«Η πρόταση μομφής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν στρέφεται κατά της κυβέρνησης, αλλά “είναι μια πρόταση μομφής κατά του εαυτού του και, ιδίως, κατά του πρώην υπουργού Οικονομικών, κ. Τσακαλώτου”, δήλωσε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης.
Και συμπλήρωσε « Γιατί το λέω αυτό; Σε μία ημέρα κατά την οποία βρίσκονται πολλαπλές κρίσεις ή μείζονα θέματα στην επικαιρότητα -το ζήτημα του κορωνοϊού, τα ελληνοτουρκικά, την ημέρα της απόφασης για τις ποινές στη δίκη της Χρυσής Αυγής- εκείνη τη μέρα επιλέγει πολιτικά (σ.σ. η αξιωματική αντιπολίτευση) να αναδείξει το ζήτημα αυτό».
« Αυτή είναι η πολιτική διάσταση του πράγματος. Σε ό,τι αφορά το θεσμικό κομμάτι, καθόλου δεν προέκυπτε ότι πραγματικά ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι το νομοσχέδιο για τη δεύτερη ευκαιρία είναι τέτοιο που να δικαιολογεί πρόταση μομφής» ανέφερε ο υπουργός Επικρατείας, παραθέτοντας στη συνέχεια σειρά επιχειρημάτων «Ενόσω το νομοσχέδιο για τη δεύτερη ευκαιρία βρισκόταν σε διαβούλευση επί δύο -τρεις εβδομάδες και τις πρώτες μέρες στη Βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κάνει κάποιο σχόλιο για το νομοσχέδιο. Ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις που δεν υπήρχε κανένα απολύτως σχόλιο. Ούτε καν στη Βουλή δεν ζήτησε την απόσυρση του νομοσχεδίου. Και ξαφνικά, επειδή θεώρησε ότι θα πρέπει με κάποιο τρόπο να συσπειρώσει το εσωτερικό του, βρισκόμαστε μπροστά στην πρόταση αυτή».
«Δεν είναι πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης, αλλά μια πρόταση μομφής κατά του εαυτού του και ιδίως, και κατά του πρώην υπουργού Οικονομικών, του κ. Τσακαλώτου» είπε εμφατικά ο κ. Γεραπετρίτης.
«Καλό είναι να μην ξεχνάμε, ότι το 2017 επί ΣΥΡΙΖΑ καθιερώνονται οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί και ο κ. Τσακαλώτος, ο ίδιος, επαίρεται ότι επιταχύνθηκαν οι διαδικασίες και είχαμε 25.000 πλειστηριασμούς. Τον Φεβρουάριο του 2019 καταργείται ρητά με νόμο από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ η προστασία της πρώτης κατοικίας. Και το παραπολιτικό, όταν ήλθαν αυτά τα νομοσχέδια για ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και πρώτη κατοικία, οι τράπεζες ήταν πολύ χαρούμενες με τα νομοσχέδια αυτά. Τώρα τις τράπεζες τις έχουμε λίγο απέναντι και ακούμε κάποια αρνητικά σχόλια για το θέμα που έχει να κάνει με τις τραπεζικές επισφάλειες. Τότε ήταν μια χαρά τα θέματα των τραπεζών. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ στρέφεται κατά του εαυτού του» πρόσθεσε.
Ερωτηθείς για το αν θα υπάρξουν, στο μέλλον, πλειστηριασμούς λαϊκής κατοικίας, ο υπουργός απάντησε «Μετά λόγου γνώσεως αυτό το οποίο δεν θα δούμε, θα είναι άνθρωποι που βρίσκονται σε πραγματική ανάγκη να έχουν οποιοδήποτε πρόβλημα στέγης εξ αυτού του λόγου. Αυτό θέλω να σας το εγγυηθώ».
«Από την άλλη πλευρά, να έχουμε μπροστά μας την πραγματική εικόνα. Δεν εξωραΐζω ποτέ κι αυτό πολλές φορές γίνεται αντικείμενο αρνητικών σχολίων. Έχουμε σήμερα ένα ιδιωτικό χρέος, το οποίο βρίσκεται περίπου στα επίπεδα του δημοσίου χρέους. Δεν έχουμε καταλάβει τι ‘βόμβα’ στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας και ελληνικής κοινωνίας είναι το ιδιωτικό χρέος. Πρέπει να ρυθμιστεί και με τρόπο δίκαιο. Τι έρχεται, λοιπόν, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο να κάνει; Εκείνοι οι οποίοι είναι στρατηγικοί κακοπληρωτές, εκείνοι δηλαδή οι οποίοι πήραν τα δάνεια γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται να έχουν εσαεί τη δυνατότητα να αποπληρώνουν, θα πρέπει να βρεθούν στην άκρη, η περιουσία τους να αποτιμηθεί και με κάποιο τρόπο να αξιοποιείται από τους πιστωτές. Κι εκείνοι οι οποίοι βρίσκονται σε πραγματική ανάγκη να τους δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία. Ποια είναι αυτή; Σε κάθε περίπτωση διατηρούν το σπίτι, όχι πάντα βεβαίως στην κυριότητα αλλά στη νομή και την κατοχή τους, με τη δυνατότητα να το ξαναπάρουν» ανέφερε κλείνοντας.
Αναφορικά με τα σενάρια ανασχηματισμού, ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε «Εάν απαιτούνται παρεμβάσεις, οι οποίες θα πρέπει να γίνουν, έτσι ώστε να αυξηθεί το ύψος και η ταχύτητα, είμαι σίγουρος ότι ο πρωθυπουργός τα έχει στο μυαλό του. Κατά τη δική μου άποψη οι όποιες παρεμβάσεις δεν γίνονται εν θερμώ. Θα πρέπει να γίνονται και να αξιολογούνται σε χρόνο αρκετά ουδέτερο».
«Κάθε φορά που έχει γίνει μια παρέμβαση στην κυβέρνηση υπό καθεστώς θερμότητας, κοινωνικής ή πολιτικής πίεσης, αποτύγχανε ιστορικά. Το σωστό είναι αυτού του τύπου οι αξιολογήσεις να γίνονται πάντοτε νηφάλια» κατέληξε.