολούθησε, όπως ισχυρίστηκε, ρητές εντολές της εταιρείας για τη διατήρηση των πελατών και αποφάσισε να τους πείσει να μεταφέρουν τις επενδύσεις τους σε ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια.
Υποστήριξε παραπέρα ότι τον Μάρτιο του 2001 έλαβε εκ νέου εντολές από δύο στελέχη της εταιρείας να μεταφέρει τα κεφάλαια των πελατών του από ομολογιακά σε μετοχικά. Ξέσπασε στην πορεία νέα χρηματοπιστωτική κρίση, όπως είπε, με απώλειες της τάξεως του 90%.
Ισχυρίστηκε ότι λόγω των σχέσεων που είχε αναπτύξει με τους πελάτες του αποφάσισε όχι μόνο να τους επιστρέψει το κεφάλαιο της επένδυσης αλλά και να καλύψει τις απώλειές τους.
Ξεκίνησε, όπως είπε, να καλύπτει τις απώλειες αυτές που ανέρχονταν σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ αρχικά εξ ιδίων χρημάτων, ενώ στη συνέχεια προσέφυγε σε τραπεζικό δανεισμό.
Αυτό διήρκεσε μέχρι το 2006 και τότε προσέφυγε στην εταιρεία διότι είχε περιέλθει σε οικονομική αδυναμία, οπότε έλαβε δάνειο απ΄αυτήν ύψους 891.344 ευρώ(!!) για το οποίο ενεγράφη προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο της μητέρας του.
Το ποσό του δανείου αυτού διατέθηκε, όπως υποστηρίζει, για την κάλυψη απώλειας 4 πελατών. Ο κατηγορούμενος διατείνεται παραπέρα ότι έκτοτε ενεπλάκη σε ένα φαύλο κύκλο και αναγκάστηκε να καταφεύγει ακόμη και σε τοκογλυφικές δανειοδοτήσεις και να πληρώνει παράλογες απαιτήσεις πελατών του.
Στις άλλες δύο υποθέσεις, που έχουν προγραμματιστεί να εξεταστούν, έχει καταδικαστεί μετά από μηνύσεις που υπέβαλε ένα ανδρόγυνο από το Παραδείσι, σε ποινές κάθειρξης 10 και 11 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα υπό τους περιοριστικούς όρους της καταβολής χρηματικής εγγύησης ύψους 1000 ευρώ, της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης του μια φορά κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του.
Ο ασφαλιστικός σύμβουλος κρίθηκε συγκεκριμένα ένοχος κακουργηματικής πλαστογραφίας και υπεξαίρεσης, ενώ σε ποινή φυλάκισης 4 και 5 ετών αντιστοίχως με αναστολή, καταδικάστηκε συγγενικό του πρόσωπο, τραπεζικός υπάλληλος, που κρίθηκε ένοχος άμεσης συνέργειας σε εξακολουθητική υπεξαίρεση.