Ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών επί κακουργημάτων θα εκδικαστεί την 30η Οκτωβρίου 2019 υπόθεση απάτης μαμούθ εις βάρος ελληνικών δημοσίων νοσοκομείων με υπερκοστολογήσεις, μέσω πλαστών και εικονικών τιμολογίων, ιατρικών ειδών, που ξεπερνούσαν το 241% και με πρωταγωνιστή έναν 55χρονο επιχειρηματία, ο οποίος συνελήφθη, προκαλώντας ζημία, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο ελληνικό δημόσιο για δυο χρόνια, που ξεπερνά τα 10 εκατομμύρια ευρώ.
Το Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου, με απόφαση, που ανήρτησε χθες στην «Διαύγεια» ανέθεσε την υπόθεση στην δικηγόρο Αθηνών κ. Αν. Καμπουροπούλου.
Θυμίζουμε ότι ο εκπρόσωπος της συγκεκριμένης εταιρείας είχε πρωταγωνιστήσει σε απάτη με εικονικές προμήθειες νοσοκομειακού υλικού στο νοσοκομείο της Ρόδου.
Ο 55χρονος, που συνελήφθη τον Μάρτιο του 2014 στα νότια προάστια της Αθήνας από αστυνομικούς της Οικονομικής Αστυνομίας, ξεκίνησε να εργάζεται το 1995 σε εταιρείες που ασχολούντο με προμήθειες ιατρικών υλικών.
Το 1998 σύστησε δική του εταιρεία και έχοντας γνώση της αγοράς αλλά και των ξένων οίκων – προμηθευτών κατάφερε σταδιακά να οργανώσει την παράνομη δραστηριότητά του, η οποία αποκαλύφθηκε έπειτα από εισαγγελική παραγγελία τον Φεβρουάριο του 2012 και ζητούσε να ερευνηθούν οι δύο εταιρείες που είχε συστήσει ο κατηγορούμενος σε Κύπρο και Ελλάδα.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ., η εταιρεία του 55χρονου είχε «κύρια οικονομική δραστηριότητα το χονδρικό εμπόριο χειρουργικών, ιατρικών και ορθοπεδικών οργάνων και συσκευών, καθώς και το χονδρικό εμπόριο ιατρικών αναλωσίμων υλικών, προμηθεύοντας μεγάλα δημόσια νοσοκομεία σε όλη την επικράτεια».
Η συγκεκριμένη εταιρεία είχε τη δυνατότητα να προβαίνει σε απευθείας αγορές από τους ξένους οίκους, έχοντας συνάψει και συμβάσεις αποκλειστικής διάθεσης ιατρικών ειδών στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο συλληφθείς εισήγε τα είδη αυτά στην Ελλάδα όχι απευθείας από τους ξένους οίκους – προμηθευτές, αλλά μέσω κυπριακής υπεράκτιας εταιρείας ιδίων συμφερόντων.
Με τη μέθοδο αυτή επιμεριζόταν το κόστος αγοράς των προμηθευόμενων προϊόντων με αποτέλεσμα να συρρικνώνονται τα ποσοστά κέρδους του και κατ’ επέκταση η φορολόγησή τους.
Ειδικότερα ο 55χρονος κατάρτιζε εικονικά τιμολόγια, προβαίνοντας στη συστηματική υπερτιμολόγηση των αγορασθέντων προϊόντων μέσω της κυπριακής εταιρείας και στη συνέχεια πωλούσε τα ιατρικά είδη σε δημόσια νοσοκομεία σε τιμές πολύ υψηλότερες – κατά μέσο όρο 241% – σε σχέση με το αρχικό πραγματικό κόστος προμήθειας. Στην όλη διαδικασία φρόντιζε έτσι ώστε οι τιμές να μην ξεπερνούν το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο που καθορίζεται από το εκάστοτε ΦΕΚ – παρατηρητήριο τιμών.
Εκτός της δημιουργίας υπεραξίας μέσω των υπερτιμολογήσεων που επιτύγχανε, εξαπατούσε τις ελληνικές φορολογικές αρχές, με την πλασματική μείωση του περιθωρίου κέρδους και κατά συνέπεια του φορολογητέου εισοδήματος της εταιρείας του στην Ελλάδα.
Σχετικά με τα κέρδη του αυτά έρχονταν στην κατοχή του είτε ως μετρητά απευθείας από την ελληνική εταιρεία είτε χρησιμοποιώντας διάφορες τράπεζες.
Ειδικότερα κατέθετε σε τράπεζες μέρος των εσόδων που προέρχονταν από δραστηριότητά του προσδίδοντας νομιμοφάνεια στα έσοδα αυτά, ως απόδοση κερδών από την επιχειρηματική του δραστηριότητα.
Εκτιμάται ότι στο σύνολο των αγορών που πραγματοποιήθηκαν ύψους 29.300.260,45 ευρώ, η «εικονικότητα» που προκύπτει ανέρχεται στο ποσό των 20.703.718,32 ευρώ, και το πραγματικό κόστος προμήθειας στο ποσό των 8.596.542,13 ευρώ.
Επίσης «η μη φορολόγηση της υπεραξίας, η οποία κατά προσέγγιση ανέρχεται στο ποσό των 20.703.718,32 ευρώ για την τριετία 2008-2010, είχε ως αποτέλεσμα το μη καταλογισμό φόρου εισοδήματος συνολικού ποσού 5.105.205,10 ευρώ για το ίδιο χρονικό διάστημα».
Από την έρευνα εισαγγελέων και Αστυνομίας προέκυψε συγκεκριμένα ότι αγόραζε τα ιατρικά είδη από την Τσεχία και άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης για λογαριασμό της «Praxis» και στη συνέχεια τα μεταπωλούσε στη δικών του συμφερόντων εταιρεία «S.T. Medical» στην Ελλάδα σε τιμές έως και 200% υψηλότερες από τις φυσιολογικές.
Στη συνέχεια, εμφάνιζε τα εικονικά τιμολόγια στις διοικήσεις των δημόσιων νοσοκομείων, εισπράττοντας ως αμοιβή ποσά πολλαπλάσια του κανονικού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα αιμοστατικό που είχε αγοραστεί στην Τσεχία αντί 2,5 ευρώ πουλήθηκε σε δημόσιο νοσοκομείο της χώρας προς 500 ευρώ. Κατά την έρευνα εντοπίστηκαν εικονικά τιμολόγια για δήθεν αγορές ιατρικών ειδών από την κυπριακή εταιρεία ύψους 30 εκατ. ευρώ, ενώ εκτιμάται ότι στην πραγματικότητα τα είδη αυτά κόστισαν στον 55χρονο 8,5 εκατ. ευρώ.