Nα μην γίνει κατηγορία εις βάρος ενός λογιστή ξενοδοχειακής εταιρείας για την πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνουν το χρηματικό ποσό των 120.00 ευρώ, που φέρεται ότι τέλεσε στη Ρόδο, στις 20.12.2005 και 28.12.2005 και για ηθική αυτουργία, κατά συναυτουργία, στην πράξη αυτή, από τρείς μετόχους της, αποφάσισε με βούλευμα, που εξέδωσε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Pόδου.
H δικογραφία κινήθηκε μετά από μήνυση άλλου μετόχου συγγενή των μηνυομένων.
Ιδρυτής και μέτοχος της ξενοδοχειακής εταιρείας υποστήριξε ότι από τεχνική έκθεση προκύπτει ότι από την ξενοδοχειακή εταιρεία διενεργήθηκαν εκροές χρηματικών ποσών οι οποίες προκύπτουν κυρίως από «λογιστικές ταμειακές εγγραφές, χωρίς να στηρίζονται σε τραπεζικά ή άλλα έγγραφα» για τα οποία «δεν προκύπτει η πραγματικότητα των συναλλαγών προέλευσής τους» και μάλιστα για τα διαστήματα από το 1992 έως και 2005.
Ειδικότερα, όπως υποστήριξε, εμφανίζονται από τα βιβλία της εταιρείας ότι διενεργήθηκε εκροή συνολικού ποσού 600.000 € για τα οποία έχουν εκδοθεί απλές ταμειακές αποδείξεις πληρωμής, με τις οποίες έχει εγγραφεί στα βιβλία της εταιρείας ότι έχουν αποδοθεί σε μετρητά μέσω του ταμείου της εταιρείας προς τους βασικούς μετόχους της. Ο ίδιος φέρεται να έχει εισπράξει 200.000 ευρώ.
Ισχυρίστηκε παραπέρα ότι από τη σχετική έρευνα, η οποία διενεργήθηκε από την τεχνική σύμβουλο και με βάση αποδείξεις και έγγραφα, τα οποία ανέλαβε από το λογιστήριο και τα βιβλία της ως άνω εταιρείας, φέρεται ειδικότερα ότι επ’ ονόματί του έχουν εκδοθεί την 20η Δεκεμβρίου 2005 και την 28η Δεκεμβρίου 2005 δύο απλές αποδείξεις πληρωμής ποσού 100.000 € η κάθε μία οι οποίες φέρουν την σφραγίδα της εταιρείας της οποίας είναι μέτοχος και στο κάτω μέρος αυτής η υπογραφή τρίτου προσώπου ο οποίος παρέλαβε σε μετρητά από τον ίδιο το ποσό αυτό.
Διατείνεται ότι η υπογραφή αυτή δεν ανήκει στον ίδιο και ότι ουδέποτε έλαβε από την εταιρεία, είτε από άλλους μετόχους είτε από υπάλληλο του λογιστηρίου της το ανωτέρω ποσό.
Η δε υπογραφή αυτή είναι η ίδια και στις δύο αυτές ως άνω αναφερόμενες αποδείξεις πληρωμής όσο και στις εκδοθείσες από την εταιρεία αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής.
Τονίζει δε ότι την εποχή κατά την οποία φέρεται να είχε αναλάβει το ως άνω ποσό διέμενε στο Σίδνευ Αυστραλίας.
H μήνυση του είχε τεθεί στο αρχείο. Aκολούθησε η υποβολή προσφυγής κατά της διάταξης αρχειοθέτησης και παραγγελία της Eισαγγελίας Eφετών Δωδεκανήσου για τη διενέργεια κυρίας ανάκρισης, μετά την ολοκλήρωση της οποίας αφέθηκαν άπαντες ελεύθεροι, χωρίς να τους επιβληθούν μέτρα δικονομικού καταναγκασμού.
Aπό την έρευνα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Pόδου προέκυψε ότι ενόψει του κλεισίματος της οικονομικής χρήσης 2005 της εταιρίας και ενώ ο εγκαλών έφερε ακόμη την ιδιότητα του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. αυτής, διαπιστώθηκε ότι υπάρχει ταμειακό έλλειμμα ύψους 600.000 ευρώ, συνεπεία δαπανών άνευ δικαιολογητικών – παραστατικών, ήτοι δαπανών για τις οποίες δεν μπορούσαν να δοθούν σχετικές αποδείξεις, δαπάνες που οι κατηγορούμενοι απέδωσαν στην καταβολή χρηματικών ποσών στους εργαζομένους των δύο ξενοδοχείων της εταιρίας πέραν των επίσημα αναγραφομένων στις μισθολογικές καταστάσεις, δηλώνοντας δε ότι προέβαιναν στην καταβολή αυτών προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των εργαζομένων για την πραγματική παροχή των υπηρεσιών τους, έναντι της μειωμένης, που εμφανίζονταν στα επίσημα έγγραφα της εταιρίας, με σκοπό την μειωμένη καταβολή εισφορών στον αρμόδιο φορέα.
Αναζητώντας λύση στην ανακύψασα αυτή λογιστική ανακολουθία, κατά την δεδομένη χρονική στιγμή, προκειμένου δηλαδή το ταμείο της εταιρίας να μην εμφανίζει λογιστικό υπόλοιπο ύψους 600.000 ευρώ, οι κατηγορούμενοι έδωσαν εντολή στον λογιστή να συντάξει 6 απλές αποδείξεις πληρωμής στους μετόχους της εταιρίας συνολικού ποσού 600.000 ευρώ και δη ποσού 100.000 ευρώ εκάστη, με ημερομηνίες έκδοσης από 15.12.2005 έως 28.12.2005, οι οποίες φέρουν και την σφραγίδα της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας.
Μεταξύ των 6 αυτών αποδείξεων πληρωμής ο πρώτος κατηγορούμενος συνέταξε και δύο αποδείξεις πληρωμής προς τον εγκαλούντα, με ημερομηνία έκδοσης 20.12.2005 και 28.12.2005, αντίστοιχα.
Δυνάμει των ανωτέρω 6 αποδείξεων έχει εγγράφει στα βιβλία της παραπάνω ανώνυμης εταιρίας ότι έχουν αποδοθεί με μετρητά μέσω του ταμείου της τελευταίας στους μετόχους της τα χρήματα που αναγράφονται σε αυτές (αποδείξεις πληρωμής), ενώ στην πραγματικότητα κανένας από τους μετόχους της εταιρίας ούτε και ο εγκαλών δεν εισέπραξε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό από αυτά που αναγράφονται στις εν λόγω αποδείξεις, έπραξαν δε τούτο προς κάλυψη του ελλείμματος.
Μετά την απώλεια της ιδιότητος του Αντιπροέδρου από τον εγκαλούντα και την προφανή διασάλευση των σχέσεων μεταξύ των μετόχων της εταιρίας, σε συνέχεια έτερης υποβληθείσης μηνύσεως έναντι των κατηγορουμένων, επί της οποίας εξεδόθη αμετάκλητο βούλευμα, δυνάμει του οποίου δεν έγιναν κατηγορίες σε αυτούς, ο εγκαλών υπέβαλε την νέα έγκλησή του.
Tο δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετούνται οι κατηγορίες εις βάρος των κατηγορουμένων.
Tην υπόθεση χειρίστηκε ο δικηγόρος κ. Kώστας Σαρής.