Ενα διαφορετικό μείγμα οικονομικής πολιτικής το οποίο θα περιλαμβάνει μειώσεις στις υφιστάμενες συντάξεις, μειώσεις στο αφορολόγητο όριο και γενικότερα στις φοροαπαλλαγές, μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές και αύξηση της φορολόγησης των πλουσίων, προβλέπει η πρόταση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για την Ελλάδα, ενώ το Ταμείο επιμένει στην ανάγκη σημαντικής ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Η επικεφαλής του Ταμείου στην τρόικα, κ. Ντέλια Βελκουλέσκου, παρουσίασε χθες τα συμπεράσματα της ξεχωριστής έκθεσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη χώρα που συντάσσεται στο πλαίσιο του άρθρου 4 του Ταμείου (ανεξάρτητα από την αξιολόγηση του προγράμματος) και όπως δήλωσε «δεν χρειάζεται περισσότερη λιτότητα, αλλά λιγότερη».
Σε τηλεφωνική συνέντευξη που συμμετείχε και η «Κ», η κ. Βελκουλέσκου επισήμανε πως οι αλλαγές στις εφαρμοζόμενες πολιτικές θα πρέπει να έχουν δημοσιονομικά ουδέτερο αποτέλεσμα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι προτάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δεν περιλαμβάνουν απώλειες και ειδικά για όσους λαμβάνουν σήμερα συντάξεις. Κατά το Ταμείο θα πρέπει οι υφιστάμενες συντάξεις να μειωθούν και να υπολογίζονται όπως οι νέες συντάξεις. Επί της ουσίας, το ΔΝΤ προτείνει την περικοπή της προσωπικής διαφοράς που λαμβάνουν οι σημερινοί συνταξιούχοι.
Για το ΔΝΤ και την κ. Βελκουλέσκου, το βάρος της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος «έπεσε σε αυτούς που δουλεύουν σήμερα και είδαν τους φόρους τους να αυξάνονται και τις μελλοντικές τους συντάξεις να μειώνονται», σε αντίθεση με τους τωρινούς συνταξιούχους που το βάρος της μεταρρύθμισης ήταν πολύ μικρότερο. Οι πόροι που θα εξοικονομηθούν από τις εν λόγω μειώσεις θα χρησιμοποιηθούν «προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για απαραίτητες κοινωνικές δαπάνες που θα προστατεύουν τις ευάλωτες ομάδες και θα παρέχουν απαραίτητες δημόσιες υπηρεσίες», κατά το ΔΝΤ.
Σε ό,τι αφορά την εφαρμοζόμενη φορολογική πολιτική, το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι οι πρόσφατες αλλαγές «βασίζονται κατά πολύ στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών, η οποία δημιουργεί αντικίνητρα στην εργασία στην επίσημη οικονομία». Κάνει, δε, λόγο για την ύπαρξη γενναιόδωρων φοροαπαλλαγών στην Ελλάδα, που επιτρέπουν άνω του 50% του πληθυσμού να εξαιρείται από τη φορολογία εισοδήματος (σε σύγκριση με το 8% της Ευρωζώνης). Ετσι, για τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών, προτείνει τη μείωση των φορολογικών συντελεστών (και των συντελεστών στις ασφαλιστικές εισφορές), τη μείωση των φοροαπαλλαγών επί του εισοδήματος και την εξάλειψη των υπόλοιπων φοροαπαλλαγών που ωφελούν τους πλουσίους. Παράλληλα, καλεί την κυβέρνηση να σταματήσει να υιοθετεί ρυθμίσεις οφειλών.
Εργασιακές σχέσεις
Για τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, το Ταμείο τηρεί μια πιο ήπια θέση σε σχέση με παλαιότερα. Ζητεί να μην ανατραπεί καμία από τις αλλαγές που έχουν ήδη γίνει και καλεί οι νέες παρεμβάσεις στις εργασιακές σχέσεις να κινούνται στο πλαίσιο των βέλτιστων πρακτικών διεθνώς. Παράλληλα, υποστηρίζει ότι πλέον θα πρέπει να γίνουν πιο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις στους τομείς της απελευθέρωσης των κλειστών επαγγελμάτων, της ενίσχυσης του ανταγωνισμού και της διευκόλυνσης παροχής αδειών για επενδύσεις και για ιδιωτικοποιήσεις.
Από την πλευρά του, το υπουργείο Οικονομικών σχολιάζοντας τις παραπάνω προτάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ανέφερε χθες σε ανακοίνωσή του ότι «δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι στο προκαταρκτικό πόρισμα καταγράφονται ξανά οι γνωστές διαφωνίες για το φορολογικό, το ασφαλιστικό και τα εργασιακά». Συμπλήρωνε, δε, πως «υπενθυμίζεται ότι τα μεν εργασιακά προβλέπεται να αποτελέσουν μέρος της συζήτησης για τη δεύτερη αξιολόγηση, το δε ασφαλιστικό και φορολογικό έχουν ήδη κλείσει ως μέρος της πρώτης αξιολόγησης».
Σχετικά με τη συζήτηση για το ελληνικό χρέος, το ΔΝΤ επαναλαμβάνει τη θέση του ότι με τα σημερινά δεδομένα είναι μη βιώσιμο και ότι απαιτείται «περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, η οποία είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που εξετάζεται και η οποία πρέπει να υπολογιστεί βάσει ρεαλιστικών παραδοχών σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να δημιουργήσει βιώσιμα πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη».
Μη «ρεαλιστικός» στόχος
Επαναδιατυπώνει, μάλιστα, την εκτίμησή του ότι η επίτευξη και η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ για πολλές δεκαετίες παραμένουν μη «ρεαλιστικός» στόχος. Ειδικά αν υπολογιστεί ότι τα ποσοστά ανεργίας θα παραμείνουν «διψήφια μέχρι τα μέσα του αιώνα». Πάντως, για τη θέση του ΔΝΤ στο θέμα του χρέους, το υπουργείο Οικονομικών «καλωσόρισε» την άποψή του.
Οσον αφορά τις προβλέψεις του Ταμείου για την ανάπτυξη, η κ. Βελκουλέσκου τόνισε ότι θα παραμείνει στάσιμη και φέτος και αναμένουν ανάπτυξη από του χρόνου «μόνο αν έχουν εφαρμοστεί οι μεταρρυθμίσεις».
Παρά τις διαφωνίες που διατυπώνει το ΔΝΤ για το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής –πρώτη φορά κατά τα χρόνια των μνημονίων με τέτοια ένταση διατυπώνονται οι διαφωνίες του– η κ. Βελκουλέσκου δήλωσε χθες, πως το Ταμείο συνεχίζει να λαμβάνει μέρος στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση.
Πρόσθεσε, όμως, ότι στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο περιμένουν να δουν και τα δύο μέρη της συμφωνίας, δηλαδή και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αλλά και την απομείωση του ελληνικού χρέους για να συνάψουν νέο πρόγραμμα με την Ελλάδα. «Ακόμα βρισκόμαστε σε συζητήσεις και στα δύο θέματα», όπως είπε.
Καθημερινή