Συζητήθηκε χθες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου η έφεση που υπεβαλαν κατά της υπ’ αριθμ. 710/2013 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Ρόδου τρεις κάτοικοι της Κατταβιάς διαμαρτυρόμενοι για το γεγονός ότι έγινε δεκτό το αίτημα της Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Δωδεκανήσου για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων διατάραξης νομής σε βάρος τους, για την ιδιοκτησία του ιστορικού ακινήτου του “Αγίου Παύλου”.
Το Ειρηνοδικείο αναγνώρισε την ΕΑΣΔ ως προσωρινό νομέα και κάτοχο τριών τμημάτων του ακινήτου, που αποτελεί μέρος του εκκλησιαστικού συγκροτήματος.
Με την ίδια απόφαση υποχρέωσε τους δύο κατοίκους της περιοχής και όσους έλκουν δικαιώματα από αυτούς να παραλείπουν στο μέλλον κάθε διατάραξη της νομής της ΕΑΣΔ επί του ακινήτου και απειλεί σε βάρος τους χρηματική ποινή 100 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας 10 ημερών σε έκαστο για κάθε μελλοντική διατάραξη της νομής της ΕΑΣΔ.
Όπως έγραψε η “δημοκρατική”, η ΕΑΣΔ υποστηρίζει ότι το ακίνητο της έχει παραχωρηθεί, ότι το παραχωρητήριο δεν είχε μεταγραφεί στο κτηματολόγιο και ότι οι τρεις κάτοικοι του νησιού, που κατάγονται από τη Νότια Ρόδο, έχουν αποκτήσει τμήματα αυτού με χρησικτησίες τα έτη 2003 και 2004.
Σύμφωνα με την αίτηση της ΕΑΣΔ δυνάμει του άρθρου 123 του Αγροτικού Κώδικα του Ν.Δ 1189/72 και της υπ’ αρ. 28584/16.10.1965 αποφάσεως του Νομάρχη Δωδεκανήσου, την 3η Φεβρουαρίου του έτους 1977, με απόφαση της Διεύθυνσης Γεωργίας της Νομαρχίας Δωδεκανήσου, παραχωρήθηκε στην Ένωση, το υπ’ αρ. «12» τεμάχιο διανομής, εκτάσεως 11.346 τμ ευρισκόμενο στην περιοχή «Άγιος Παύλος» της δημοτικής κοινότητας Κατταβιάς του Δήμου Ρόδου.
Η οριστική διανομή η οποία συντάχθηκε το έτος 1969, κυρώθηκε με το Ν.Δ. 1189/72 και δημοσιεύθηκε το υπ’ αρ. 99/28.06.72 ΦΕΚ.
Σύμφωνα με την ίδια από 03.02.1977 απόφαση της Διεύθυνσης Γεωργίας της Νομαρχίας Δωδεκανήσου, κατεβλήθη το καθορισθέν δια της υπ’ αρ. 2/1966 αποφάσεως της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Ρόδου, ποσό ανερχόμενο σε 152.566,40 δραχμές.
Με τον ανωτέρω τρόπο η ΕΑΣΔ υποστηρίζει ότι απέκτησε την αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή των τμημάτων των κτηματομερίδων αυτών, που περικλείονται εντός της περιφράξεως που τοποθετήθηκε πριν από το έτος 1975 από την τότε Διοίκηση της Οργανώσεως, συνολικού εμβαδού 11.346 τμ.
Ωστόσο η απόφαση αυτή της Διεύθυνσης Γεωργίας, δεν μετεγράφη στα οικεία βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου, λόγω μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας απαλλοτρίωσης των μερίδων, ούτως ώστε να περιέλθουν στο δημόσιο και στη συνέχεια να ενοποιηθούν και να αποτελέσουν μία ενοποιημένη μερίδα, η οποία να μεταγραφεί στο όνομα της Ενώσεως.
Υποστηρίζει μάλιστα, πως έστω και αν δεν πραγματοποιήθηκε η τυπική πράξη της μεταγραφής της αποφάσεως παραχωρήσεως του τεμαχίου στα οικεία βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου, εντούτοις η νομή και κατοχή του παρεδόθη από τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1965, οπότε με την υπ’ αρ. 26/24.10.1965 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της Οργανώσεως έγινε αποδεκτή η παραχώρηση και αποφασίσθηκε η σύναψη δανείου από την Ένωση, μέχρι του ποσού των 500.000 δρχ. για την αποπληρωμή των παραχωρηθέντων τμημάτων από τη Νομαρχία Δωδεκανήσου.
Οι δύο Κατταβενοί από την άλλη με την έφεσή τους δίνουν μια άλλη διάσταση στην υπόθεση.
Πιο συγκερκιμένα τα δυο ακίνητα είχαν από την αρχική καταγραφή καταχωρηθεί σαν ιδιόκτητα και δη το μεν πρώτο επ’ ονόματι του εκ πατρός παππού του πρώτου, με κτηματολογική διάταξη την 15-4-1930 και ήδη βρίσκεται καταχωρημένο κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή του, το δε δεύτερο επ΄ονόματι του προπάππου του και ήδη επ’ ονόματί του ωσαύτως κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή.
Όπως εξηγούν στην έφεσή τους το έτος 1935 οι Ιταλοί κατακτητές, αφαίρεσαν βίαια τμήματα των ιδιοκτησιών τους, καθώς επίσης και τμήματα από άλλες 10 όμορες κτηματομερίδες, προκειμένου εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της μεγάλης τότε Φασιστικής Ιταλίας, να δημιουργήσουν πρότυπο αγροτικό οικισμό και να εποικήσουν την περιοχή με Ιταλούς γεωργούς και κτηνοτρόφους.
Ξέσπασε λαϊκός ξεσηκωμός, προκειμένου να μην πετύχει το ύπουλο σχέδιο των κατακτητών, που στόχευε μακροπρόθεσμα στον αφελληνισμό του χωριού, της Ρόδου και των ήδη κατακτημένων Δωδεκανήσων και για το λόγο αυτό, σε συνδυασμό με τη βίαιη αφαίρεση των ιδιοκτησιών, ξεσηκώθηκε το χωριό με επικεφαλής το παπά, που δεν ήταν άλλος από τον παππού του πρώτου και αρχικό τιτλούχο, ο οποίος σε αντίποινα εξορίστηκε για τη δράση του στον Αγιο Παντελεήμονα Αχαρνών και επέστρεψε με την απελευθέρωση, ένθα και απεβίωσε τον επόμενο χρόνο (1948).
Ο οικισμός αποτελούμενος από αγροτικές κατοικίες, σχολείο, μαγαζιά, φούρνο και Εκκλησία, χτίστηκε τελικά και εποικίστηκε το 1939, με 70 περίπου Ιταλούς, με παπά και δάσκαλο παρά τις αντιδράσεις των κατοίκων, ενώ για το φόβο των Ιουδαίων, τα 11.346 τ.μ. καλυμμένης και ακάλυπτης έκτασης του οικισμού περιφράχτηκαν.
Η παλλαϊκή αυτή αντίσταση, ναι μεν δεν εμπόδισε τους κατακτητές να ολοκληρώσουν κτιριακά τουλάχιστον τον οικισμό, είχε όμως σαν αποτέλεσμα, το γεγονός ότι ουδέποτε απαλλοτριώθηκαν τα καταπατηθέντα τμήματα, ούτε δόθηκαν σε αντικατάσταση αυτών άλλα κτήματα, όλως εξαιρετικά για αντίποινα, γιατί σε παρόμοιες περιπτώσεις παραχωρούσαν στους ιδιοκτήτες δημόσιες γαίες, από αυτές που οι ίδιοι είχαν καταχωρίσει στο όνομα της Κυβέρνησης της Κτήσης.
Από και δια της απελευθερώσεως (1947), όπως ήταν επόμενο τα τμήματα αυτά των ακινήτων που είχαν, όπως εκτίθεται, υφαρπασθεί, περιήλθαν και αύθις στην αποκλειστική νομή και κατοχή των ιδιοκτητών τους, υπέρ των οποίων είχαν καταγραφεί, αφού τόσο το δικαίωμα της κυριότητάς των όσο και το δικαίωμα εξουσίασής των [τεσσαρούφ], ουδέποτε είχαν απωλεσθεί.
Τονίζουν ότι η ΕΑΣΔ ισχυρίζεται ότι παρέλαβε τη νομή, με βάση απόφαση του Νομάρχη, δηλαδή με παράγωγο τρόπο και συνακόλουθα ερευνητέο εάν ο Νομάρχης είχε νομή και κυριότητα για να την παραχωρήσει παραπέρα.
Επισημαίνουν ότι η απόφαση του Νομάρχη, είναι ανυπόστατη, νομικά, αφού ο οικισμός χτίστηκε σε ιδιόκτητα ακίνητα, που δεν είχαν απαλλοτριωθεί, ούτε από το Ιταλικό, ούτε από το Ελληνικό Δημόσιο.
Η Διεύθυνση Γεωργίας Δωδεκανήσου, εξέδωσε τον αριθμ. 508/1977 τίτλο και παραχώρησε κατά κυριότητα στην εφεσίβλητη το αριθμ. 12 τεμάχιο οριστικής, αλλά για τους ίδιους λόγους ο τίτλος αυτός είναι νομικά ανεπιτήδειος αφού ο δήθεν μεταβιβάζων δεν είχε κυριότητα!! Επισημαίνουν ακόμη ότι η ΕΑΣΔ , όταν μπορούσε και το επέτρεπαν οι συνθήκες (οικονομικές, προγράμματα κ.λ.π.), καμία επένδυση ή συντήρηση δεν έκανε, απεναντίας δε τώρα …κόπτεται για την προστασία της δήθεν περιουσίας της, επειδή η οικονομική της θέση της είναι άκρως προβληματική και δυσχερής προσδοκώντας σε τυχόν εκποίηση ξένης περιουσίας.
Την ΕΑΣΔ εκπροσώπησε ο δικηγόρος κ. Μηνάς Τσέρκης και τους κατοίκους οι δικηγόροι κ.κ. Κ. Σαρρής και Β. Δουβής.