«Αυτά που άκουσα για την αγόρευσή μου είναι τραγικά. Λυπάμαι πάρα πολύ. Υπάρχει τεράστιο θέμα για τον υπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ, κ. Ακη Σκέρτσο, κι αυτά που δήλωσε. Το δικό μου το δικαστήριο δεν έγινε ποτέ «λαϊκή απογευματινή». Θα πρέπει να ήταν πρώτα εκεί ν’ ακούει κι ύστερα να εκφέρει άποψη. Εμένα με νοιάζει να καταλαβαίνει ο κόσμος τι γίνεται. Εγώ είμαι τέτοιου ήθους που αν πίστευα ότι ο ένας τουλάχιστον από τους κατηγορουμένους στη δίκη Τοπαλούδη έπρεπε να πάρει ένα ελαφρυντικό για μειωμένο καταλογισμό, σε κόντρα όλων, θα το πρότεινα! Δεν δικάζω με τον κόσμο. Ετυχε ο κόσμος να ταυτιστεί μαζί μου. Δεν το προκάλεσα, δεν το επεδίωξα. Η αγόρευση του εισαγγελέα αλίμονο αν δεν προκαλέσει. Πώς θα πείσω εγώ τους ενόρκους; Πού ξέρω ότι ένας από αυτούς (σ.σ. τους ενόρκους), θλιμμένος, και επειδή τα παιδιά αυτά – οι κατηγορούμενοι – είναι νεότατα, δεν θα τους αναγνωρίσει και κάποιο ελαφρυντικό; Εγώ θα κάνω τη δουλειά μου. Ο εισαγγελέας πρέπει να στηρίξει την κατηγορία να πείσει τους ενόρκους. Τι να πω; Τι καλά παιδιά που ήταν και τι ωραία που φέρθηκαν; Οταν άκουσα τα απίστευτα ψέματα, είπα στους ίδιους – και όχι στους δικηγόρους όπως μνημονεύτηκε – ότι συσκοτίσατε την υπόθεση. Ακόμη κι αυτό που αναφέρατε για το δάκρυ μου, αυτό δεν είχε σχέση με την υπόθεση Τοπαλούδη, αλλά με σημαντικό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζα εκείνες τις ημέρες και υπέφερα πραγματικά».
«Επραξα το καθήκον μου»
Μιλά το κεντρικό πρόσωπο των τελευταίων ημερών: η 55χρονη εισαγγελέας Αριστοτέλεια Δόγκα, της οποίας η αγόρευση για την αποτρόπαια δολοφονία της 21χρονης φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη δίχασε προκαλώντας θετικά σχόλια από ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης, αλλά και επικρίσεις από συναδέλφους της νομικούς.
Η κυρία Δόγκα, στην πολύωρη συνέντευξή της, υπερασπίζεται το περιεχόμενο της αγόρευσής της, αρνείται τις κατηγορίες για «συναισθηματική φόρτιση και έλλειψη αμεροληψίας» και υπογραμμίζει ότι δεν την ενδιαφέρουν οι έπαινοι από χιλιάδες πολίτες. «Επραξα μόνο το καθήκον μου ως εισαγγελέας» λέει. Εξιστορεί ένα έντονο παρασκήνιο γύρω από τη δίκη και αναφέρεται στην πρόθεση άλλων δικαστικών λειτουργών να ολοκληρωθεί η ακροαματική διαδικασία με συνοπτικές διαδικασίες, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «αν δεν υπήρχε η παρέμβασή μου, η δίκη Τοπαλούδη θα τιναζόταν στον αέρα», επισημαίνοντας ότι «την ημέρα της αγόρευσής μου αντιμετώπιζα σοβαρά προβλήματα υγείας». Υπογραμμίζει μάλιστα την προσπάθειά της να ενεργοποιήσει «κλήση βοήθειας» όταν υπήρξε παρέμβαση «αγνώστων» νομικών μετά την πολυσυζητημένη αγόρευσή της! «Εχω μελετήσει σοβαρά το ενδεχόμενο τα επόμενα 24ωρα να δηλώσω την παραίτησή μου από το δικαστικό σώμα, όμως προσπαθούν να με αποτρέψουν άνθρωποι από το περιβάλλον μου» εξομολογείται, αποτυπώνοντας έτσι την ψυχολογική πίεση που δέχτηκε τις ημέρες που ακολούθησαν.
«Η Ελένη κι εγώ θα είμαστε μαζί»
Η τραγική υπόθεση της κακοποίησης και της εν ψυχρώ δολοφονίας της 21χρονης φοιτήτριας από το Διδυμότειχο από δύο νεαρούς σχεδόν της ίδιας ηλικίας έχει συγκλονίσει την τελευταία διετία την κοινή γνώμη. Ενα έγκλημα πρωτοφανούς αγριότητας, με δικαιολογία ένα τάχα «απαξιωτικό» σχόλιο της φοιτήτριας που, όπως ανέφερε η κυρία Δρόγκα, «οδηγήθηκε ως αμνός στη σφαγή». Η άτυχη κοπέλα βίωσε άγρια βασανιστήρια: μαχαιρώνεται, δέχεται πλήγματα με ηλεκτρικό σίδερο και τελικά πετιέται, ενώ ζούσε ακόμη, με βαριά τραύματα σε ερημική βραχώδη παραλία του νησιού, όπου τελικά άφησε την τελευταία της πνοή.
Την 21χρονη τη βρίσκουν νεκρή το μεσημέρι της 28ης Νοεμβρίου 2018 λιμενικοί της Ρόδου. Την εντόπισαν στην περιοχή «Φώκια» στους Πεύκους Λίνδου. Για μέρες η ταυτότητά της παρέμενε άγνωστη, καθώς το μόνο χαρακτηριστικό στοιχείο που είχαν οι άνδρες της Αστυνομίας ήταν ένα τατουάζ τριαντάφυλλο στο πόδι του θύματος. Επειτα από έρευνες αλλά και ανάλυση βίντεο από κάμερες ασφαλείας, οι αρχές κατέληξαν σε έναν 21χρονο Ροδίτη και στον 19χρονο αλβανό φίλο του, οι οποίοι κατά την ανάκρισή τους έπεσαν σε αντιφάσεις και εν συνεχεία ομολόγησαν την πράξη τους. Με τους δύο δράστες να επιρρίπτουν ο ένας στον άλλον την πρωτοβουλία για τη δολοφονία του κοριτσιού ύστερα από τη οργή που υποτίθεται ότι προκάλεσε ένα σχόλιο της κοπέλας για έναν εξ αυτών. Με τους πολίτες να συμπαρίστανται ενεργά στο δράμα της οικογένειας της φοιτήτριας, οι οποίοι ζητούσαν την τιμωρία των δραστών και υπέμεναν καρτερικά τη δικαστική κρίση. Δηλώνοντας ότι «εμείς έχουμε να διανύσουμε έναν βασανιστικό ψυχολογικό γολγοθά μέχρι να πεθάνουμε». Σε αυτό το οικογενειακό δράμα δεν έμεινε ασυγκίνητη ούτε η εισαγγελεύς, κυρία Δόγκα, αναφέροντας στην αγόρευσή της, απευθυνόμενη σε αυτούς, «φτιάξατε ένα κόσμημα. Αυτή είναι το δώρο της ζωής, αυτοί είναι η κατάρα της ζωής τους. Η κόρη σας σαν λαμπρό αστέρι θα μας δείχνει πάντα τον δρόμο από εκεί που είναι. Εφεξής εγώ και η Ελένη θα είμαστε μαζί, σας δίνω τον λόγο μου». Υστερα από αυτή τη δήλωση οι γονείς της Ελένης δήλωσαν με τη σειρά τους ότι «εκείνη τη στιγμή είδαμε την Ελένη να κάθεται δίπλα στην έδρα της εισαγγελέως».
«Δεν ήθελα να μείνω δικηγόρος»
Η Αριστοτέλεια Δόγκα γεννήθηκε το 1965 στη Ρόδο, όμως η καταγωγή της έλκει από το Γαλαξίδι. Ο πατέρας της ήταν από τους πλέον γνωστούς ψυχιάτρους και δημιουργός κλινικής. Σπούδασε νομικά και από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 εργαζόταν σε σημαντικό δικηγορικό γραφείο της Αθήνας, που χειριζόταν κυρίως υποθέσεις ναρκωτικών.
Οπως δηλώνει σήμερα, «εκείνη την περίοδο κατάλαβα ότι δεν θέλω να μείνω δικηγόρος. Γιατί εγώ είμαι εκ φύσεως ειλικρινής και δεν μπορώ να λέω ψέματα στους πελάτες για την τύχη, φέρ’ ειπείν, των υποθέσεών τους. Επιπλέον είχα κακές εμπειρίες με παράνομες συνεννοήσεις άλλων δικηγόρων».
Οι αναφορές αυτές αποκτούν ιδιαίτερη σημασία ύστερα από την κριτική που άσκησε, στη διάρκεια της αγόρευσής της, στους δικηγόρους ότι «δεν βοηθούν στην αποκατάσταση της αλήθειας» και η οποία προκάλεσε την αντίδραση του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Δημήτρη Βερβεσού ότι «η θέση αυτή της εισαγγελέως προσβάλλει στο σύνολό του το δικηγορικό σώμα και τον ρόλο του υπερασπιστή δικηγόρου, που αποτελεί πυλώνα του νομικού μας πολιτισμού». Με την εισαγγελέα να αναφέρει στην εφημερίδα μας ότι «τα σχόλιά μου αφορούσαν τους ανίκανους νομικούς κι όχι το σύνολο, αφού ήμουν κι εγώ δικηγόρος».
Συμπληρώνει δε ότι «στη διάρκεια της δίκης έχω μιλήσει πολλές φορές για τον θετικό ρόλο που είχε άλλος δικηγόρος, νομικός εκπρόσωπος των κατηγορουμένων, που έκανε σημαντικές προσπάθειες να λάμψει η αλήθεια, ο οποίος τελικώς αποχώρησε από την υπεράσπιση».
«Εδωσα μάχη για την υπόθεση»
Για την υπόθεση Τοπαλούδη, αναφέρεται στο έντονο παρασκήνιο. «Εχω ενημερωθεί από αξιωματούχους – ερευνητές της υπόθεσης Τοπαλούδη για «πιέσεις» που τους ασκήθηκαν και για ιδιομορφίες που είχε ο συγκεκριμένος φάκελος», αφήνοντας αιχμές για προσπάθεια παρέμβασης από συγγενείς ενός εκ των κατηγορουμένων, οι οποίοι είχαν σημαντικές γνωριμίες στο νησί. Ακόμη η κυρία Δρόγκα καταγγέλλει την πρόθεση δικαστικών λειτουργών να τελειώσουν όσο το δυνατόν πιο σύντομα τη δίκη και χωρίς την παρουσία εκπροσώπων των ΜΜΕ… Οπως χαρακτηριστικά δηλώνει, «δικαστές δεν ήθελαν τα ΜΜΕ και το κοινό στην αίθουσα για να μην υπάρχει δημοσιότητα και να τελειώσουμε γρήγορα. Κι αυτή που έδωσε μάχη για τη δημοσιότητα της υπόθεσης και τα δικαιώματα των κατηγορουμένων ήμουν εγώ».
Υπογραμμίζει ακόμη ότι «τότε υπήρχε επίκληση των μέτρων για τον κορωνοϊό και της χωρητικότητας της αίθουσας, κι εγώ είχα εκφράσει τη διαφωνία μου. Τους είπα ότι δεν υπάρχει κανένα τέτοιο ζήτημα κι ότι πρέπει να υπάρχει δημοσιογράφος και το κοινό, αλλιώς θα τεθεί θέμα ακυρότητας της δίκης. Κάποιοι τότε πήγαν να τινάξουν τη διαδικασία στον αέρα. Αυτό το αντιλήφθηκα και τους έσωσα για μια ακόμη φορά. Καθότι υπήρχε κίνδυνος αυτή η δίκη να καταλήξει σε παρωδία. Μου έλεγαν κάτι τρελά. Να τελειώσει η δίκη στις 4 Μαΐου. Τους έλεγα «είναι δυνατόν;». Τότε ήμασταν στη φάση να εξετάζουμε μάρτυρες του κατηγορητηρίου. Κάποιοι ήθελαν να πάνε σπίτι τους να ξεκουραστούν. Λυπάμαι που το λέω».
Μάλιστα συμπληρώνει ότι τότε υπήρξε συνεννόησή της με εκπροσώπους του Δικηγορικού Συλλόγου που ζητούσαν την παρουσία των ΜΜΕ και οι οποίοι αργότερα την επέκριναν για την αγόρευσή της.
Επιπλέον δηλώνει ότι είχε πει σε συμμετέχοντες στην έδρα του δικαστηρίου «δεν θέλω να προχωρείτε σε μυστικές συνεννοήσεις μεταξύ σας. Υπάρχει και εισαγγελέας που οφείλει να ενημερώνεται».
Η δικαστική λειτουργός συμπληρώνει ότι «με δική μου παρέμβαση λύθηκε σημαντικό ζήτημα που είχε δημιουργηθεί στη διάρκεια της δίκης, αφού στις 4 Μαΐου είχε οριστεί δικάσιμος για την υπόθεση Τοπαλούδη, αλλά την ίδια μέρα είχε προσδιοριστεί και η έναρξη δίκης στην Κω για τον νεαρό Αλβανό, που είχε κατηγορηθεί ότι είχε αποπειραθεί να βιάσει κορίτσι ΑμεΑ μετά τον φόνο της Ελένης Τοπαλούδη και πριν συλληφθεί».
Επίσης αποκαλύπτει ότι «είχα δεχτεί επικρίσεις από δικαστική λειτουργό για ερώτηση που υπέβαλα σε συγγενή ενός εκ των δραστών σχετικά με ευρήματα που βρέθηκαν στο κινητό του δολοφόνου, όπου έδειχναν αναρτήσεις με άσεμνο περιεχόμενο στο χρονικό σημείο που έπεσε θύμα εγκληματικής ενέργειας η άτυχη φοιτήτρια».
Επιπλέον επισημαίνει ότι μετά την αγόρευσή της «υπήρξε αιφνιδιαστική παρουσία στο δικαστήριο δύο δικηγόρων, εκπροσώπων του Δικηγορικού Συλλόγου, που με τρόμαξαν ιδιαίτερα κι αναγκάστηκα να προχωρήσω σε κλήση για βοήθεια προς συναδέλφους μου».
Ο γάμος, τα προβλήματα υγείας και η Αμαλιάδα
Το 1998 παντρεύεται τον γενικό γραμματέα Δικαιοσύνης (τη δεκαετία του ’80) Γιώργο Ασημακόπουλο, ο οποίος απεβίωσε το 2013. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 αποφασίζει να ενταχθεί στο δικαστικό σώμα. Λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε δεν μετατέθηκε σε δικαστική υπηρεσία εκτός Αθηνών, ενώ όπως λέει «υπήρξαν περίοδοι που δεν μπορούσα να εκπληρώσω πλήρως τα καθήκοντά μου». Ηταν μια περιπέτεια που την αντιμετώπισε και το 2014 μετατίθεται στην Εισαγγελία Αμαλιάδας. Εκεί συγκλονίζεται από μια επίσης τραγική υπόθεση. Λέει χαρακτηριστικά, «συγκλονίστηκα από την υπόθεση ληστείας και κακοποίησης 90χρονης, η οποία απεβίωσε στο νοσοκομείο, από έναν 23χρονο αλλοδαπό που ομολόγησε με κυνικότητα την πράξη του με τον ισχυρισμό ότι “ήταν μεθυσμένος”. Αλλη υπόθεση που μου είχε προκαλέσει σοκ ήταν η περίπτωση – τον Ιούλιο του 2004 – άγριας δολοφονίας με μαχαίρι ενός 7χρονου από την 22χρονη αδελφή του που αντιμετώπιζε σοβαρή ψυχική νόσο και η οποία αργότερα έβαλε στην ηλεκτρική κουζίνα το άτυχο θύμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήμουν μέλος του δικαστικού συμβουλίου που έκρινε την υπόθεση και είδα τις φωτογραφίες που περιέχονταν στη δικογραφία και αποτύπωναν την αποτρόπαια πράξη».
Οσον αφορά το σήμερα, «στο Τμήμα Ποινικής Δίωξης που υπηρετώ χρεώνομαι με 1.500 δικογραφίες τον μήνα, με προθεσμία δύο μηνών να τις ολοκληρώσω» λέει. «Στη διάρκεια της δίκης Τοπαλούδη δεχόμουν τηλεφωνικές κλήσεις όπου με ενημέρωναν για νέες υποθέσεις που χρεωνόμουν, παρότι επεσήμαινα στους συνομιλητές μου ότι ήμουν στην έδρα. Παρ’ όλα αυτά όλες οι εκθέσεις μου ήταν άριστες κι αναφέρουν ότι σε έναν χρόνο ανέλαβα και διεκπεραίωσα περίπου 15.000 δικογραφίες».
Για να συμπληρώσει, «μου καταλογίζουν ότι επιζητώ τη δημοσιότητα ενώ πάντα εγώ ήμουν πλήρως στην αφάνεια και δεν κάνω δημόσιες σχέσεις. Και η εντιμότητά μου είναι δεδομένη. Αναφέρω χαρακτηριστικά ότι παλιότερα μου είχε δοθεί θέση σε νομική υπηρεσία τράπεζας την οποία είχα αρνηθεί γιατί αντελήφθην ότι εκεί θα ήμουν αργόσχολη κι απλώς θα πήγαινα για να πιω έναν καφέ».
«Μπορώ να μείνω και σπίτι μου»
«Δεν θα μου απαγορεύσει κανείς να είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος. Στο Facebook μιλώ για τη δικαιοσύνη, τη φιλοσοφία και τα ζώα, ποτέ όμως για πολιτικά. Εχω ζητήσει μάλιστα να τοποθετηθώ ως εισαγγελέας για την προστασία των ζώων. Πολλοί συνάδελφοί μου δικαστικοί κι από ανώτατες βαθμίδες έχουν “προφίλ” σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης κι αυτή είναι η επαφή τους με τον έξω κόσμο. Μπορώ να μείνω και σπίτι μου, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Ευτυχώς έχω χρήματα λόγω του συζύγου μου για να επιβιώσω. Γιατί αν μου πείτε να γυρίσω στη δικηγορία, καλύτερα να πάω να κάνω άλλη δουλειά με μικρό εισόδημα. Δεν μπορώ τα ψέματα και τις διαπλοκές. Βεβαίως υπάρχουν και δικηγόροι εντιμότατοι κι έχω πολλούς φίλους δικηγόρους…» λέει στο τέλος της συζήτησής μας προχωρώντας σε δυσμενή σχόλια για ένα μέρος του νομικού κόσμου.
Πηγή: tovima.gr