Το αν η Ελλάδα θα επιστρέψει στη ζώνη της επενδυτικής βαθμίδας θα κριθεί στις κάλπες της Κυριακής, αναφέρει το πρακτορείο Bloomberg, σε ανάλυσή του για τις εθνικές εκλογές και τα διακυβεύματα της επόμενης ημέρας για την οικονομία της χώρας μας.
Όπως αναφέρει το Bloomberg, o πρώην πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επιδιώκει να επαναλάβει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας του Μαΐου, το οποίο αυτή τη φορά πιθανότατα θα του εξασφαλίσει την πλειοψηφία ση Βουλή. Αυτό οφείλεται σε μια αλλαγή του εκλογικού νόμου που δίνει έως και 50 μπόνους έδρες στο πρώτο κόμμα. Εάν δεν καταφέρει να επιτύχει μια τέτοια νίκη, τότε τα κόμματα θα πρέπει να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού. Αλλά και αυτό το σενάριο μοιάζει και πάλι αδύνατο, επειδή όλοι οι πολιτικοί ηγέτες έχουν δηλώσει ότι δεν επιθυμούν τη συνεργασία.
Η Ελλάδα αναμένεται να αναπτυχθεί με ταχύτερο ρυθμό από τον μέσο όρο της Ευρώπης φέτος, αλλά οποιαδήποτε πολιτική αστάθεια θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη θετική πορεία της οικονομίας. Μια τρίτη κατά σειρά κάλπη παραμένει στο τραπέζι αν και οι πιθανότητες για αυτό το σενάριο είναι πολύ λίγες.
Τι λένε οι δημοσκοπήσεις
Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το κεντροδεξιό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας του Μητσοτάκη θα εξασφαλίσει πιθανότατα την πλειοψηφία στο Kοινοβούλιο, ακόμη και αν περισσότερα κόμματα περάσουν το όριο του 3% που είναι απαραίτητο για την είσοδο στο κοινοβούλιο. Παρόλα αυτά, ο πρώην πρωθυπουργός μπορεί να μην εξασφαλίσει τις 151 έδρες ή να κερδίσει λίγο περισσότερες από αυτές – πράγμα που σημαίνει ότι η κυβέρνησή του δεν θα είναι τόσο σταθερή όσο θα ήθελαν οι αγορές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ του πρώην πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα θεωρείται ότι θα έρθει δεύτερο κόμμα κερδίζοντας περίπου 20% των ψήφων, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ενώ το ΠΑΣΟΚ αναμένεται να καταλάβει την τρίτη θέση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα θεωρείται τέταρτο και η Ελληνική Λύση θα ξαναμπεί στο Κοινοβούλιο. Η διαφορά με το αποτέλεσμα του Μαΐου είναι ότι αυτή τη φορά δύο ακόμη κόμματα – η Πλεύση Ελευθερίας και το κόμμα Νίκη πιθανώς να ξεπεράσουν το 3%, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε επτακομματική βουλή.
Σενάριο καταστροφής
Εάν ο Μητσοτάκης δεν καταφέρει να εξασφαλίσει πλειοψηφία και οι πολιτικοί αρχηγοί εξακολουθούν να αρνούνται να συνεργαστούν, τότε θα χρειαστούν τρίτες εκλογές σε περίπου ένα μήνα από σήμερα.
Αυτό θα αντιστρέψει τη θετική δυναμική γύρω από τις ελληνικές μετοχές, τα ομόλογα και την οικονομία που ακολούθησε της εκλογές του Μαΐου. Η πολιτική αστάθεια μπορεί να επιστρέψει, καθώς οι αγορές θα «δουν» ότι η ύπαρξη μιας νέας και σταθερής κυβέρνησης δεν είναι τόσο εύκολη όσο αναμενόταν
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας
Η ελληνική οικονομία έχει καλές επιδόσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει ρυθμό ανάπτυξης 2,5% το 2023, υψηλότερο από την προηγούμενη εκτίμηση και πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ενώ το χρέος μπορεί να έχει αυξηθεί ως απόλυτος αριθμός, έχει μειωθεί σημαντικά ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και εκτιμάται ότι θα μειωθεί περαιτέρω. Τα ελληνικά ομόλογα διαπραγματεύονται καλύτερα από εκείνα άλλων μελών της ευρωζώνης που ανήκουν ήδη στην ομάδα επενδυτικής βαθμίδας.
Η ανεργία μειώνεται, αλλά παραμένει υψηλή, ενώ η χώρα εξακολουθεί να έχει έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, κυρίως λόγω των υψηλών τιμών στην ενέργεια. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε δεσμευτεί να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, και ακόμη υψηλότερα το 2023 και τα επόμενα χρόνια, που θα βοηθήσουν στην εξυπηρέτηση του κόστους του χρέους.
Επενδυτική βαθμίδα
Λαμβάνοντας υπόψη τις καλές επιδόσεις της οικονομίας, οι εταιρείες αξιολόγησης είναι έτοιμες να κατατάξουν την Ελλάδα σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας που είχε χαθεί πριν από 13 χρόνια, όταν ξεκίνησαν τα πακέτα διάσωσης της χώρας.
Ο πολιτικός κίνδυνος φαίνεται τώρα να αποτελεί το βάσικό εμπόδιο για μια τέτοια απόφαση. Οι αγορές, οι αναλυτές και οι οίκοι αξιολόγησης επιθυμούν μια σταθερή κυβέρνηση που θα διαθέτει ισχυρή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική πορεία που έχει ήδη ξεκινήσει. Και υπενθυμίζεται ότι η Fitch, η S&P και η DBRS αξιολογούν την Ελλάδα μόλις ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, ενώ η Moody’s διατηρεί τη χώρα τρία σκαλοπάτια κάτω από την πολυπόθητη αξιολόγηση.