Τοποθετούμενος στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής κατά τη συζήτηση για το νομοσχέδιο «Έρευνα, τεχνολογική ανάπτυξη και καινοτομία και άλλες διατάξεις», ο καθηγητής Δημήτρης Κρεμαστινός αναφέρθηκε στη θέση της έρευνας στην Ελλάδα και επιφυλάχθηκε λέγοντας ότι χρειάζεται ένα νομοσχέδιο που θα θέσει το ζήτημα στη σωστή του βάση ώστε η έρευνα να αποτελέσει το εφαλτήριο για την ανάπτυξη που τόσο πολύ χρειάζεται η χώρα σήμερα.
Αναλυτικά, ο καθηγητής Κρεμαστινός είπε:
«Θα πω ορισμένα πράγματα και ενδεχομένως, να επανέλθω στην β΄ ανάγνωση με περισσότερα. Καταρχήν, το πιο ενδιαφέρον σημείο του νομοσχεδίου, είναι ότι υπάρχει ένα άρθρο που λέει ότι τα συναρμόδια Υπουργεία μπορεί να ιδρύουν, να καταργούν ή να συγχωνεύουν ερευνητικά κέντρα ή ινστιτούτα. Λέω ενδιαφέρον, διότι εάν εφαρμοστεί σωστά και όχι όπως συνήθως εφαρμόζονται πολλοί νόμοι στη χώρα μας, μπορεί να κάνει ένα βήμα προς τα μπροστά. Θα εξηγήσω τι εννοώ με αυτό. Που διδάσκεται σήμερα ο νέος την έρευνα; Στα πανεπιστήμια. Στα δημοτικά και στη μέση εκπαίδευση δεν διδάσκεται έρευνα. Εάν, λοιπόν, τα πανεπιστήμια δεν είναι υγιή, δεν μπορούμε μεθαύριο να έχουμε απαιτήσεις για αξιόλογους ερευνητές. Αυτό είναι το πρώτο σημείο που θέλω να επισημάνω.
Σχετικά με τα σχόλια άλλων κομμάτων όσον αφορά την ανεργία, θέλω να επισημάνω ότι τα ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα δεν είναι οι χώροι που άμεσα θα καταπολεμήσουν την ανεργία, δηλαδή να εργαστούν εκεί οι άνθρωποι που δυστυχώς σήμερα δεν εργάζονται, αλλά είναι οι χώροι που αν παραγάγουν γνώση θα ελαττώσουν ουσιαστικά την ανεργία. Αν η γνώση που παράγουν είναι πρωτοποριακή, αν μπορέσουν δηλαδή να δώσουν αποτελέσματα με το ερευνητικό τους έργο, τότε οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν θα είναι πολύ περισσότερες από αυτές που θα καταλάμβαναν άνθρωποι που έχουν τα προσόντα του ερευνητή. Εξέφρασα μια επιφύλαξη, διότι από το πανεπιστήμιο μαθαίνεις την έρευνα και αν δεν τη μάθεις σωστά δεν μπορείς μετά εύκολα να εξελιχθείς και η επιφύλαξη μου αυτή, βεβαίως, είναι βασική.
Στη χώρα σήμερα έχουμε τη λεγόμενη ερευνητική δραστηριότητα, η οποία συνίσταται στο να κάνουμε εργασίες, τις οποίες καλό είναι να τις κάνουμε παρά να μην κάνουμε τίποτε. Είναι θετικό, αλλά δεν είναι αυτό η έρευνα. Η έρευνα είναι η νέα γνώση που είναι ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο, που πρωτοτυπεί, που παίρνει βραβεία Νόμπελ στην ακραία της μορφή, αλλά και που παράγει στελέχη, τα οποία ζητούνται από άλλα ερευνητικά κέντρα. Εάν αυτό δεν εξασφαλίζεται από μια χώρα, η λέξη «έρευνα» παύει να υπάρχει στην ουσία της και αντικαθίσταται από τη λεγόμενη «ερευνητική δραστηριότητα» η οποία, επαναλαμβάνω, είναι προτιμότερη από το να μην κάνεις τίποτα. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι αποτελεί έρευνα. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Θα μπορούσε ένα κέντρο να φτιάξει κάποια στιγμή κάτι πρωτοποριακό στην τεχνολογία των κομπιούτερ; Αυτό θα μεταφραζόταν σε χιλιάδες θέσεις εργασίας, σε δισεκατομμύρια. Θα μπορούσε να παραγάγει ένα φάρμακο κατά του καρκίνου ή των καρδιοπαθειών που σήμερα δεν παράγονται διεθνώς; Αυτό θα γίνει μια φορά, δεν γίνεται κάθε μέρα αλλά υπάρχει μια προοπτική ότι κάποια στιγμή στο μέλλον, σε δέκα, σε είκοσι, σε τριάντα χρόνια θα γίνει. Εάν δεν υπάρχει προοπτική, έρευνα δεν υπάρχει σε στη χώρα. Έρευνα χωρίς προοπτική, δεν είναι έρευνα.
Άκουσα με προσοχή τους φίλους ερευνητές που παραπονούνταν και ζητούσαν την απόσυρση του νομοσχεδίου και ομολογώ ότι τους καθησύχασα, λέγοντάς τους ότι «Δεν βαριέσαι, άλλο ένα νομοσχέδιο είναι, οπωσδήποτε θα ακολουθήσουν άλλα, όπως συνήθως γίνεται στη χώρα μας». Κάποια στιγμή όμως θα πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά, θα το πω και στον Υπουργό που έχει την αρμοδιότητα. Για να κάνουμε ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα, χρειάζονται τομές και οι τομές στην ιατρική θέλουν αίμα. Δεν γίνονται τα ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα με δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Δηλαδή, δεν είναι απλά ο «καλός», εκεί πρέπει να είναι ο άριστος, ο πρώτος, εάν θέλουμε να έχουμε έρευνα. Η έρευνα είναι κάτι διαφορετικό.
Μου έκανε εντύπωση προ ετών, όταν με είχαν προσκαλέσει στο Πανεπιστήμιο Lomonosov στη Σοβιετική Ένωση και την ίδια χρονική περίοδο στην Οξφόρδη, έκανα στους φοιτητές και των δύο πανεπιστημίων την ίδια ερώτηση, ποιες ήταν οι απόψεις τους για τα τότε πολιτικά γεγονότα. Μου έκανε εντύπωση ότι και στην μία και στην άλλη περίπτωση, μου έδωσαν την ίδια απάντηση. Μου είπαν: «καλά γιατί μας ρωτάτε εμάς, εσείς δεν έχετε κυβερνήσεις;». Δηλαδή, μου φάνηκε ότι ήταν απόκοσμοι. Ακραίο το παράδειγμα μου, αλλά θέλω να πω ότι ο ερευνητής είναι αφοσιωμένος, πετάει στα σύννεφα ευτυχώς ή δυστυχώς. Αυτή είναι η έρευνα, παγκόσμια, που αξιολογείται, προοδεύει και οδηγεί στα Νόμπελ. Δεν είναι η έρευνα που ανακατεύει και πολιτική και οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ανάγκη.
Είμαστε ένα κράτος των δέκα εκατομμυρίων, δηλαδή όσο περίπου η μισή Κωνσταντινούπολη. Δικαιούμαστε να έχουμε πανσπερμία ινστιτούτων, ερευνητικών κέντρων κλπ.; Όχι, δεν γίνεται έτσι δουλειά. Χρειαζόμαστε ένα ή δυο μεγάλα ερευνητικά κέντρα με σωστές προδιαγραφές, περίπου αυτές που είπα. Βεβαίως, αυτό χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να το αναλύσει κανείς. Εάν συμβεί αυτό, δικαιούσαι να κάνεις και ένα τρίτο ερευνητικό κέντρο. Αν δεν συμβεί, γιατί να κάνεις τρίτο; Πρέπει να δώσουμε βάση σε αυτό και μόνο σε αυτό.
Όσον αφορά την ερευνητική δραστηριότητα, μπορεί να επιβιώσει και με τις σημερινές συνθήκες, με τους χαμηλούς μισθούς που παίρνουν ή με τις επιχορηγήσεις διαφόρων εταιρειών. Το κράτος θα μπορούσε να δώσει κίνητρα, π.χ. στις φαρμακοβιομηχανίες να ιδρύσουν πραγματικά ερευνητικά κέντρα με απαλλαγή φορολογίας, πραγματικά όμως, όχι να δημιουργήσουν κέντρα για να έχουν φοροδιαφυγή. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να προχωρήσει η έρευνα. Βλέποντας λοιπόν και εγώ αυτό το νομοσχέδιο, το επαναλαμβάνω αυτό που είπα στους εκπροσώπους των ερευνητών, ότι «μη στεναχωριέστε, θα ακολουθήσουν άλλα νομοσχέδια, διότι δεν βλέπω να λύνει τα πραγματικά προβλήματα». Νομίζω, ότι το ίδιο είπε και ο κ. Λοβέρδος. Άρα, λοιπόν, για να συνοψίσω θα πρέπει να κρατήσουμε ένα σημείο, ότι πρέπει να κάνουμε μια αρχή που θα αναδείξει την πραγματική έρευνα και να την ξεχωρίσει από την ερευνητική δραστηριότητα, που είναι τελείως διαφορετικό πράγμα.»