Ο Βουλευτής Δωδεκανήσου Βασίλης Α. Υψηλάντης, Εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας στον εκλογικό νόμο: «Με τον εκλογικό νόμο επιτυγχάνεται η εξεύρεση μιας κοινής συνισταμένης ανάμεσα στην αναλογικότητα εκπροσώπησης που δόθηκε με τη λαϊκή εντολή, την εκλογική δύναμη και την κυβερνητική σταθερότητα».
Ο Βουλευτής Δωδεκανήσου Βασίλης Α. Υψηλάντης, στην Ολομέλεια της Βουλής για τη συζήτηση του εκλογικού νόμου, αντέκρουσε με νομικά και πολιτικά επιχειρήματα την ένσταση αντισυνταγματότητας της πρώτης διάταξης του εκλογικού νόμου που υπέβαλαν ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ. Η ένσταση απερρίφθη από την πλειοψηφία των βουλευτών.
Εξάλλου στην εισήγησή του επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι : «Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με αυτογνωσία, τόλμη και ιστορική συνείδηση, δίνει το έναυσμα για το νέο εκλογικό σύστημα. Σε ουδέτερο μάλιστα πολιτικά χρόνο, επιδιώκοντας τον εκσυγχρονισμό της εκλογικής νομοθεσίας, με διατάξεις τέτοιες που μπορούν να συγκεράσουν τη λαϊκή βούληση με την εκλογική δύναμη, την ενδυνάμωση της κυβερνησιμότητας και την τόνωση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος.
Οι διατάξεις του νέου νόμου είναι πλήρως συμβατές με τις συνταγματικές αρχές της ισοδυναμίας της ψήφου και της αντιπροσώπευσης και διαπνέονται από εκλογική δικαιοσύνη.».
Ο Βουλευτής Δωδεκανήσου ολοκλήρωσε την παρέμβασή του ως εξής :« … Το ΝΣ αυτό αποτελεί ένα ακόμα μεγάλο βήμα της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας για ταχεία ολοκλήρωση όλων των γενναίων θεσμικών παρεμβάσεων που θα εξασφαλίσουν στη χώρα μας κυβερνισημότητα και σταθερότητα και που της δίνει τη δυνατότητα να προσχωρήσει περαιτέρω τη δράση της για τον εκσυγχρονισμό και αναπτυξιακό μετασχηματισμό της χώρας μας που ήδη γίνεται αισθητός.»
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Βουλευτή Δωδεκανήσου Βασίλη Α. Υψηλάντη είναι το εξής :
«Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,
Εισηγούμενος του νομοσχεδίου για την «Εκλογή Βουλευτών», από πλευράς της Νέας Δημοκρατίας στην Ολομέλεια της Βουλής, οφείλω εισαγωγικά να διαφωτίσω τις πτυχές εκείνες, που οδήγησαν την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, τη δεδομένη χρονική στιγμή να προωθεί για εφαρμογή ένα νέο εκλογικό νόμο.
Καταρχάς, η Νέα Δημοκρατία υπηρετεί τη φιλελεύθερη δημοκρατία για μια ελεύθερη και ειρηνική συμβίωση μέσω της συμμετοχής, της συναίνεσης και της αρχής της πλειοψηφίας .
Είναι δε το μόνο κόμμα στην Ελλάδα που επεδίωξε, στο σχεδόν μισό αιώνα ύπαρξης και λειτουργίας του, την ειλικρινή συνεργασία με άλλα, για να μπορέσει να κυβερνηθεί η χώρα. Επεδίωξε κυβερνήσεις συνεργασίας, που όμως υπήρξαν στο τέλος θνησιγενείς. Αλλά είναι και εκείνο, που λόγω της εθνικά υπεύθυνης στάσης του, ουδέποτε υιοθέτησε την απλή αναλογική ως το ενδεδειγμένο εκλογικό σύστημα για τη χώρα μας.
Στις πρόσφατες εκλογές ο ελληνικός λαός δίνει αυτοδυναμία στη ΝΔ , κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά μετά την κρίση, πέτυχε η ΝΔ, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα υλοποίησης της προεκλογικής μας δέσμευσης για αλλαγή του εκλογικού νόμου, που η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ εισήγαγε, με χαρακτηριστικά απλής αναλογικής. Ενός συστήματος, που με όλους τους υπολογισμούς, αυτό που θα εισέφερε στην πολιτική ζωή του τόπου, είναι παραλυτικές καταστάσεις για τη λειτουργία του κράτους και ένα πλαίσιο απαγορευτικό για το σχηματισμό κυβέρνησης. Την επιλογή άλλωστε της απλής αναλογικής, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ, επεδίωξε σε μια χρονικά στιγμή, που ξεκινούσε η κατάρρευση της, αφού είχε εκλεγεί και κυβερνήσει δύο φορές με το σύστημα του μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα. Σήμερα δε το χρησιμοποιεί ως ανάχωμα επιβίωσής του και δημιουργίας δήθεν εφαλτηρίου για τη δημιουργία προοδευτικών και καλά συγκλίσεων και κουλτούρας πολιτικής συνεννόησης. Θέση εξ ορισμού προβληματική και μη συμβατή, αποδεδειγμένα, με την ελληνική πραγματικότητα. Αρκεί κανείς να ανατρέξει στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας , για να επιβεβαιώσει ότι η πολιτική κουλτούρα στην Ελλάδα βασίζεται στη σύγκρουση και όχι στη συναίνεση και τη σύγκλιση και με περιόδους με καταστροφικές συνέπειες από την εφαρμογή της απλής αναλογικής. Το ίδιο επεδίωξε και στο χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης όπου την αδυναμία τοπική διακυβέρνησης αποκατέστησε διορθωτικά ο νόμος 4623/19. Με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας η απλή αναλογική οδηγεί με βεβαιότητα, στην καλή της έκφανση στη συναλλαγή και στη χειρότερη στην ακυβερνησία. Σήμερα η μη έγκριση του συστήματος αυτού, υποστηρίζεται από την πλειοψηφία των κομμάτων που βρίσκονται στη Βουλή. Απορρίπτεται συνεπώς από τη μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και στερείται της όποιας κοινωνικής αποδοχής.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με αυτογνωσία, τόλμη και ιστορική συνείδηση, δίνει το έναυσμα για το νέο εκλογικό σύστημα. Σε ουδέτερο μάλιστα πολιτικά χρόνο, επιδιώκοντας τον εκσυγχρονισμό της εκλογικής νομοθεσίας, με διατάξεις τέτοιες που μπορούν να συγκεράσουν τη λαϊκή βούληση με την εκλογική δύναμη, την ενδυνάμωση της κυβερνησιμότητας και την τόνωση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος.
Οι διατάξεις του νέου νόμου είναι πλήρως συμβατές με τις συνταγματικές αρχές της ισοδυναμίας της ψήφου και της αντιπροσώπευσης και διαπνέονται από εκλογική δικαιοσύνη.
Ο συνταγματικός νομοθέτης άλλωστε, στο άρθρο 54 παρ.1, δεν κατοχυρώνει ορισμένο εκλογικό σύστημα αλλά καταλείπει κατ’ αρχήν στον κοινό νομοθέτη την ελευθερία να καθορίζει, σύμφωνα με τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά, το κατά την κρίση του περισσότερο πρόσφορο και ενδεδειγμένο, για τις συγκεκριμένες περιστάσεις, εκλογικό σύστημα.
Με τις διατάξεις του υπό ψήφιση νομοσχεδίου, επιτυγχάνεται η εξεύρεση μιας κοινής συνισταμένης ανάμεσα στην αναλογικότητα εκπροσώπησης που δόθηκε με τη λαϊκή εντολή, την εκλογική δύναμη και την κυβερνητική σταθερότητα. Θεσπίζεται ένα αξιόπιστο, διαφανές, απλό και λειτουργικό εκλογικό πλαίσιο, που στη μετά κρίση Ελλάδα, μπορεί να δημιουργήσει μια νέα σχέση πολιτών και πολιτικού συστήματος.
Το υπό ψήφιση σχέδιο νόμου αποτελείται από τρία άρθρα.
Το πρώτο άρθρο, που αφορά στην τροποποίηση των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 99 του Π.Δ 26/2012, αποτελεί τον κορμό του νέου εκλογικού συστήματος . Στην παρ. 2 ορίζεται ο τρόπος κατανομής του αριθμού των εδρών στα κόμματα. Εφόσον το πρώτο κόμμα λάβει ποσοστό μικρότερο του 25% των εγκύρων ψηφοδελτίων, το σύνολο των εδρών κατανέμεται αναλογικά. Στη δε παρ. 3 προβλέπεται η διαδικασία των δικαιουμένων εδρών κάθε σχηματισμού στην Επικράτεια. Η περ. β’ προβλέπει το μηχανισμό μείωσης της αναλογικότητας έως του 83,33% εφόσον το πρώτο κόμμα συγκεντρώσει ποσοστό άνω του 25% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων. Σχηματικά το κόμμα που συγκεντρώνει λιγότερο από 25% δεν τυγχάνει καμίας πριμοδότησης. Το κόμμα που συγκεντρώνει ακριβώς 25% πριμοδοτείται με 20 έδρες. Προβλέπεται δε κλιμακωτή πριμοδότηση 1 έδρας για κάθε 0,5% πάνω από το 25%.΄Έτσι με ποσοστό 30% έχουμε πριμοδότηση 40 εδρών και με ποσοστό 40% πριμοδότηση 50 εδρών. Στην παρ. 4α προβλέπεται ο μηχανισμός της παραχώρησης επιπλέον εδρών από εκλογικές περιφέρειες που έχουν παραμείνει αδιάθετες έδρες μετά τη διαδικασία που προβλέπεται στις παρ. 4 έως 8 του άρθρου 100. Οι ρυθμίσει αυτές εφαρμόζονται και για το συνασπισμό συνεργαζόμενων κομμάτων . Σύμφωνα με τη παρ. 4β ορίζεται ότι ο ΑΠ σε συμβούλιο, κατά την ανακήρυξη των εκλογικών συνδυασμών αποφαίνεται αμετακλήτως, για το χαρακτήρα κάθε κόμματος, ως αυτοτελούς ή συνασπισμού συνεργαζόμενων κομμάτων. Στο ακροτελεύτιο άρθρο 3 ορίζονται τα σχετικά με την έναρξη ισχύος του.
Ο νέος εκλογικός νόμος έρχεται στην έναρξη μιας ελπιδοφόρου για η χώρα μας εποχή. Σε μια εποχή που η πολιτική σταθερότητα με εθνική σύμπνοια αποτελεί την condition sine qua non για την επιβίωση και την προκοπή μας. Οι αρχές αυτές, η ιστορική πραγματικότητα, η απομυθοποίηση της αριστερής εμμονής στην άδολη και ανόθευτη απλή αναλογική, ο πολύχρονος διάλογος των κομμάτων και η διαβούλευση που αναπτύχθηκε δίνουν τον εκλογικό αυτό νόμο που προσφέρει την υψηλότερη δυνατή αναλογικότητα , με ενίσχυση των μικροτέρων κομμάτων σε σχέση με τον προ ισχύσαντα νόμο. Με την ευκαιρία του εκλογικού νόμου, η επιδίωξη, κυρίως από την αξιωματική αντιπολίτευση, αμαύρωσης του σημαντικού έργου αυτής της Κυβέρνησης, τους πρώτους μάλιστα μήνες διακυβέρνησης που πανθομολογουμένως μόνο επιτυχημένες ενέργειες και σημαντικά βήματα εισφέρει στη χώρα μας, δείχνει το στρουθοκαμηλισμό της για τα όσα αρνητικά έφερε στη χώρα μας και για τα οποία ο ελληνικός λαός τους με την ετυμηγορία του τους τιμώρησε.
Σήμερα το ΝΣ αυτό αποτελεί ένα ακόμα μεγάλο βήμα της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας για ταχεία ολοκλήρωση όλων των γενναίων θεσμικών παρεμβάσεων που θα εξασφαλίσουν στη χώρα μας κυβερνησιμότητα και σταθερότητα και που της δίνει τη δυνατότητα να προσχωρήσει περαιτέρω τη δράση της για τον εκσυγχρονισμό και αναπτυξιακό μετασχηματισμό της χώρας μας που ήδη γίνεται αισθητός.
Με τις σκέψεις αυτές εισηγούμαι την υπερψήφιση του ΝΣ «για την εκλογή βουλευτών » του Υπουργείου Εσωτερικών.»