Στο άκουσμα του ονόματός της οι συνειρμοί είθισται να είναι αρνητικοί, εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών διαβίωσης των ψυχικά ασθενών που φιλοξενούνταν στο Ίδρυμα του νησιού, αλλά και της χρήσης του ως τόπος εξορίας των «αντιφρονούντων».
Αυτές οι προκαταλήψεις όμως παραμένουν ενεργές στο μυαλό μόνο όσων δεν είχαν την τύχη να την επισκεφτούν. Η Λέρος, ναι, αδικήθηκε από την ιστορία, πλέον όμως έχει αποτινάζει ριζικά από πάνω της το «συννεφιασμένο» παρελθόν και έχει βάλει πλώρη για την αποκατάσταση μιας μεγάλης παρεξήγησης. Οι φυσικές ομορφιές και η ανεπιτήδευτη γοητεία της είναι πια υπεράνω πάσης τέτοιας. Καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται και η Λέρος είναι τόσο «καθαρή» στο feeling μιας γνήσιας, εναλλακτικής καλοκαιρινής εμπειρίας που δεν έχει πια κανένα… taboo να φοβηθεί.
Πρόκειται για έναν από τους πιο οικονομικούς προορισμούς των Δωδεκανήσων, μια «ήρεμη δύναμη», προφυλαγμένη από το μαζικό τουρισμό, που απευθύνεται σε όσους θέλουν να μείνουν μακριά από κάθε υποψία φαντεζί lifestyle στις διακοπές του. Εκεί ο ταξιδιώτης δεν θα βρει ούτε χλιδάτα ξενοδοχεία – αυτό δεν σημαίνει ότι λείπουν τα υψηλού επιπέδου καταλύματα – ούτε «πρωτοκλασάτα» εστιατόρια, αλλά μια οικεία ατμόσφαιρα σε ένα περιβάλλον τόσο φιλόξενο που δημιουργεί την αίσθηση ότι αποτελείς εξ’ ορισμού κομμάτι του παζλ.
Το στίγμα στο νησί δίνουν τα γραφικά ψαροχώρια και οι δαντελωτές ακτές με τα πεύκα, τους ευκαλύπτους και τα αρμυρίκια. Επίσης, οι χαλαροί ρυθµοί στα ταβερνάκια µε τους ολόφρεσκους µεζέδες και το φρέσκο ψάρι δίπλα στο κύµα. Το νησί θεωρείται τόπος καλοφαγάδων και για αυτό φροντίζει η δύναμη της απλότητας που διακρίνει την τέχνη της παραδοσιακής νοικοκυράς.
Σε αντίθεση με τα γειτονικά άνυδρα και βραχώδη νησιά της Καλύμνου και της Πάτμου, η Λέρος έχει πλούσια βλάστηση. Στο εσωτερικό της υπάρχουν αμέτρητα αμπέλια, συκιές, φραγκοσυκιές και γκαβάφες (ενδημικό είδος που φυτρώνει μόνο στην Λέρο), ενώ πολλοί δρόμοι σκεπάζονται από ευκαλύπτους και πεύκα.
Το νησί είναι πολύ φιλικό για παιδιά, η πρόσβαση στις παραλίες είναι πολύ εύκολη και τα αρμυρίκια που υπάρχουν σχεδόν παντού επιτρέπουν στις οικογένειες να περνούν όλη την ημέρα στη θάλασσα. Είναι επίσης ιδανικό για πεζοπορία. Οι οικισμοί απέχουν 4-5 χιλιόμετρα ο ένας από τον άλλον και υπάρχουν αρκετά μονοπάτια που είναι η χαρά του φυσιολάτρη. Το ότι κατά την περιήγηση σου σε αυτά μπορεί να πετύχεις ακόμα και 90χρονους «μηχανόβιους» είναι περισσότερο ένδειξη αρμονίας και όχι παραφωνία.
Με ακτογραμμή που αγγίζει τα 78 χλμ., η Λέρος προσφέρει πολλές και διαφορετικών ειδών επιλογές για κολύμπι, από οργανωμένες παραλίες μέχρι παρθένες μικρές ακρογιαλιές. Η Άλιντα είναι μία πλήρως οργανωμένη ακτή με μικρά χαλίκια και άμμο, βουτηγμένη στο γαλάζιο και το πράσινο, εξαιτίας του κατάφυτου από πεύκα φόντου. Τα Δύο Λισκάρια είναι ένας απάνεμος όρμος με «θάλασσα λάδι» και χρυσαφένια αμμουδιά – οργανωμένη με ψάθινες ομπρέλες, μηδέν μποφόρ και βαβούρα. Ένας άλλος γραφικός όρμος είναι ο Άγιος Σπυρίδωνας, που προσφέρει επιλογές και βότσαλου και άμμου και θυμίζει πίνακα ζωγραφικής, λόγω του ναυαγισμένου ψαροκάικου που υπάρχει στη μία άκρη της ακτής. Άλλες δημοφιλείς παραλίες με κρυστάλλινα νερά είναι η Αγία Μαρίνα, η Γούρνα, ο Βρομόλιθος, ο Ξηρόκαμπος, το Κριθώνι και το Παντέλι, ένα γραφικό ψαροχώρι που γοητεύει με την καθαρή φυσιογνωμία του. Στην κατηγορία των απομακρυσμένων και ανοργάνωτων ξεχωρίζει η Αγία Κιούρα, η πλέον κατάλληλη για να γίνει το… κόλλημα των πιο ψαγμένων, λόγω της ηρεμίας και των τιρκουάζ νερών της.
Το μεγαλύτερο χωριό της Λέρου και πρωτεύουσα της είναι η Αγία Μαρίνα, ένας γραφικός, παραδοσιακός, νησιώτικος οικισμός με θέα στην είσοδο φυσικού λιμανιού. Χτισμένη αμφιθεατρικά, με σήμα κατατεθέν τα παραδοσιακά σπίτια, τα επιβλητικά αρχοντικά και τα στενά σοκάκια, φιλοξενεί στο λιμάνι το ρωμαϊκής εποχής φρούριο Μπούρτζι. Πάνω από την Αγία Μαρίνα δεσπόζει το περίφημο Κάστρο της Παναγίας – ένα από τα ομορφότερα της Ελλάδας – το οποίο χρονολογείται από τον 11ο αιώνα και καθότι χτισμένο στην κορυφή του λόφου Απιτύκι προσφέρει πανοραμική θέα στο απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου πελάγους.
Το Λακκί είναι το κύριο λιμάνι και το εμπορικό κέντρο του νησιού. Πρόκειται για το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι στην ανατολική Μεσόγειο και για αυτό το λόγο επιλέχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τους Ιταλούς κατακτητές ως έδρα της αεροναυτικής βάσης τους. Οι εργασίες για την κατασκευή της πόλης, που ονομάστηκε Portolago – το σημερινό Λακκί δηλαδή – ολοκληρώθηκαν το 1930 και από αρχιτεκτονικής άποψης παραμένει κάτι εξαιρετικά σπάνιο – ίσως μοναδικό στον κόσμο – έως σήμερα. Η πόλη κατασκευάστηκε στα ιταλικά πρότυπα, αλλά με νέα, προωθημένη αρχιτεκτονική σύλληψη – ένα ρυθμό στις αρχές του ρασιοναλισμού, που ονομάστηκε «Διεθνές Στυλ». Είναι γεμάτη κτίρια ορθολογιστικής αρχιτεκτονικής με περίεργες προσόψεις και εικάζεται ότι είναι η πόλη με τις περισσότερες art deco κατασκευές μετά το Μαϊάμι. Πολλοί αρχιτέκτονες απορούν που αντί αυτό το υπαίθριο μουσείο να έχει ενταχθεί στα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, έχει αφεθεί ουσιαστικά στην εγκατάλειψη.
Πέρα από το top προορισμός αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, η Λέρος αποτελεί τη Μέκκα των καταδυτών. Η Μάχη της Λέρου είναι ένα από τα σημαντικότερα πολεμικά γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην ανατολική Μεσόγειο και σηματοδότησε την τελευταία νίκη των δυνάμεων του Άξονα στην Ευρώπη (με εξαίρεση την ψευδαίσθηση τέτοιων τις πρώτες ημέρες της καταδικασμένης αντεπίθεσης στις Αρδένες). Το Σεπτέμβριο του 1943 η γερμανική αεροπορία βομβάρδισε το νησί και ακολούθησε η αποβίβαση χερσαίων δυνάμεων, που οδήγησαν στην κατάληψη του από τους Ναζί. Από τότε ο βυθός της Λέρου γέμισε με ναυάγια πολεμικών πλοίων – εκεί «θάφτηκε» και το θρυλικό αντιτορπιλικό «Βασίλισσα Όλγα» – και σκελετούς καταρριφθέντων αεροσκαφών, που λειτουργούν ως όπιο για επαγγελματίες (και μη) καταδύτες.