Γράφει ο
Κώστας Λαμπριανός
Έγραφα τον περασμένο Ιούνιο, ότι η παραπαίουσα τοπική οικονομία θα καταποντιστεί αν οι παραγωγικοί φορείς και οι πολιτικοί εκπρόσωποι, σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας ζωής, δεν αναλάβουν πρωτοβουλίες και δράσεις προς την κατεύθυνση θωράκισής της.
Φωνή βοώντος, όμως, εν τη ερήμω…
Και σήμερα, παραμονές Χριστουγέννων, έρχεται με δηλώσεις του, ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου να διαπιστώσει ότι έχει πέσει «βαρυχειμωνιά» στην τοπική αγορά, ότι οι καταναλωτές «ψωνίζουν βιτρίνα» μόνο, ότι 200 περίπου επιχειρήσεις έβαλαν λουκέτο στους πρώτους εννιά μήνες του έτους, και ότι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση πολλές ακόμα επιχειρήσεις που βρίσκονται μεταξύ σφύρας και άκμονος, θα αντιμετωπίσουν σοβαρότατο πρόβλημα επιβίωσης.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το μέλλον των εμπορικών επιχειρήσεων του νησιού προβάλλει ζοφερό και αβέβαιο, όσο η παρατεταμένη και βαθιά οικονομική κρίση συνεχίζεται.
Ο φίλος πρόεδρος του Επιμελητηρίου αποδίδει, κατά μείζονα λόγο, την καθίζηση της τοπικής αγοράς στην αδυναμία των καταναλωτών, λόγω της δραματικής συρρίκνωσης του εισοδήματός τους, γεγονός που έχει περιορίσει αναλόγως τις καταναλωτικές δαπάνες τους οδηγώντας τους τζίρους των εμπορικών επιχειρήσεων σε – ιδιαιτέρως- αισθητή πτώση για έβδομη συνεχή χρονιά.
Είναι, όμως, η μόνη και κύρια αιτία η συρρίκνωση του εισοδήματος μισθωτών και συνταξιούχων;
Ή οι ιδιάζουσες συνθήκες που χαρακτηρίζουν διαχρονικά την τοπική αγορά κρύβουν τα βαθύτερα αίτια;
Ναι, μεν, η ραγδαία συρρίκνωση του εισοδήματος, στους χαλεπούς καιρούς της κρίσης, είναι σοβαρός αρνητικός παράγοντας, αλλά, κατά την ταπεινή άποψή μου, αυτό που «νεκρώνει» την τοπική αγορά είναι η αδυναμία των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων να ανταπεξέλθουν στον οξύ και αθέμιτο ανταγωνισμό των πολυεθνικών πολυκαταστημάτων που έχουν εισβάλει μαζικά στα δέκα τελευταία χρόνια, και συνεχίζουν να εμφανίζονται σαν τις ακρίδες, έχοντας ανακαλύψει τον παράδεισό τους.
Εδώ και χρόνια επισημαίνουν – όσοι, τουλάχιστον, αντελήφθησαν εγκαίρως την καλπάζουσα μετάλλαξη της τοπικής αγοράς – ότι η εισβολή των πολυεθνικών ομίλων έχει ανατρέψει βίαια τις συνθήκες, διαμορφώνοντας ένα δυσμενές εμπορικό επιχειρηματικό περιβάλλον, ασφυκτικό θα έλεγα, που επιδείνωσε ακόμα περισσότερο η επελαύνουσα κρίση.
Μια αγορά ασύδοτη, χωρίς περιορισμούς, χωρίς κανόνες, όπου το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, διότι περί αυτού πρόκειται, με ευθύνη των τοπικών πολιτικών παραγόντων, αλλά και του Επιμελητηρίου, που δεν διείδε, ως όφειλε, τον επερχόμενο κίνδυνο.
Πουθενά στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, δεν θα δει κανείς σε τρία τέσσερα τετραγωνικά χιλιόμετρα να συνωστίζονται 35-40 πολυκαταστήματα πολυεθνικών χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, όπως συμβαίνει στη Ρόδο σήμερα.
Είναι οι πληγές του Φαραώ για την αιμάσσουσα τοπική αγορά, ωστόσο οι εμμονικοί της «ελεύθερης» ανταγωνιστικής οικονομίας επιμένουν να εθελοτυφλούν και μοιραία να περιμένουν τον «θάνατο του εμποράκου».
Και, όμως, αν κάποιος ψάξει περισσότερο το θέμα θα ανακαλύψει ότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει αυστηρούς περιορισμούς που κατατείνουν στην αντιμετώπιση και εξάλειψη φαινομένων αθέμιτου ανταγωνισμού.
Θα είχε ενδιαφέρον να διερευνηθεί πώς και γιατί οι πολυεθνικές αλυσίδες τροφίμων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, εισάγουν φθηνότερα προϊόντα σε αντίθεση με τις ελληνικές ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του κλάδου.
Να σημειωθεί εδώ ότι πριν από δύο χρόνια περίπου η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέβαλε σε καρτέλ παραγωγής τροφίμων πρόστιμο 320 εκατ. ευρώ γιατί, σε συμφωνία μεταξύ τους, διέθεταν τα προϊόντα τους με διαφορετικές τιμές ανά χώρα, αν αυτό λέει κάτι για τη χώρα μας των πανάκριβων εισαγωγών.
Θα είχε ενδιαφέρον, επίσης, να διερευνηθεί πως και γιατί οι πολυεθνικοί όμιλοι με λογιστικές αλχημείες, μέσω των αποκαλούμενων «τριγωνικών συναλλαγών» εξαπατούν το ελληνικό Δημόσιο και αποφεύγουν την τσιμπίδα της Εφορίας, ενώ οι ανταγωνιστικές ελληνικές εταιρείες του κλάδου «στραγγαλίζονται» από την υπερφορολόγηση.
Θα είχε ενδιαφέρον, τέλος, να διερευνηθεί πως και γιατί οι πολυεθνικοί όμιλοι έχουν, προ πολλού, εγκαθιδρύσει καθεστώς εργασιακού Μεσαίωνα για τους απασχολούμενους τους, ενώ οι τοπικές ανταγωνιστικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τη δαμόκλειο σπάθη της Επιθεώρησης Εργασίας.
Προς την κατεύθυνση, επομένως, του αθέμιτου ανταγωνισμού θα πρέπει να στρέψει την προσοχή του το Επιμελητήριο, αν πραγματικά επιδιώκει τη θωράκιση των τοπικών επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση της τοπικής οικονομίας.
Νομίζω ότι οι ειδικοί περί αγοράς εύκολα θα τεκμηριώσουν τα περί αθέμιτου ανταγωνισμού, για ενδεχόμενες προσφυγές στο Σ.τ.Ε. και, ακόμα, στην Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ε.Ε.
Την ίδια στιγμή οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι οφείλουν να διερευνήσουν πως και γιατί η Γερμανία, μητρόπολη του καπιταλισμού, καθώς και άλλες χώρες της Ευρωζώνης, έχουν θεσπίσει κανόνες προστασίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων τους από τις πολυεθνικές επικαλούμενες την προστασία της κοινωνίας και της συνοχής της, αλλά και της απασχόλησης, και γιατί η χώρα μας, και ειδικότερα η περιοχή μας αποτελεί ξέφραγο αμπέλι για τις ασύδοτες πολυεθνικές, με σκοπό την κατάργηση του υφιστάμενου νομικού πλαισίου, που επιτρέπει την εγκατάσταση και λειτουργία απεριόριστου αριθμού πολυκαταστημάτων στις πολυεθνικές, άνω των 2.500 τ.μ.
Είναι προφανές ότι εκεί στην Ευρωζώνη γνωρίζουν ότι το μεγάλο ψάρι τρώει πάντα το μικρό και αν δεν το προστατέψουν θα εξαφανιστεί κάποια μέρα.
Σε αντίθεση με τη χώρα μας, που, ως προτεκτοράτο, προστατεύει τα καρχαριοειδή.