Του Στάθη Φαρμακίδη
Ξύπνησε χαράματα, συμμάζεψε το σπίτι, ζύμωσε, μαγείρεψε κι αγγάρεψε τον άντρα της. Έγραψε στο χαρτί όσα την έχουν ορμηνέψει, πήρε τις ταυτότητες και τα συμπράγκαλά της κι άρχισαν το σεργιάνι… Σαν έφτασε στον πρώτο της σταθμό, χτύπησε το θυροτηλέφωνο και περίμενε καρτερικά. Της άνοιξαν και μπήκε στο διάδρομο της πολυκατοικίας. Στο ισόγειο και στο βάθος δεξιά βρίσκεται η πόρτα του διαμερίσματος που διαμένει η οικογένεια της κόρη της. Σε δευτερόλεπτα και πριν προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι, η πόρτα άνοιξε απ’ την σπιτονοικοκυρά.
Εκείνη, οπισθοχωρώντας αστραπιαία, καλημέρισε από απόσταση. Έτεινε το χέρι για να παραδώσει στο παιδί της το ζυμωμένο ψωμί που παρήγγειλε και απολαμβάνει ο γαμπρός και τα εγγόνια της.
Συνάμα, με το άκουσμα του θυροτηλεφώνου το «σύρμα» στο σπίτι είχε πέσει… Ήρθε, ήρθε η γιαγιά, φώναξε ο μικρότερος! Την στιγμή λοιπόν που η γιαγιά ρώταγε την κόρη της «που γυροβολάνε τα μικρά» για να ανταμώσει τα πρόσωπά τους, τσουπ… ξεπρόβαλε ο δεκάχρονος απ΄ τον διάδρομο που οδηγεί στην πόρτα.
Έλαμψε ολάκερη! Άνοιξε διάπλατα τα χέρια της, φτερά θαρρείς για να πετάξει στον ουρανό μαζί με τον εγγονό της. Με το βλέμμα της, του δίνει χίλιες νοερές αγκαλιές κι ας παραμένουν τα χέρια της ανοικτά. Όσο δεν σφιχταγκαλιάζει τον εγγονό της, το βλέμμα της γίνεται απλανές, μοιάζει σε απόγνωση…
Πόση λαχτάρα κρύβει στην ψυχή της και πως αντέχει να μένει σε απόσταση;
Τρείς-τέσσερις κουβέντες της, σβήνουν την φωτιά της αδημονίας, μα η απόκριση του μικρού την ενθαρρύνει ακόμη περισσότερο να πλησιάσει.
-Γιαγιάκα μου, της φωνάζει!
Λες, θα λυγίσει, δεν μπορεί. Πώς μπορεί; Κι όμως…
-Αγοράκι μου γλυκό, πώς θα ΄θελα να σε πιάσω. Παιδί μου γλυκό, πώς είσαι;
Μα η απόσταση παραμένει, αυτό που άλλαξε είναι η στάση των χεριών της που τώρα έκλεισαν κι ήρθαν να ακουμπήσουν με ανοικτές παλάμες τα αντίστοιχα δύο της μάγουλα.
Πριν της αποκριθεί ο μικρός κατέφθασαν και τα άλλα δύο μεγαλύτερα, για να συμπληρωθεί η ευτυχία της στιγμής. Τι αντάμωση…
Τα καμάρωσε, τα φίλησε από μακριά κι αφού αντάλλαξαν τα δικά τους, τα προσκάλεσε να βγουν στο μπροστινό μπαλκόνι για να ανταμώσουν με τον παππού.
Εκείνος, μόλις πρόλαβε να παρκάρει το αυτοκίνητο κι έλεγε μια καλημέρα και τα χρόνια πολλά σ΄ έναν γείτονα. Η φωνή του γείτονα γνώριμη. Παππούς κι αυτός σχεδόν συνομήλικος του, συνομιλούσε στην κόρη και τα εγγόνια του. Αυτός απ΄ τον δρόμο και τα τρία εγγονάκια του στο μπαλκόνι του σπιτιού.
Και σε δευτερόλεπτα, καθώς από απέναντι φώναξαν τα δικά του εγγόνια, ιδού η εικόνα:
Δύο παππούδες στον δρόμο σε δύο αντικρινές πολυκατοικίες να έχουν σχεδόν πλάτη ο ένας στον άλλον και να συνομιλούν με τα έξι εγγονάκια που βρίσκονταν ανά τρία στα μπαλκόνια τους…
Οι φωνές τους «γέμισαν» τη γειτονιά! Κάθε κουβέντα τους ξεχωριστή. Πόση αγάπη κρύβουν για το καθένα από τα εγγόνια τους. Δεν λογαριάζουν κορωνοϊούς, μονάχα αποστάσεις και ατομική ευθύνη.
Αφού κόπασε ο ενθουσιασμός τους κι αφού χόρτασαν ο ένας τον άλλον, απορημένος και αφελής βγαίνοντας στο μπαλκόνι, διερωτήθηκα μεγαλοφώνως:
-Δεν ξέρω αν στη θέση σας θα μπορούσα να μείνω μακριά τους. Θα τα αγκάλιαζα κι ας πέθαινα!
Ο αντίλογος, απ΄ τον γείτονα παππού, άμεσος.
-Δεν λογαριάζω θάνατο, το παιδί μονάχα πώς θα τον βιώσει και πώς θα νιώσει. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά…
Εκείνη τη στιγμή σώπασα. Θυμήθηκα μια φράση ενός καλού φίλου που καθώς έγινε παππούς τον είχα ρωτήσει πως νιώθει. Οι κουβέντες του με καθηλώνουν μέχρι σήμερα:
-Αν ο Κύριος είχε τον Χριστό εγγονό του δεν θα τον θυσίαζε στον Σταυρό!!
(ΥΓ: Το χρονογράφημα αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα και αφιερώνεται σε όλες τις γιαγιάδες και όλους τους παππούδες της Ρόδου)