Έξι στα δέκα νοικοκυριά στην Ελλάδα δυσκολεύονται να βγάλουν το μήνα με το διαθέσιμο εισόδημά τους, το οποίο επαρκεί μεσοσταθμικά για 19 ημέρες, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών.
Επίσης, το 15% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές του ανάγκες, εύρημα που καταδεικνύει πως υψηλό ποσοστό νοικοκυριών διαβιοί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, και είναι αυξημένο σε σχέση με το ποσοστό της αντίστοιχης έρευνας του 2022 (11,9%).
Η έρευνα επιβεβαιώνει την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών λόγω της πολύμηνης κρίσης ακρίβειας και την μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, ως αποτέλεσμα. Όπως προκύπτει, η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών επιδεινώθηκε το 2023, ενώ οι προσδοκίες για το μέλλον έχουν αρνητικό πρόσημο για δεύτερο συνεχόμενο έτος καθώς 1 στα 2 νοικοκυριά (53,7%) εκτιμά ότι η κατάστασή του θα επιδεινωθεί το 2024.
Μάλιστα οι αυξήσεις που έχουν επηρεάσει περισσότερο την οικονομική κατάσταση της συντριπτικής πλειονότητας των νοικοκυριών (72,7%) είναι αυτές που παρατηρούνται στις τιμές των ειδών διατροφής.
Ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης της κατάστασης, αυξήθηκε το ποσοστό των νοικοκυριών με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο (21,7%) και τις τράπεζες (9,6%).
Πού εντοπίζουν όμως τη λύση; Το 66,6% των νοικοκυριών θεωρεί πως καταλληλότερα μέτρα για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της ακρίβειας είναι η αύξηση μισθών και συντάξεων, το 51,3% τον έλεγχο των τιμών/αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας και το 47,2% την μείωση των φόρων και τελών.
Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας
Αρνητικές είναι οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το 2024. Μάλιστα, μετά τις έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια των μνημονίων είναι η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που η πλειονότητα των νοικοκυριών εκτιμά ότι το επόμενο έτος θα επιδεινωθεί η οικονομική του κατάσταση.
Συγκεκριμένα, πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (53,7%) εκτιμά ότι το 2024 θα χειροτερέψει η οικονομική του κατάσταση, έναντι μόλις 15,5% που εκτιμά ότι θα βελτιωθεί και 28,2% που εκτιμά ότι θα παραμείνει η ίδια.
Πέρα από τις χαμηλές προσδοκίες που δημιουργεί η πληθωριστική κρίση, οι βασικές αρνητικές επιπτώσεις των ανατιμήσεων στα νοικοκυριά με βάση τα ευρήματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είναι οι εξής τρεις:
Διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων μεταξύ των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, και των νοικοκυριών με υψηλά εισοδήματα.
Συγκεκριμένα, το 32,9% των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα έως 30.000 ευρώ δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε το 2023, έναντι 15,3% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 51,4% που δήλωσε ότι παρέμεινε το ίδιο. Στον αντίποδα, το 30,3% των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε, έναντι 12,1% που δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε και 57,6% που δήλωσε ότι παρέμεινε το ίδιο.
Ανάλογα ευρήματα είχαν καταγραφεί και στις αντίστοιχες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που διεξήχθησαν μετά την εκδήλωση της πανδημίας. Η συνεχιζόμενη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων φαίνεται ότι αρχίζει να λαμβάνει μόνιμα χαρακτηριστικά. Και τούτο γιατί συνεχίζει να επηρεάζει έντονα και τα μεσαία εισοδήματα, καθώς για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά η πλειονότητα των νοικοκυριών δήλωσε ότι χρειάζεται να κάνει περικοπές για να καλύψει τα αναγκαία (51,8%).
Επιπλέον, σταθερά υψηλό και μάλιστα αυξημένο σε σχέση με την περσινή χρονιά είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που φαίνεται ότι διαβιοί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (15%).
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι το 42,8% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα/κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα έχει ετήσιο εισόδημα έως 18.000 ευρώ. Με δεδομένο τον νέο τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών/ατομικών επιχειρήσεων φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών που έχουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα/κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα θα φορολογηθεί για εισοδήματα που δεν έχει, κάτι που όπως είναι επόμενο θα επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό και θα μειώσει το διαθέσιμο εισόδημά του. Μάλιστα, για το 58,3% αυτών των νοικοκυριών τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα είναι και η μοναδική πηγή εισοδήματος.
Η συνεχιζόμενη ακρίβεια φέρνει μείωση της αγοραστικής δύναμης του εισοδήματος των νοικοκυριών.
Όπως διατυπώνεται στην έρευνα σχετικά με τη μηνιαία επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών, 6 στα 10 νοικοκυριά (60,7%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Επαρκεί μεσοσταθμικά για 19 ημέρες. Σε δυσμενέστερη θέση φαίνεται ότι βρίσκονται τα νοικοκυριά με κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, καθώς για το 65,1% αυτών το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Επιπλέον, το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα και για το 68% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα και ετήσιο εισόδημα έως 18.000 ευρώ.
Έχουν αυξηθεί τα νοικοκυριά με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και τις τράπεζες σε σχέση με το 2022.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα, πάνω από 1 στα 5 νοικοκυριά (21,7%) δήλωσε πως το ίδιο ή κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού του έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο. Περίπου 1 στα 10 νοικοκυριά (9,6%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες για καταναλωτικά, επιχειρηματικά δάνεια ή/και κάρτες, ενώ από τα νοικοκυριά που έχουν ενεργό στεγαστικό δάνειο το 30% είτε καταβάλλει τις δόσεις συχνά με καθυστέρηση (20%), είτε έχει καθυστερημένες οφειλές για πάνω από 3 μήνες (10%).
«Απαιτούνται δραστικές πολιτικές»
Όπως υπογραμμίζει η ΓΣΕΒΕΕ, τα αποτελέσματα της έρευνας υποδεικνύουν την ανάγκη για δραστικές πολιτικές έναντι της συνεχιζόμενης ακρίβειας, οι οποίες θα αντιμετωπίσουν την οικονομική δυσπραγία και θα βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών. Είναι χαρακτηριστικό, όπως σημειώνεται, ότι κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της έρευνας ο βαθμός αξιολόγησης των μέτρων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας ήταν ιδιαίτερα χαμηλός από τα ελληνικά νοικοκυριά. Η συντριπτική πλειονότητα (80,6%) αξιολόγησε τα μέτρα της κυβέρνησης ως ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή. Ειδικά για το καλάθι του νοικοκυριού, δήλωσε ότι το θεωρεί κατάλληλο μέτρο για την αντιμετώπιση της ακρίβειας μόλις το 2,9% των νοικοκυριών, ενώ χαμηλά βρίσκονται και οι έκτακτες οικονομικές ενισχύσεις (8,4%).
Ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως επισημαίνεται από την έρευνα, θα πρέπει να δοθεί στο πεδίο του ελέγχου των τιμών, καθώς με βάση τα ευρήματά της, μετά την αύξηση των μισθών και συντάξεων αποτελεί για πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά το καταλληλότερο μέτρο για τον περιορισμό των ανατιμήσεων. Τέλος, σχεδόν 1 στα 2 νοικοκυριά δήλωσε ως κατάλληλο μέτρο για την αντιμετώπιση της ακρίβειας τη μείωση φόρων και τελών. Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται ότι η εφαρμογή ενός δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος παραμένει ακόμα ζητούμενο.
Ειδικά για τις καταναλωτικές τάσεις που διαμορφώνονται είναι ενδεικτικοί οι παρακάτω δείκτες που αφορούν στο 2023:
Σχεδόν 1 στα 2 νοικοκυριά (49,6%) περιόρισε τις δαπάνες τους για εξόδους (εστιατόρια, καφέ, σινεμά κλπ). Το 49% ξόδεψε λιγότερα για ταξίδια, το 41,5% περιόρισε τις δαπάνες του για ένδυση-υπόδηση και το 38,9% δαπάνησε λιγότερα για οικιακά είδη-έπιπλα-ηλεκτρικές συσκευές.
Από την άλλη μεριά καταγράφεται εκτίναξη του ποσοστού των νοικοκυριών που αύξησε τις δαπάνες του για την κάλυψη βασικών αναγκών. Συγκεκριμένα, το 73,6% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για είδη διατροφής, το 71,5% για λογαριασμούς σπιτιού, το 57,2% για θέρμανση, το 49,4% για μετακινήσεις και το 45,2% για υγεία και φάρμακα.
Επιδεινούμενοι σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές και σημαντικά υψηλοί παραμένουν οι δείκτες που αφορούν στην καθυστέρηση κάλυψης κάποιας βασικής ανάγκης, εξ αιτίας οικονομικής αδυναμίας. Ειδικότερα, σχεδόν 4 στα 10 (39,7%) νοικοκυριά καθυστέρησαν να αναζητήσουν την κατάλληλη θεραπεία για κάποιο ιατρικό πρόβλημα, πάνω από 1 στα 4 νοικοκυριά (26,2%) καθυστερεί να πληρώσει το ηλεκτρικό ρεύμα, το 21,8% καθυστερεί την πληρωμή λογαριασμών θέρμανσης και το 10% την πληρωμή φροντιστηρίου/παιδικού σταθμού κ.λπ..
Το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για τις ανάγκες του μήνα
Μεταξύ των βασικών ευρημάτων της έρευνας για το εισόδημα και την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών είναι ότι το 30,7% των νοικοκυριών δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε (28% το αντίστοιχο ποσοστό το 2022) ενώ το 73,3% των νοικοκυριών διαβιοί με ετήσιο εισόδημα έως 25.000 ευρώ, έναντι 21,2% που διαβιοί με ετήσιο εισόδημα πάνω από 25.000 ευρώ. Επιπλέον, τα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ αποτελούν το 8,1% του συνόλου των νοικοκυριών.
Πηγές εισοδήματος
Ο μισθός και η σύνταξη αποτελούν την κύρια πηγή εισοδήματος για τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών. Το 43,5% δήλωσε ως κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, το 43,5% τη σύνταξη, το 7% τα έσοδα/κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα και το 5,6% άλλο (ενοίκια, επίδομα, κ.λπ.).
Το 36,3% των νοικοκυριών δεν έχει άλλη πηγή εισοδήματος. To 24,7% έχει ως άλλη πηγή εισοδήματος τον μισθό, το 19,3% τη σύνταξη, το 12,1% τα ενοίκια, το 5% υποστηρίζεται εισοδηματικά από συγγενείς, το 4,5% έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ το 6,4% ως άλλη πηγή εισοδήματος δήλωσε κάποιο επίδομα (ανεργίας, αλληλεγγύης κ.λπ.).
Σημειώνεται ότι το 42,8% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα/κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα έχει ετήσιο εισόδημα έως 18.000 ευρώ. Η ΓΣΕΒΕΕ αναφέρει πως, με δεδομένο τον νέο τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών/ατομικών επιχειρήσεων φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών που έχουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα/κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα θα φορολογηθεί για εισοδήματα που δεν έχει, κάτι που όπως είναι επόμενο θα επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό και θα μειώσει το διαθέσιμο εισόδημά του. Από τα ευρήματα της έρευνας, μάλιστα, προκύπτει πως το 58,3% αυτών των νοικοκυριών δεν έχει άλλη πηγή εισοδήματος.
Επάρκεια εισοδήματος – αποταμίευση
Επιδείνωση παρουσιάζουν τα ευρήματα της έρευνας σε σχέση με την μηνιαία επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών. Υπογραμμίζεται, μάλιστα, ότι είναι τα δυσμενέστερα που έχουν καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Συγκεκριμένα, 6 στα 10 νοικοκυριά (60,7%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Το ποσοστό αυτό είναι το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ από το 2018, έτος που περιλήφθηκε ο συγκεκριμένος δείκτης.
Στο σύνολο των νοικοκυριών το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί μεσοσταθμικά για 23 ημέρες, ενώ για τα νοικοκυριά των οποίων το εισόδημα τελειώνει πριν από το τέλος του μήνα (60,7%), αυτό επαρκεί μεσοσταθμικά για 19 ημέρες.
Σε σχέση με την κύρια πηγή εισοδήματος σε δυσμενέστερη θέση βρίσκονται τα νοικοκυριά με κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, καθώς για το 65,1% αυτών το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα και ακολουθούν το 57,7% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη και το 42,8% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Σταθερά συντριπτικό παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατεί να αποταμιεύσει. Συγκεκριμένα, πάνω από 8 στα 10 νοικοκυριά (84,8%) δήλωσαν ότι δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν.
Βιωτικό επίπεδο, φτώχεια και εισοδηματική επισφάλεια
Tο 15% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές του ανάγκες, εύρημα που καταδεικνύει πως υψηλό ποσοστό νοικοκυριών διαβιοί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, και είναι αυξημένο σε σχέση με το ποσοστό της αντίστοιχης έρευνας του 2022 (11,9%).
Πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (51,8%) δήλωσε πως χρειάζεται να κάνει περικοπές για να καλύψει τα αναγκαία.
Από την άλλη μεριά, το 27,1% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα καταφέρνει χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, ενώ μόλις το 6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι ζει άνετα.
Σε εισοδηματική επισφάλεια συνεχίζει να βρίσκεται ένα υψηλό ποσοστό νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, στο ενδεχόμενο ενός έκτακτου αλλά απολύτως αναγκαίου εξόδου της τάξης των 500 ευρώ, το 18,1% δήλωσε ότι δεν θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει, ενώ το 41,6% θα κάλυπτε αυτήν τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία.
Υποχρεώσεις νοικοκυριών
Υψηλότερο σε σχέση με την έρευνα του 2022 είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωσε ότι έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο.
Συγκεκριμένα, το 21,7% δήλωσε πως το ίδιο ή κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού του έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, έναντι 20,9% που ήταν το 2022 και 16,8% που ήταν στην έρευνα του 2021. Το προαναφερόμενο ποσοστό (21,7%) επιμερίζεται σε 11,5% του οποίου οι ληξιπρόθεσμες οφειλές δεν έχουν ρυθμιστεί (9,9% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021), και σε 10,2% του οποίου οι οφειλές είναι ρυθμισμένες (11% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021).
Το 9,6% των νοικοκυριών (7,9% το 2022) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες για καταναλωτικά, επιχειρηματικά δάνεια ή/και κάρτες, ενώ το 8,2% των νοικοκυριών δήλωσε πως δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις προαναφερόμενες τραπεζικές υποχρεώσεις το 2024.
Πάνω από 8 στα 10 νοικοκυριά (81,1%) διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι έναντι 18,2% που πληρώνει ενοίκιο.
Από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι το 22,6% έχει ενεργό στεγαστικό δάνειο. Από τα νοικοκυριά αυτά το 20% (18,7% το αντίστοιχο ποσοστό στην έρευνα του 2022) καταβάλλει τις δόσεις του δανείου συχνά με κάποια καθυστέρηση, ενώ το 10% (8,5% το αντίστοιχο ποσοστό στην έρευνα του 2022) έχει καθυστερημένες οφειλές για πάνω από 3 μήνες.
Επιδεινωμένη είναι η εικόνα σε σχέση με την έρευνα του 2022 και ως προς τις εκτιμήσεις των νοικοκυριών αναφορικά με τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανειακών τους υποχρεώσεων το 2024. Συγκεκριμένα, από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι και έχουν στεγαστικό δάνειο, το 9% (8,6% το 2022) δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις, ενώ το 13,3% (12,9% το 2022) δήλωσε πως μάλλον δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις.
Αυξημένος σε σχέση με το 2022 είναι και ο φόβος των νοικοκυριών ότι μπορεί να απολέσουν το σπίτι τους λόγω οφειλών. Ειδικότερα, το 15,3% (14,4% και 11,3% τα ποσοστά των ερευνών του 2022 και 2021, αντίστοιχα) των νοικοκυριών εξέφρασε τον φόβο απώλειας του ακινήτου λόγω αδυναμίας πληρωμής των υποχρεώσεων προς τις τράπεζες ή το Δημόσιο.
Τέλος, το 5,6% των νοικοκυριών δήλωσε πως το 2023 υπέστη δέσμευση ή κατάσχεση λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων λόγω οφειλών, ποσοστό σημαντικά μεγαλύτερο σε σχέση με το 2022 (3,8%) και πολλαπλάσιο σε σχέση με το 2021 που ήταν 0,8%.