Τo τελευταίο διάστημα πληθαίνουν τα δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για δήθεν απαίτηση των δικαστών να ξεκουραστούν και το φετινό καλοκαίρι, ενώ οι πολίτες αγωνιούν πέραν της υγείας τους και για την οικονομική ύφεση που θα αντιμετωπίσει η χώρα από την αναστολή της παραγωγικής διαδικασίας λόγω της πανδημίας.
Μάλιστα σε κάποια απ’ αυτά επιχειρείται πλήρης στρέβλωση της πραγματικότητας, καθόσον αναφέρεται ότι “κάποιες δικαστικές ενώσεις διαφωνούν για τη παράταση του δικαστικού έτους”, ενώ είναι σαφές ότι οι τρεις μεγαλύτερες ενώσεις, που αντιπροσωπεύουν τη συντριπτική πλειοψηφία των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, έχουν ήδη εκφράσει τη διαφωνία τους για τη παράταση του δικαστικού έτους, όταν μάλιστα πιθανολογείται ότι δεν πρόκειται για ένα πρόσκαιρο και έκτακτο μέτρο.
Ήδη έχει γραφεί και αποτυπωθεί με σαφήνεια δια της παράθεσης στατιστικών στοιχείων ότι οι δικαστικές διακοπές δεν αποτελούν επ’ ουδενί τη γνωστή σε όλους άδεια αναψυχής (ή ανάπαυσης) που χορηγείται σε όλους τους εργαζόμενους. Και τούτο διότι η τελευταία «αποβλέπει αφενός στη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας των εργαζομένων και αφετέρου στη δυνατότητα συμμετοχής ενός εκάστου στα αγαθά του ελευθέρου χρόνου». Η αναλυτική δε παράθεση του αριθμού των δικαστικών αποφάσεων, που δημοσιεύονται από τους συναδέλφους δικαστές κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, καταδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Ότι δηλαδή το θέρος είναι γι’ αυτούς χρόνος πλήρους εργασιακής απασχόλησης και μεγάλης παραγωγικότητας, αφού ο αριθμός των δικαστικών αποφάσεων που δημοσιεύονται δεν είναι μικρότερος από τον αριθμό των αποφάσεων που δημοσιεύονται κατά την διάρκεια του δικαστικού έτους.
Προς επίρρωση των ανωτέρω αξίζει να αναφερθεί ότι παρόμοια είναι η κατάσταση και στους εισαγγελικούς λειτουργούς. Ενδεικτικά επισημαίνεται ότι για το έτος 2019, οι εισερχόμενες μηνύσεις στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ήταν τον μήνα Ιούλιο 4.423, τον μήνα Αύγουστο 3.423 και τον μήνα Σεπτέμβριο 5.092, ενώ ο μέσος όρος των εισερχόμενων μηνύσεων κατά τους λοιπούς εννέα μήνες του δικαστικού έτους ανήλθε σε 4.764. Επίσης μόνο κατά τον μήνα Ιούλιο οι παρεμπίπτουσες προτάσεις ανήλθαν σε 159, ενώ όλους τους υπόλοιπους μήνες ο αριθμός τους κυμάνθηκε από 60 έως και 120. Τέλος, οι αυτόφωρες συνοδείες κατά τον μήνα Ιούλιο ήταν 483, κατά τον μήνα Αύγουστο 413 και κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 434, ενώ τους υπόλοιπους εννέα μήνες ο μέσος όρος ανήλθε σε 455. Αντίστοιχη εικόνα εμφάνισε και η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, αφού οι εισερχόμενες μηνύσεις ήταν τον μήνα Ιούλιο 7.394, τον μήνα Αύγουστο 5.968 και τον μήνα Σεπτέμβριο 9.837, ενώ ο μέσος όρος των εισερχόμενων μηνύσεων κατά τους λοιπούς εννέα μήνες του δικαστικού έτους ανήλθε σε 14.556. Επίσης κατά τον μήνα Ιούλιο οι παρεμπίπτουσες προτάσεις ανήλθαν σε 136, τον Αύγουστο σε 95 και τον Σεπτέμβριο σε 154, ενώ όλους τους υπόλοιπους μήνες ο αριθμός τους κυμάνθηκε από 140 έως και 217. Τέλος, οι αυτόφωρες συνοδείες κατά τον μήνα Ιούλιο ήταν 838, κατά τον μήνα Αύγουστο 830 και κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 1.091, ενώ τους υπόλοιπους εννέα μήνες ο μέσος όρος ανήλθε σε 927. Παρέλκει δε να αναφερθεί ότι εκτός από την ποινική δίωξη, ο Εισαγγελέας κατά τα τμήματα διακοπών είναι επιφορτισμένος με τις ακροάσεις, τις γνωμοδοτήσεις και όλα τα ανακύπτοντα ζητήματα που αφορούν την εκτέλεση των ποινών. Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στις επαρχιακές εισαγγελίες, που ο αριθμός των υπηρετούντων εισαγγελέων είναι πολύ μικρός, το τμήμα διακοπών του εκάστοτε υπηρετούντος εισαγγελέα αγγίζει τις σαράντα ημέρες. Επομένως, είναι τουλάχιστον αστείο να γίνεται οποιοσδήποτε παραλληλισμός των δικαστικών διακοπών με την άδεια αναψυχής των λοιπών εργαζομένων.
Άλλωστε, και επειδή η συζήτηση αναφορικά με τη παράταση του δικαστικού έτους γίνεται με αφορμή την έκτακτη αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων, αξίζει να σημειωθεί ότι ο πραγματικός δικαστικός χρόνος, που χάθηκε λόγω της πανδημίας, θα μπορούσε να αναπληρωθεί με μικρή ή και μεγάλη ποσοστιαία αύξηση των πινακίων στις δικασίμους των τμημάτων διακοπών αλλά και στις δικασίμους του επόμενου δικαστικού έτους. Ενώ δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι καμία επαγγελματική ομάδα και ιδιαίτερα οι δικηγορικοί σύλλογοι της χώρας δεν υπέβαλαν μέχρι σήμερα σχετικό αίτημα, αν και το επιχείρημα που διατυπώθηκε για την ανάγκη παράτασης του δικαστικού έτους, εδράζεται στο ότι η παράταση θα λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα στην απώλεια ύλης για τους δικηγόρους από την αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων.
Η αναφορά αυτή δεν γίνεται προκειμένου να εκφραστεί κάποιο παράπονο για την στέρηση από το δικαίωμα αδείας, αφού όλοι έχουμε επίγνωση του συνταγματικού μας ρόλου. Η αναφορά αυτή γίνεται προκειμένου να αναδειχθεί, με την παράθεση πραγματικών στοιχείων και όχι με αοριστολογίες, ότι η παγίωση μιας τυχόν μείωσης των δικαστικών διακοπών, όχι μόνο δεν θα επιφέρει την πολυπόθητη επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, αλλά θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα με τη σώρευση περισσότερων εκκρεμών δικογραφιών. Και τούτο διότι η αιτία για την παρατηρούμενη επί σειρά ετών επιβράδυνση στη περαίωση των δικογραφιών δεν είναι οι παρατεταμένες δικαστικές διακοπές, ούτε βέβαια η νωθρότητα και η ανεπάρκεια μας, αλλά το ότι είμαστε εξαιρετικά λίγοι άνθρωποι που καλούμαστε κάθε χρόνο να εντατικοποιούμε περισσότερο τις προσπάθειες μας για να αντεπεξέλθουμε στις ογκωδέστατες χρεώσεις. Η λύση λοιπόν θα ήταν η πραγματικά γενναία αύξηση των οργανικών θέσεων όλων των βαθμών, προκειμένου επιτέλους να επέλθει μία εξισορρόπηση στο ανθρώπινο δυναμικό και στον συνεχώς αυξανόμενο όγκο εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, και όχι με ημίμετρα που συνήθως προτάσσονται από τον νομοθέτη για να αντιμετωπιστεί προσωρινά το πρόβλημα της συσσώρευσης των υποθέσεων (όπως μαζικές παραγραφές αδικημάτων αμφιβόλου συνταγματικότητας) ή με «ακατανόητες» ενέργειες (όπως η ανακατανομή μεγάλου αριθμού εφετών σε προέδρους εφετών και τώρα αντεισαγγελέων εφετών σε εισαγγελείς εφετών, με την ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων των πρώτων εξ αυτών), θα μπορούσαμε να μιλήσουμε αφενός για ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, αφετέρου για το δικαίωμα έστω και σε ολιγοήμερη ξεκούραση από τις υπηρεσιακές μας υποχρεώσεις. Και το κυριότερο, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ρεαλιστικά και αφήνοντας στην άκρη το κυνήγι μαγισσών για ουσιαστική επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης. Ωστόσο είναι λυπηρή η διαπίστωση ότι αναφαίνονται και πάλι ποιες είναι οι πραγματικές προθέσεις της πολιτείας πίσω από το ψευτοεπιχείρημα της αναπλήρωσης των χαμένων δικασίμων. Μα προφανώς η εντατικοποίηση της εργασίας με το ήδη υπάρχον έμψυχο δυναμικό.
Πηγή: ende.gr