Δεκτές έγιναν χθες από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου, με δύο αποφάσεις που εκδόθηκαν (έπεται και μια τρίτη), ισάριθμες αγωγές κατά του διαβόητου τραπεζικού διευθυντή, που μετήλθε απίθανων μεθοδεύσεων για την υπεξαίρεση χρημάτων από πελάτες της Τράπεζας Πειραιώς στη Ρόδο αλλά και κατά της τράπεζας που τον απασχολούσε.
Όπως έγραψε η «δημοκρατική», οι αγωγές έχουν υποβληθεί από τον δικηγόρο κ. Παντελή Αποστολά και οι ενάγοντες διατείνονται ότι η τράπεζα όχι μόνο φέρει αντικειμενική ευθύνη διότι ο τραπεζικός διευθυντής ήταν προστηθείς υπάλληλός της αλλά και περαιτέρω διότι δεν τους αποζημίωσε εις ολόκληρον για την θετική ζημία που υπέστησαν.
Ο εναγόμενος πρώην τραπεζικός διευθυντής, με τις προτάσεις του, ομολόγησε εμμέσως πλην σαφώς τις υπεξαιρέσεις και αντιλέγει για το ύψος της ηθικής βλάβης που διεκδικούν τα τρία θύματα.
Πιο συγκεκριμένα το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου έκανε δεκτή την αγωγή που άσκησε κατά της τράπεζας και του τραπεζικού διευθυντή ένας ομογενής από το Βέλγιο.
Με την απόφαση, που εκδόθηκε, υποχρεώνεται η τράπεζα να του καταβάλει το ποσό των 447.485,66 ευρώ και τον πρώην υπάλληλο της να του καταβάλει το ποσό των 15.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Το δικαστήριο κηρύσσει την απόφαση του προσωρινά εκτελεστή ως προς την τράπεζα για το ποσό των 200.000 ευρώ και ως προς τον πρώην υπάλληλο για το ποσό των 15.000 ευρώ.
Καταδικάζει εξάλλου τους εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος την οποία ορίζει στο ποσό των 9.200 ευρώ για την τράπεζα και στο ποσό των 600 ευρώ για τον πρώην υπάλληλο.
Θυμίζουμε ότι ο τραπεζικός διευθυντής συνδεόταν φιλικά με τον ενάγοντα.
Όπως διατείνεται, ο τελευταίος, εξαιτίας της φιλικής τους σχέσης αποφάσισε να επενδύσει τις καταθέσεις του στην τράπεζα, που έφτασαν στα 910.286,98 ευρώ.
Ο τραπεζικός, όπως εκθέτει, εκμεταλλευόμενος την θέση του, προέβαινε, εν αγνοία του, από τους λογαριασμούς του ταμιευτηρίου, σε τμηματικές εκταμιεύσεις διαφόρων χρηματικών ποσών, με αποτέλεσμα να υπολείπονται οι πραγματικές καταθέσεις του συνολικά κατά το ποσό των 432.486,66 ευρώ, υπογράφοντας τα εκάστοτε εκδιδόμενα με την ανάληψη παραστατικά έγγραφα, πλαστογραφώντας την υπογραφή του.
Για την συγκάλυψη των αξιόποινων πράξεών του και προκειμένου να μην τις ανακαλύψει, επειδή, μετά την υπεξαίρεση του εκάστοτε χρηματικού ποσού, θα φαινόταν και στο βιβλιάριο καταθέσεων ταμιευτηρίου η ανάληψη, αλλά και στην νέα απόδειξη προθεσμιακής κατάθεσης, το ποσό που ήδη είχε αφαιρεθεί από τον λογαριασμό του, ο τραπεζικός μεν κρατούσε το πραγματικό βιβλιάριο καταθέσεων, ενώ στον μηνυτή παρέδιδε ένα πλαστό βιβλιάριο, όπου εμφανιζόταν η εικονική κίνηση του λογαριασμού του.
Επιπλέον υποστηρίζει ότι του παρέδωσε μια απόδειξη προθεσμιακής κατάθεσης για κεφάλαιο 324.364,25 ευρώ, με ημερομηνία λήξης 2-7-2015, και με επιτόκιο 5,50%, που όπως αποδείχτηκε ήταν πλαστή.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η τράπεζα δεν τήρησε τις υποχρεώσεις σαφούς πληροφόρησης και την επιβαλλόμενη από την καλή πίστη γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές, ενώ απέρριψε τους ισχυρισμούς της ότι δεν την συνδέουν σχέσεις πρόστησης με τον πρώην υπάλληλο της. Η δεύτερη αγωγή, που έγινε ομοίως δεκτή, υποβλήθηκε από μια 82χρονη άκληρη χήρα, γνωστού εμπόρου του νησιού.
Τον Μάιο του 2012 ο σύζυγος της 82χρονης, είχε συνδεθεί φιλικά με τον τραπεζικό.
Η 82χρονη επισημαίνει ότι ο τραπεζικός, όταν ο σύζυγός της, λόγω της κρίσης του ζήτησε τον Ιούνιο του 2010 να αναλάβει τις καταθέσεις τους, ύψους 480.000 ευρώ (είχε αντίστοιχου ποσού προθεσμιακές καταθέσεις), τον έπεισε να μην το πράξει.
Εκμεταλλευόμενος την ανωτέρω θέση του, φέρεται να προέβαινε, εν αγνοία της, από τους δύο λογαριασμούς της (ταμιευτηρίου) σε τμηματικές εκταμιεύσεις διαφόρων χρηματικών ποσών, που ανέρχονταν συνολικά σε 190.000 ευρώ, υπογράφοντας τα εκάστοτε εκδιδόμενα με την ανάληψη παραστατικά έγγραφα, πλαστογραφώντας την υπογραφή της και του ήδη αποβιώσαντος συζύγου της, όσο ζούσε.
Για την συγκάλυψη των αξιόποινων πράξεών του φέρεται να κρατούσε το πραγματικό βιβλιάριό της, όπου απεικονίζετο η πραγματική κίνηση του λογαριασμού, ενώ στην ίδια παρέδιδε πλαστό βιβλιάριο, όπου εμφανιζόταν η εικονική κίνηση του λογαριασμού.
Το δικαστήριο υποχρεώνει την τράπεζα να της καταβάλει το ποσό των 200.200 ευρώ και τον πρώην υπάλληλο της το ποσό των 10.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την τράπεζα για το ποσό των 100.000 ευρώ και ως προς τον πρώην υπάλληλο για το ποσό των 10.000 ευρώ.
Καταδικάζει εξάλλου τους εναγόμενους στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των 4.200 ευρώ για την τράπεζα και στο ποσό των 500 ευρώ για τον υπάλληλο.