Εκδικάστηκε χθες σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων η πολύκροτη υπόθεση με τρεις κατηγορούμενους του σκανδάλου στην κινητή μονάδα της Συνεταιριστικής Τράπεζας της Κάσου.
Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον καταζητούμενο ταμία, και του επέβαλε ποινή κάθειρξης 7 ετών μειώνοντας την πρωτόδικη ποινή του κατά ένα έτος.
Το δικαστήριο δεν έκανε δεκτό τον αυτοτελή ισχυρισμό που προέβαλε ο νομικός του συμπαραστάτης, ποινικολόγος κ. Μανώλης Κουτσούκος, ότι ο νομικός χαρακτηρισμός της πράξεως που ομολόγησε δεν είναι υπεξαίρεση, αλλά απιστία καθώς δεν ήταν εκείνος που ενθυλάκωσε σε λογαριασμό του τα χρήματα που αφαιρέθηκαν από την τράπεζα, αλλά μεταφέρθηκαν σε λογαριασμούς των συγκατηγορούμενών του.
Επιπλέον δεν έκανε δεκτό το αίτημά του για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων.
Ο ταμίας κρίθηκε ένοχος για το ό,τι, κατά το χρονικό διάστημα από την 11-3-2005 έως και την 14-3-2006, με την ιδιότητα του υπαλλήλου της τράπεζας, η οποία διατηρεί κινητό συνεργείο-θυρίδα συναλλαγών στην Κάσο με μοναδικό διορισμένο υπάλληλο στη θέση αυτή τον ίδιο κι ενώ τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες που του είχαν ανατεθεί από την τράπεζα ήταν η παρακολούθηση της λειτουργίας της θυρίδας της Κάσου και η διεκπεραίωση των συναλλαγών, που σχετίζονται με τη θυρίδα αυτή, εντούτοις ανελάμβανε διάφορα χρηματικά ποσά από τους λογαριασμούς καταθέσεων διαφόρων καταθετών-πελατών, χωρίς τη συναίνεσή τους και φυσικά εν αγνοία τους, καθώς επίσης παρακρατούσε χρηματικά ποσά τα οποία του είχαν παραδοθεί προς κατάθεση από πελάτες της τράπεζας, χωρίς τη συναίνεση ή την έγκριση αυτών.
Κρίθηκε ένοχος για 17 παράνομες αναλήψεις χρημάτων από λογαριασμούς πελατών αλλά και για το ό,τι αφαίρεσε από το κεντρικό ταμείο το συνολικό ποσό των 65.000 €.
Ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παρανόμως τα ανωτέρω ποσά, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή του και συγκεκριμένα τα χρησιμοποιούσε για να διαθέσει εξ αυτών χρηματικά ποσά σε τρίτους με δάνεια, να. καταθέσει χρηματικά ποσά σε λογαριασμούς πελατών της τράπεζας, να καταβάλει επιπλέον τόκους προθεσμιακών καταθέσεων σε πελάτες της τράπεζας και να προεξοφλήσει συνεταιριστικές μερίδες της τράπεζας χωρίς όλες αυτές του οι ενέργειες να υπάγονται στις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί από την τράπεζα και χωρίς τη γνώση και την έγκριση της τράπεζας, το ποσό δε που ιδιοποιήθηκε παρανόμως ανέρχεται συνολικά σε 656.595,89 ευρώ.
Το ίδιο δικαστήριο απέρριψε ως ανυποστήρικτες τις εφέσεις που άσκησαν οι δύο συγκατηγορούμενοί του, που δεν εμφανίστηκαν οι ίδιοι ή δια συνηγόρου στην δίκη.
Ειδικότερα ο δεύτερος κατηγορούμενος που καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 9 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα φέρεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από την 11-3-2002 έως την 14-3-2006, με πειθώ και φορτικότητα να έπεισε τον πρώτο κατηγορούμενο αρχικά χρησιμοποιώντας παραινέσεις και στη συνέχεια απειλές ότι σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του θα χρησιμοποιήσει τη θέση του ως σημαντικού καταθέτη και πελάτη της τράπεζας ώστε να προκαλέσει την απόλυσή του καθώς και με απειλές κατά της ασφάλειας συγγενικών του προσώπων να ιδιοποιηθεί παρανόμως χρηματικά ποσά.
Στη συνέχεια φέρεται να τον έπεισε να διοχετεύσει τα ποσά αυτά που είχε παρανόμως ιδιοποιηθεί σε 8 λογαριασμούς και να τον κατέπεισε να ιδιοποιηθεί το χρηματικό ποσό των 365.469,02 ευρω.
Επιπλέον, του αποδίδεται ότι ενεργώντας από κοινού με τη σύζυγό του, που καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 6 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα, την 4η Απριλίου 2006 να κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου την από 3 Απριλίου 2006 αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά της τράπεζας με την οποία ζητούσαν να διαταχθεί να τους καταβάλει το ποσό των 200.000 €, πλέον τόκων και εξόδων, βάσει του από 17-6-2004 ομολόγου, παριστάνοντας ψευδώς στο δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου ότι η τράπεζα δεν τους είχε αποδώσει και αρνείτο να τους αποδώσει το ανωτέρω ποσό και αποκρύπτοντας από το Δικαστή ότι στην πραγματικότητα το ποσό αυτό είχε ήδη αποδοθεί από την τράπεζα σε εκείνους την 30-9-2004 με καταβολή του ποσού των 200.000 € σε τραπεζικό τους λογαριασμό, από τον οποίο στη συνέχεια ο πρώτος ανέλαβε αυτό με διαδοχικές μερικές αναλήψεις κατά το χρονικό διάστημα από την 30-9-2004 έως την 3-5-2005.
Στην υπόθεση παρέστη προς υποστήριξη της κατηγορίας η «PQH» που έχει αναλάβει την εκκαθάριση της τράπεζας δια του δικηγόρου κ. Ανδρέα Ματσάκα.