Ειδήσεις

Ρόδος: Δικηγόρος σε δίκη για πλαστογράφηση υπογραφών συναδέλφων του!

Το δεύτερο σκέλος της υπόθεσης χρησικτησιών εκκλησιαστικών ακινήτων του Ιερού Ναού Ταξιαρχών Αρχαγγέλου, της Ιεράς Μονής Παναγιάς Τσαμπίκας Αρχαγγέλου, της Ιεράς Μονής Αγίου Μιχαήλ Αρχαγγέλου Ρόδου, του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Μαλώνας και της Ιεράς Μονής «Καμειρί» Μασάρων

 

Eνα νέο κεφάλαιο στη δικαστική διερεύνηση μιας υπόθεσης, που είχε προκαλέσει μεγάλο θόρυβο στην κοινή γνώμη και συγκεκριμένα στην πολύκροτη υπόθεση χρησικτησιών προνομιακών εκκλησιαστικών ακινήτων του Ιερού Ναού Ταξιαρχών Αρχαγγέλου, της Ιεράς Μονής Παναγιάς Τσαμπίκας Αρχαγγέλου, της Ιεράς Μονής Αγίου Μιχαήλ Αρχαγγέλου Ρόδου, του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Μαλώνας και της Ιεράς Μονής «Καμειρί» Μασάρων, άνοιξε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Δικηγόρος, που υπηρετούσε στη Ρόδο, ο οποίος αθωώθηκε στο κύριο σκέλος της υπόθεσης, παραπέμπεται σύμφωνα με τις πληροφορίες εκ νέου σε δίκη για πλαστογραφία, μετά από μηνύσεις συναδέλφων του!
Στην υπόθεση είχε ασκηθεί αρχικώς κατά παντός υπευθύνου δίωξη για απάτη ενώπιον δικαστηρίου κατ’ εξακολούθηση από κοινού με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ.
Πρώην Ανακρίτρια της Ρόδου έκρινε ότι από τα στοιχεία που έχουν προσκομιστεί δεν προκύπτουν ενδείξεις για τη διάπραξη του αδικήματος της κακουργηματικής απάτης επί δικαστηρίω και ότι υφίστανται αποχρώσες ενδείξεις για το αδίκημα της κακουργηματικής απιστίας από πλευράς του καταγγελλόμενου δικηγόρου.
Ακολούθησε η παραπομπή του δικηγόρου σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου για το αδίκημα της πλημμεληματικής εξακολουθητικής απιστίας λόγω της εμπλοκής του σε 11 υποθέσεις εκκλησιαστικών ακινήτων. Το δικαστήριο τον έκρινε αθώο.
Για την υπόθεση που εξέτασε το δικαστικό συμβούλιο είχε αφεθεί εξάλλου μετά την απολογία του ελεύθερος χωρίς όρους.
Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψαν συγκεκριμένα αμφιβολίες, αν απεκόμισε κέρδος, ενώ δεν προέκυψε ότι εξυπηρέτησε αντιτιθέμενα συμφέροντα. Επιπλέον σύμφωνα με το κατηγορητήριο, εμφανίστηκαν ως εντολείς του για την άσκηση των αγωγών χρησικτησίας οι επιτροπές των ως άνω Ιερών Ναών πράγμα που διαψεύστηκε κατά την ακροαματική διαδικασία.
Οι δικηγόροι κ.κ. Κ. Σαρρής, Φ. Χατζηδιάκος και Δήμος Μουτάφης, που εκπροσωπούν τον κατηγορούμενο, προέβαλαν σθεναρά τον ισχυρισμό ότι ασκούσε τις αγωγές χρησικτησίας προκειμένου να παρακαμφθούν οι χρονοβόρες και επίπονες διαδικασίες διαγωνισμών και έγκρισης των εκποιήσεων από το Oικουμενικό Πατριαρχείο.
Υποστήριξαν παραπέρα ότι οι ιδιώτες είχαν δικαίωμα χρησικτησίας είτε αγόραζαν το ακίνητο με αγωγή χρησικτησίας εν γνώσει των αρμοδίων της Μητρόπολης και των Ιερών Ναών.
Ο κατηγορούμενος είχε ισχυριστεί μάλιστα με υπόμνημά του ότι ο κάθε διάδικος ιδιώτης δεχόταν να αγοράσει με συμβόλαιο στην αντικειμενική του αξία το εκκλησιαστικό ακίνητο στο οποίο είχε πράγματι δικαίωμα χρησικτησίας και το κέρδος του ήταν ότι θα αγόραζε σε πολύ μικρότερη τιμή το ακίνητο που νόμιμα όμως κατείχε.
Δύο κάτοικοι Αρχαγγέλου σε καταθέσεις τους υποστήριξαν ότι αφενός δεν ασκούσαν καμία διακατοχική πράξη στα ακίνητα, ενώ ταυτόχρονα διατείνονται ότι είχαν πεισθεί πως επρόκειτο για νόμιμες συναλλαγές μεταξύ αυτών και της εκκλησίας που εκπροσωπούσε ο δικηγόρος.
Πρόεδροι εκκλησιαστικών επιτροπών και κληρικοί ιερών ναών υποστήριξαν ότι ο δικηγόρος τους εξαπάτησε και ότι επεχείρησε με πλάγια μέσα να εξασφαλίσει τις υπογραφές τους, αλλά και ότι δεν τους επέδιδε αγωγές χρησικτησίας στις οποίες εμφάνιζε συναδέλφους του ως συντάκτες, προσκομίζοντας ωστόσο στα δικαστήρια ενίοτε εκθέσεις επιδόσεων των αγωγών αυτών που έφεραν πλαστές υπογραφές τους.
Από εκεί και πέρα όμως, 6 δικηγόροι της Ρόδου, είχαν ασκήσει ισάριθμες μηνυτήριες αναφορές, δηλώνοντας ότι εξαπατήθηκαν από τον συνάδελφό τους, ενώ ορισμένοι διατείνονται ότι έχει πλαστογραφήσει τις υπογραφές τους στις απατηλές αγωγές χρησικτησίας. 
 Ο κατηγορούμενος δικηγόρος σε ανωμοτί κατάθεση που έδωσε, συνοδευόμενη από υπόμνημα με γραπτές εξηγήσεις, υποστήριξε αρχικώς ότι οι 6 συνάδελφοί του που τον καταμήνυσαν για πλαστογραφία μετά χρήσεως των υπογραφών τους στα απατηλά δικόγραφα χρησικτησιών, που κατέθετε ο ίδιος, αλλά και που πείστηκαν να εκπροσωπήσουν διαδίκους των εκκλησιαστικών επιτροπών, που ο ίδιος εκπροσωπούσε, μετείχαν εν αγνοία τους στην επιχειρούμενη «υφαρπαγή» εκκλησιαστικών ακινήτων.
Παρά το γεγονός ότι δεν έχει να καταλογίσει τίποτα στους συναδέλφους του, που υποστηρίζουν ότι έχουν πέσει θύματα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του, υποστήριξε ταυτόχρονα ότι τα μέλη των εκκλησιαστικών επιτροπών των Iερών Nαών είναι όλοι άνθρωποι του χωριού και γνωρίζουν όλοι προσωπικά ποιος έχει και ποιος δεν έχει πραγματικό δικαίωμα χρησικτησίας πάνω σε ακίνητα των Iερών Nαών.
Ισχυρίστηκε ότι τα μέλη των εκκλησιαστικών επιτροπών εγνώριζαν ότι οι ιδιώτες είχαν πραγματικό δικαίωμα χρησικτησίας και συναινούσαν σιωπηρά στην ασκηθείσα αγωγή των ιδιωτών.
Υποστήριξε ακόμη ότι δεν του έδιναν ούτε απευθείας εντολή να παρασταθεί και να αντικρούσει τις αγωγές χρησικτησίας, ούτε εντολή να παρασταθεί και να συνομολογήσει τα περιεχόμενα των αγωγών.
Στην ίδια ανωμοτί κατάθεση ισχυρίστηκε ότι το γεγονός ότι υπήρχαν ακίνητα ιερών ναών που ιδιώτες νέμονταν πραγματικά ήταν σε γνώση της Iεράς Mητρόπολης και του Mητροπολίτη προσωπικά και επειδή η Iερά Mητρόπολη ήταν σε μειονεκτική θέση και δεν μπορούσε να αποβάλει αυτούς τους ανθρώπους από τα ακίνητα αποφάσισε να συναινέσει, σιωπηρά όμως, και να μην αντικρούει αυτές τις αγωγές χρησικτησίας.
Ισχυρίστηκε παραπέρα ότι μετά την έκδοση της απόφασης για τη χρησικτησία ο νικητής σε πρώτο βαθμό διάδικος, είχε συμφωνήσει με τα μέλη της εκκλησιαστικής επιτροπής και με τον ίδιο ως δικηγόρο της εκκλησίας ενώ υπήρχε σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε σιωπηρή αποδοχή της Iεράς Mητρόπολης και του Mητροπολίτη ότι αυτός που χρησιδέσποζε τα εκκλησιαστικά ακίνητα θα προσερχόταν αυθορμήτως στα γραφεία της Iεράς Mητρόπολης για να καταθέσει μία αίτηση μεταβίβασης με συμβολαιογραφική πράξη.
Ο δικηγόρος υποστήριξε ότι ο κάθε διάδικος ιδιώτης δεχόταν να αγοράσει με συμβόλαιο στην αντικειμενική του αξία το εκκλησιαστικό ακίνητο στο οποίο είχε πράγματι δικαίωμα χρησικτησίας και το κέρδος του ήταν ότι θα αγόραζε σε πολύ μικρότερη αξία το ακίνητο που νόμιμα όμως κατείχε.
Απολογούμενος ενώπιον Ανακριτή ο δικηγόρος προέβαλε το επιχείρημα ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό του σκοπός βλάβης τρίτου ούτε προσπορισμός οφέλους στον εαυτό του ή σε άλλο.
Τόνισε ότι δεν εισέπραξε και δεν καταχράστηκε κανένα χρηματικό ποσό. Όλες οι ενέργειές του στόχευαν αφενός μεν στην εξυπηρέτηση των συγχωριανών του, πράγμα που και οι ίδιοι αναγνωρίζουν στις καταθέσεις τους και αφετέρου φρόντιζε να προστατεύει τα συμφέροντα της εκκλησίας, στις περιπτώσεις που οι ενάγοντες δεν διέθεταν τα προσόντα της χρησικτησίας.
Επεσήμανε ότι αυτό έγινε δεκτό και από το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου από το οποίο αθωώθηκε, προσθέτοντας ότι το σύνολο των ενεργειών του ήταν μέρος του ιδιόμορφου τρόπου πώλησης εκκλησιαστικών ακινήτων, ώστε να προσπελαστεί η δύσκαμπτη και γραφειοκρατική διαδικασία της έγκρισης του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Επεσήμανε επιπλέον ότι δεν τελέστηκε ούτε σε απόπειρα, κανένα αδίκημα, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις η κατάθεση της αγωγής αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη και μάλιστα πριν από την κίνηση οποιασδήποτε διαδικασίας και πριν τον σχηματισμό της ερευνόμενης δικογραφίας, κατατέθηκαν οι δηλώσεις παραίτησης από το δικόγραφο των αγωγών.
Υποστήριξε επιπλέον ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της πλαστογραφίας είναι η παραπλάνηση ή η δυνατότητα παραπλάνησης άλλου.
Από την κατάθεση όμως των αγωγών εν ονόματι συναδέλφων του που δεν είχαν προηγουμένως ειδοποιηθεί δεν προκύπτει το πρόσωπο που παραπλανάται ώστε να επέλθουν έννομες συνέπειες.  Τόνισε έτσι ότι η κατάθεση αγωγής στο όνομα άλλου δικηγόρου δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει την αντικειμενική υπόσταση της πλαστογραφίας, καθώς ο δικάζων δικαστής δεν αξιολογεί το όνομα του υπογράφοντος την αγωγή συνηγόρου, αλλά αντίθετα προβαίνει στην έκδοση απόφασης ανεξαρτήτως αυτού. Επεσήμανε εξάλλου ότι η εκ μέρους του υπογραφή δικογράφων με το όνομα συναδέλφων του δικηγόρων εγένετο είτε με την συναίνεσή τους, είτε με την προηγούμενη αλλά και ύστερη ενημέρωσή τους, είτε με την εικαζόμενη συναίνεσή τους.
Τόνισε επίσης ότι η διαδικασία που ακολούθησε είναι γνωστή στην εκκλησία και ακολουθείται μέχρι σήμερα και επί σειρά δεκαετιών για ακίνητα που φέρονται εγγεγραμμένα στο όνομά της σ’ όλους τους δήμους της Ρόδου.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου