Νέα εποχή στις σχέσεις Ελλάδας και θεσμών εγκαινιάζει η τέταρτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση, καθώς οι δύο πλευρές θα ξαναχτίσουν –με το δεδομένο μιας νέας κυβέρνησης, ύστερα από 4,5 χρόνια– ένα πλαίσιο συνεργασίας βασισμένο στην εμπιστοσύνη (ή όχι), στην υιοθέτηση κοινών στόχων (ή όχι).
Οι επικεφαλής των θεσμών έρχονται τη Δευτέρα στην Αθήνα για έναν σύντομο γύρο επαφών (κλείνει την Τετάρτη και αναμένεται ανακοίνωση την ίδια ημέρα ή την επομένη), αλλά εφοδιασμένοι, όπως πάντα, με μακρά λίστα «προαπαιτουμένων», των μεταρρυθμίσεων που έχει συμφωνήσει η –προηγούμενη– κυβέρνηση να προωθήσει και οι οποίες παραμένουν εκκρεμείς, αλλά και με εκτιμήσεις για τον προϋπολογισμό, που θα κρίνουν το βασικό ζητούμενο γι’ αυτούς: την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Για την κυβέρνηση, οι τριήμερες αυτές επαφές θα αποτελέσουν ευκαιρία να διερευνήσει κατά πόσον οι δανειστές θα της δώσουν την ευκαιρία να χρηματοδοτήσει το πρόγραμμα των φοροελαφρύνσεων του 2020 – κυρίως μέσω της εγγραφής στα έσοδα του προϋπολογισμού του 1,2 δισ. ευρώ, τα οποία προβλέπεται να εισπράξει την ίδια χρονιά από τα κέρδη των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα ( SMPs και ANFAs).
Χωρίς τα περιθώρια των SMPs και ANFAs δύσκολα θα επιτευχθεί ο στόχος του 3,5% του ΑΕΠ, εφόσον εφαρμοστούν οι ισόποσες φοροελαφρύνσεις που έχει εξαγγείλει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη ΔΕΘ. Το θέμα, πάντως, θα κριθεί οριστικά στο Eurogroup του Δεκεμβρίου.
Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας έχει προετοιμάσει λεπτομερώς το έδαφος των διαπραγματεύσεων. Οι ρυθμίσεις, πάγιο πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών, πρωταγωνιστούν και πάλι. Σύμφωνα με πληροφορίες από πηγή του οικονομικού επιτελείου, έχει ήδη συμφωνηθεί μεταξύ άλλων το περιεχόμενο της νέας πάγιας ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών, την οποία ετοιμάζει η κυβέρνηση, «αγκάθι» που ξεπεράστηκε με τη θέσπιση εισοδηματικών κριτηρίων.
Ερωτήματα παραμένουν για το αποτέλεσμα που θα επιφέρει στον προϋπολογισμό η ρύθμιση των 120 δόσεων. Σημειώνεται ότι μέχρι στιγμής έχουν κάνει αίτηση, σύμφωνα με πληροφορίες από το υπουργείο Οικονομικών, 88.000 οφειλέτες (μετά την τροποποίηση της ρύθμισης από τη νέα κυβέρνηση), με τον ρυθμό να επιταχύνεται τις τελευταίες ημέρες σε 15.000 την ημέρα. Από τις 88.000 αιτήσεις, οι 44.000 έχουν ρυθμιστεί.
Αν συνεχιστεί έτσι το ενδιαφέρον, στο υπουργείο Οικονομικών υπολογίζουν ότι στο τέλος ο αριθμός των οφειλετών που θα ενταχθεί στη ρύθμιση θα προσεγγίσει τις 400.000 (μαζί με τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν πριν από την τροποποίηση).
Ενα μέγεθος όχι ευκαταφρόνητο, αλλά ασφαλώς πολύ μικρό σε σύγκριση με το σύνολο των οφειλετών (4 εκατομμύρια). Ανεξαρτήτως αυτού, πάντως, η δημοσιονομική επίπτωση της ρύθμισης θα κριθεί από το κατά πόσον μπήκαν νέοι οφειλέτες σε αυτήν ή μεταφέρθηκαν εκεί από την πάγια, των 12 δόσεων (οπότε θα υπάρχει απώλεια εσόδων).
Για το 2019, πάντως, οι δύο πλευρές έχουν συμφωνήσει πως θα επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Τα προβλεπόμενα θετικά αποτελέσματα της φετινής χρονιάς (προβλέπεται, πιθανώς, ακόμη και υπερπλεόνασμα) ενισχύουν κυρίως οι καλές επιδόσεις των εσόδων, που υπερέβησαν τον στόχο για τρίτο κατά σειράν μήνα, τον Σεπτέμβριο (μέχρι 20/9), όπως αναφέρουν τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών.
Για το 2020, πάντως, ακόμη όλα είναι ανοικτά. Κρίσιμος παράγων θα είναι ο ρυθμός ανάπτυξης, τον οποίο στο υπουργείο Οικονομικών εκτιμούν προς το παρόν ότι θα μπορούσε να είναι μεταξύ 2,3% και 3%.Η έμμεση δημοσιονομική χαλάρωση, μέσω των SMPs και ANFAs, θα συμβάλει στην επίτευξη υψηλότερων ρυθμών, σημειώνουν.
Προτεραιότητα για ΕΚΤ το σχέδιο μείωσης των κόκκινων δανείων
Οι λίστες του καθενός από τους θεσμούς διαφοροποιούνται, ανάλογα με τα ειδικά ενδιαφέροντά τους, αν και όλοι έχουν φυσικά μια κοινή ατζέντα.
Ετσι, ο ESM θα επιμείνει στην εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, για την οποία ο κ. Σταϊκούρας αναμένεται να παρουσιάσει νέο σχέδιο.
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρίσκεται η ρύθμιση των 120 δόσεων και η δημοσιονομική της επίπτωση. Η Κομισιόν δεν θεωρεί πλέον ότι η επίπτωση αυτή θα είναι τόσο μεγάλη όσο αρχικά εκτιμούσε (0,3%-0,6% του ΑΕΠ), αλλά δεν έχει πεισθεί ότι θα είναι μηδενική. Η πορεία των αποκρατικοποιήσεων και η ενέργεια θα είναι ακόμα δύο τομείς προτεραιότητάς της.
Επίσης, η Κομισιόν δεν αποκλείεται να επαναφέρει τη συζήτηση για το αφορολόγητο, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να μην το μειώσει. Και αυτό γιατί το τοπίο για το 2020 παραμένει αβέβαιο.
Για την ΕΚΤ, προτεραιότητες είναι το σχέδιο για τη μείωση των εκκρεμών υποθέσεων στα δικαστήρια στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη, η πορεία εφαρμογής του νέου πλαισίου προστασίας για την πρώτη κατοικία, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί και βεβαίως το σχέδιο APS για τη μείωση των κόκκινων δανείων.