Με το υπ’ αρίθμ. 6/2023 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου απορρίφθηκε η έφεση που άσκησε ένας 58χρονος Ροδίτης για την ακύρωση του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, με το οποίο παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων, για υπεξαίρεση μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας τελούμενη κατ’ επάγγελμα, αποδοχή προϊόντων εγκλήματος με αντικείμενο κινητά πράγματα (προ του 1453) ιδιαίτερα μεγάλης αξίας τελούμενη κατ’ επάγγελμα και παραβίαση υποχρέωσης δήλωσης μνημείου.
Οπως έγραψε η «δημοκρατική», ο κατηγορούμενος είχε αφεθεί ελεύθερος με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής χρηματικής εγγύησης ύψους 2.000 ευρώ, της εμφάνισής του μια φορά κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του και της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.
Είχε συλληφθεί το πρωί της 12ης Σεπτεμβρίου 2020 από ειδικό κλιμάκιο Αστυνομικών της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ιωαννίνων σε συνεργασία με αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου.
Μια άγνωστη πληροφοριοδότης είχε ενημερώσει το γραφείο του ερευνητή κ. Γιώργου Τσούκαλη για την ύπαρξη μεγάλης ποσότητας αρχαίων αντικειμένων, τα οποία είχε στην κατοχή του επιχειρηματίας στη Ρόδο με σκοπό να τα προωθήσει παράνομα στην αγορά του εξωτερικού.
Η πληροφορία τον έφερε ειδικότερα να ενέχεται σε κύκλωμα διακίνησης αρχαιοτήτων, να προμηθεύεται διαρκώς αρχαία αντικείμενα και να προσπαθούσε κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα να τα πουλήσει έναντι αγνώστου χρηματικού αντιτίμου, και τα οποία εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις της νομοθεσίας περί αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Για τον λόγο αυτό, κλιμάκιο αστυνομικών από τα Ιωάννινα την 11η Σεπτεμβρίου 2020, αφίχθη στο νησί της Ρόδου, όπου κατόπιν επισταμένης αστυνομικής έρευνας, εξακριβώθηκε ο τόπος διαμονής του και τέθηκε υπό διακριτική επιτήρηση.
Περί ώρα 12:00 της 12ης Σεπτεμβρίου 2020, ο κατηγορούμενος, εξήλθε της οικίας του και ακινητοποιήθηκε από τους αστυνομικούς.
Παρουσία δικαστικού λειτουργού, σε έρευνα που διενεργήθηκε στην οικία του ανευρέθησαν και κατασχέθηκαν 129 αρχαία αντικείμενα.
Σύμφωνα με γνωμάτευση αρμόδιας αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς και ανάγονται στη Μυκηναϊκή, Κλασική, Ελληνιστική και Βυζαντινή περίοδο.
Στην έφεσή του αρνείται κατηγορηματικά τα όσα του αποδίδονται. Πέραν των νομικών λόγων που επικαλείται ως προς την ουσία της υποθέσεως διατείνεται πως λειτουργεί δύο παραδοσιακές επιχειρήσεις, καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, τις οποίες διατηρεί και συντηρεί στον χαρακτήρα που έχουν και ήθελε να τους προσδώσει αίγλη. Όταν είδε ότι διάφοροι εύρισκαν κομμάτια από ανασκαφές που διενεργούσαν για να κτίσουν στην περιοχή που δραστηριοποιείται σκέφθηκε να ζητήσει να του δώσουν ό,τι δεν ήθελαν ώστε να τα διακοσμήσει. Δεν γνώριζε ότι είχαν αξία και πρόσθεσε πως ήταν σπασμένα και δεν πλήρωσε για να τα αγοράσει.
Τα είχε στο σαλόνι του σπιτιού του γύρω από το τζάκι και θεωρούσε ότι δεν χρειαζόταν να τα δηλώσει, αφού προερχόταν από νόμιμες εκσκαφές τις οποίες γνώριζε η αρχαιολογία.
Αρνήθηκε ότι έχει σχέση με αγοραπωλησίες αρχαιοτήτων και δεν έχει ούτε αποδεχθεί κινητά αρχαία από υπεξαιρεθέντα αρχαία, ούτε και προσπάθησε ποτέ να πουλήσει ο,τιδήποτε.
Απόδειξη της αθωότητάς του, όπως υποστηρίζει, είναι και το γεγονός ότι όταν τον πλησίασαν οι αστυνομικοί έξω από το σπίτι του και τον ρώτησαν εάν έχει αρχαία κομμάτια, αμέσως τους άνοιξε και τους τα έδειξε, λέγοντας ότι δεν έχουν αξία.
Μάλιστα, ανέφερε πως εικάζει ότι η διαδικασία εναντίον του κινήθηκε εξαιτίας μιας παρεξήγησης που δημιουργήθηκε με μία πρώην υπάλληλό του και τον σύζυγό της που διαμένουν πλέον στα Ιωάννινα και το ζευγάρι είχε έρθει σπίτι του και είχε δει τα κομμάτια.